Οποιος πανηγυρίζει στο ΠΑΣΟΚ για την ιλαροτραγωδία που διαδραματίζεται στον ΣΥΡΙΖΑ, κάνει μεγάλο λάθος. Ο Νίκος Ανδρουλάκης και το ηγετικό επιτελείο του, ούτε εφησυχασμό ούτε ικανοποίηση πρέπει να νιώθουν για τον τραγέλαφο και τις διαλυτικές τάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ –ναι, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, αλλά εδώ το ζήτημα είναι άλλο: θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προβληματισμένοι· και κυρίως, να μην επαναπαυτούν στις προσδοκίες ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ, από απογοητευμένα στελέχη και κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που ενδεχομένως θα πάρουν τον δρόμο της επιστροφής μετά το φευγιό της περιόδου 2012-15, διότι είναι εξαιρετικά πιθανό μεσοπρόθεσμα να βρεθούν προ ψευδαισθήσεων, για να μην πούμε αυταπάτες που ξυπνούν άλλους συνειρμούς.
Στο ΠΑΣΟΚ θα τους υποδεχθούν ασφαλώς αυτούς τους χαμένους ψηφοφόρους. Ομως απαιτείται εμβριθής ανάλυση των νέων δεδομένων και χάραξη στρατηγικής με μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο πολιτικό ορίζοντα. Για τους εξής λόγους:
Ο κατακερματισμός του ΣΥΡΙΖΑ και ο εσωκομματικός εμφύλιος ανάμεσα στον Στέφανο Κασσελάκη και του υπόλοιπους στερεί τη δυνατότητα ενός αξιόπιστου συνομιλητή από τον χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Δεδομένης της εξαγγελίας του κ. Ανδρουλάκη ότι εφόσον το ΠΑΣΟΚ ενισχυθεί στις ευρωεκλογές και καταγραφεί ως δεύτερη πολιτική δύναμη –πράγμα πιθανό με όσα δείχνουν οι δημοσκοπήσεις–, θα πάρει πρωτοβουλίες για να συγκροτηθεί πρόταση εξουσίας αντίπαλη στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ, το απόλυτο, κρίσιμο και βασανιστικό ερώτημα που προκύπτει είναι: Με ποιους θα συνομιλήσει;
Και μετά το Σαββατοκύριακο γίνεται σαφές ότι το ερώτημα είναι πιο δύσκολο: στο ευκταίο για τον κ. Ανδρουλάκη σενάριο της δεύτερης θέσης του ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές –με τρίτο και σε αποδρομή τον ΣΥΡΙΖΑ– θα συνομιλήσει με τον νικητή ή με τους χαμένους της συριζαϊκής εξουσίας, που και οι δύο θα είναι πολιτικά απαξιωμένοι;
Οι συνεχείς αναφορές του κ. Κασσελάκη και των υποστηρικτών του ότι θα πρέπει να αλλάξουν όλα στον ΣΥΡΙΖΑ σηματοδοτούν ότι θα επιδιωχθεί με κάθε τρόπο η καθαρή καταγραφή του τόσο στις ευρωεκλογές και πολύ περισσότερο στις επόμενες εθνικές εκλογές. Απεκδυόμενοι, λοιπόν, του «τσιπρικού ΣΥΡΙΖΑ» θα είναι εχθρικοί σε κάθε προοπτική συνεργασίας με πρωτοκαθεδρία του ΠΑΣΟΚ. Υπό αυτό το πρίσμα θα δυσκολέψει αρκετά η στρατηγική που έχει εκπονήσει ο κ. Ανδρουλάκης.
Ενα ακόμη ενδεχόμενο είναι ο κ. Κασσελάκης μετά την επόμενη εθνική κάλπη, με όσους βουλευτές θα έχει, να θελήσει να είναι εν δυνάμει διαθέσιμος σε κυβερνητικές συνεργασίες – γιατί όχι και με τη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, αν δεν έχει αυτοδυναμία! Δεν θα έπρεπε να μας τρομάζει η ιδέα, αν λάβουμε υπόψη ότι ο κ. Κασσελάκης είχε επαφές με την πλευρά του νυν Πρωθυπουργού στο πρόσφατο παρελθόν οι οποίες απλώς δεν ευοδώθηκαν.
Γιατί λοιπόν, έχοντας πετάξει από πάνω του το «κακό» κυβερνητικό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ, να μην παίξει αυτό το χαρτί, όταν διά της ενδεχόμενης συμμετοχής στην εξουσία θα ενισχύσει την ύπαρξή του; Και ο κ. Μητσοτάκης από την πλευρά του, γιατί να μην έχει μια επιπλέον επιλογή σε περίπτωση που στραβώσει η αυτοδυναμία στις επόμενες εθνικές εκλογές;
Υπό τις παρούσες συνθήκες, τέτοια σενάρια μπορεί να φαντάζουν περίεργα ή ουτοπικά. Ωστόσο οι δυναμικές που ίσως αναπτυχθούν υποχρεώνουν το ΠΑΣΟΚ να τα λάβει υπ’ όψιν, αναπροσαρμόζοντας τη στρατηγική του στα δεδομένα που προκύπτουν από την κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ.
Καθοριστικό ρόλο θα παίξει το ποσοστό που θα πετύχει στις ευρωεκλογές. Οσο πιο υψηλό είναι, τόσο πιο μεγάλα περιθώρια θα έχει να «παίξει μπάλα». Για να το καταφέρει, όμως, είναι ανάγκη να ανοιχτεί όχι μόνο προς τα αριστερά του αλλά και προς τον κεντρώο εκσυγχρονιστικό μεταρρυθμιστικό χώρο, «λέγοντας» στον κ. Μητσοτάκη: «Εχω κι εγώ λόγο ». Οπως έγινε το 1996-2004, με τον Κώστα Σημίτη. Αλλά μπορεί να το κάνει;