«Μας λένε οι δικοί σου στην τηλεόραση να καθίσουμε σπίτι. Ποιοι; Αυτοί που είναι στη δουλειά τους και παίρνουν 5-10 χιλιάρικα τον μήνα. Και έχεις και τους άλλους, τους λοιμωξιολόγους, να φοβίζουν μια ολόκληρη κοινωνία. Χειρότεροι από τους πολιτικούς έχουν γίνει. Πότε δουλεύουν, πότε σκέφτονται, πότε προλαβαίνουν να βγαίνουν κάθε μέρα στο γυαλί και στο ραδιόφωνο, μου λες;».
Κοιτάζω τον φίλο, που Κυριακή πρωί μού μιλάει πιο ήρεμα από όσο τα λόγια του ίσως αφήνουν να εννοηθεί. Δεν φωνάζει, δεν διαμαρτύρεται, αλλά σίγουρα βγάζει παράπονο, αντίδραση, αγανάκτηση. Το ότι το κάνει με σχετική ηρεμία οφείλεται μάλλον στον χαρακτήρα του και στο ποιος είναι: στα 45, με καλή μόρφωση, καλή δουλειά και μια νέα οικογένεια με δύο μικρά παιδιά, ενημερωμένος, πολιτικά ανήσυχος και με κοινωνικές και περιβαλλοντικές ευαισθησίες (και πρωτοβουλίες), είναι αυτό που λέμε «πάνω από τον μέσο όρο».
Κουνάω το κεφάλι μου, αλλά δεν του «λέω». Οχι γιατί απαραίτητα συμφωνώ μαζί του, αλλά γιατί προβληματίζομαι. Αν αυτός (που επαγγελματικά, οικογενειακά κ.λπ. δεν πλήττεται καίρια από την πανδημία) εκφράζει αυτές τις –βάσιμες, αν μη τι άλλο– σκέψεις, τι συμβαίνει στην κοινωνία συνολικά; Πώς σκέφτονται εκείνοι που έχουν κατεβάσει ρολά; Πώς αντιδρούν όσοι οι οικογένειές τους υποφέρουν; Τι λένε όσοι δεν κατέχουν ιδιαίτερη μόρφωση, όσοι ενημερώνονται από «ψεκασμένα» μέσα, όσοι έχουν την τάση να εξηγούν τις συμφορές μεταφυσικά ή συνωμοσιολογικά;
Ολοι γνωρίζουμε τις απαντήσεις. Τις ακούμε στη γειτονιά, τις διαβάζουμε κάτω από αναρτήσεις στα social media, τις βλέπουμε στις συμπεριφορές. Συνήθως μάλιστα, δεν αντιδρούμε, το πολύ να «βγάλουμε» ένα ειρωνικό χαμόγελο, να κουνήσουμε το κεφάλι μας αποδοκιμαστικά και έπειτα να γυρίσουμε την πλάτη μας και να φύγουμε.
Ομως, όσο εμείς κλεινόμαστε στη δική μας «ανωτερότητα» και τον δικό μας κόσμο (της λογικής και της επιστήμης), ένας άλλος κόσμος απορρίπτει τις δικές μας επιλογές και αναζητεί αλλού απαντήσεις. Και όσο αυτός ο κόσμος βλέπει τους «λογικούς» και τους «επιστήμονες» να μην του δίνουν πειστικές ή κοινές, έστω, απαντήσεις, όσο φορείς της συντεταγμένης πολιτείας (όχι μόνο του κράτους) φάσκουν και αντιφάσκουν, εκφοβίζουν, κατηγορούν, τόσο απομακρύνεται από αυτούς και φλερτάρει με την αδιαφορία και την κοινωνιοπάθεια.
Δεν τον δικαιολογώ, αλίμονο. Ακόμη, όμως, και αν συνεχίζω (κακώς μάλλον) να του γυρίζω την πλάτη, δεν αγνοώ τις ευθύνες μου, εκείνες του «μετώπου» της λογικής και της επιστήμης, και την αδυναμία/αποτυχία του να «μιλήσει» με αυτόν τον κόσμο. Και να τον πείσει ή, έστω, να τον κρατήσει μακριά από ακραίες θέσεις. Να προσπαθήσει να του εξηγήσει, με λόγια απλά, με τρόπο εύληπτο και με «γλώσσα» που μπορεί να γίνει κατανοητή από τον καθένα.
Καθώς, μάλιστα, ο χρόνος περνάει, αλλά η πανδημία όχι, ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Οπως αυτά που επεσήμανε ο φίλος μου (ο λογικός, ο επιστήμονας). Αντί να «δείχνουμε» οι δημοσιογράφοι, να προσπαθήσουμε να νιώσουμε τον κόσμο, χωρίς προκατάληψη, να καταλάβουμε, να ενημερωθούμε και να ενημερώσουμε. Και οι λοιμωξιολόγοι-επιδημιολόγοι κ.λπ., αντί να ζηλεύουν την καριέρα των τηλεσυναδέλφων μου ή των πολιτικών (όσοι, τέλος πάντων, το κάνουν), να συμβουλεύουν και να επιμορφώνουν πρώτα εμάς, τους δημοσιογράφους.
Γιατί κάπου έχουμε χάσει, αν όχι αντιστρέψει, τους μεταξύ μας ρόλους. Και έτσι χάνουμε και τον κόσμο. Ολο και περισσότερο…