Απόψεις

Mου τη «σπάνε» οι τουρίστες!

Τι γίνεται όταν ο ήχος της βαλίτσας πάνω στο αθηναϊκό πεζοδρόμιο αρχίζει και σου δίνει στα νεύρα; Αν συνεχιστεί αυτή η άναρχη και άνευ όρων παράδοση του κέντρου της Αθήνας στους ξένους επισκέπτες, οι «ντόπιοι» δεν θα βαρυγκομάμε μόνο, θα βρίζουμε
Λένα Παπαδημητρίου

Πρέπει να ήταν το 2003 όταν πρωτοέπεσα θύμα της «turismofobia», όπως τη λένε εκεί στην Ιβηρική. Είχα πάρει την (αναλογική) μου κάμερα και πήγα να τραβήξω μια φωτογραφία έξω από ένα παραδοσιακό κουρείο. Δεν πρόλαβα να πάρω θέση και ένας μαινόμενος κουρέας βγήκε κραδαίνοντας την τσατσάρα του και άρχισε να με βρίζει σε άψογα καταλανικά. Είχα αρχίσει να μαθαίνω ισπανικά (καστιλιάνικα δηλαδή) και τα κουτσομιλούσα, κάτι που τον εξερέθισε ακόμη περισσότερο (όπως μου εξήγησαν φίλοι Ισπανοί αργότερα, καλύτερα να του μιλούσα αγγλικά). Σοκαρίστηκα με αυτό το κρεσέντο αφιλοξενίας, όπως το νόμισα τότε.

Σήμερα τον σκέφτομαι συχνά εκείνο τον δύστυχο κουρέα. Νομίζω ότι σιγά σιγά μπαίνω στη θέση του. Κάποιες σουβλιές τις είχα νιώσει και πέρυσι, φέτος όμως πραγματικά –το παραδέχομαι– έχουν αρχίσει να με εκνευρίζουν οι τουρίστες στο κέντρο της Αθήνας. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, δεν είμαι ξενόφοβη, λατρεύω τη νέα πολυπολιτισμικότητα αυτής της πόλης, διδάσκω τα παιδιά μου να γίνουν «πολίτες του κόσμου», πεθαίνω για τις ξένες γλώσσες και κουλτούρες και αντιλαμβάνομαι πλήρως τη ζωτική σημασία που έχει το να ξεπεράσουμε σε αφίξεις το «χρυσό 2019». Ομως κάτι συμβαίνει και ο ήχος από το ροδάκι της βαλίτσας έχει αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα.

Προσπαθώντας να ανιχνεύσω τους λόγους της εχθρικότητας μου, παραδέχτηκα ότι δεν φταίνε οι χριστιανοί που ήρθαν να λιάσουν και να ξεκουράσουν το κορμάκι τους στην πόλη όπου εγώ κατοικώ. Συνειδητοποίησα ότι ένα μεγάλο κομμάτι του μένους μου έχει να κάνει με αυτή τη ρημάδα τη «βιώσιμη κινητικότητα», το να μπορώ δηλαδή να περπατάω στο (σπασμένο) πεζοδρόμιο δίπλα από το σπίτι μου χωρίς να σκοντάφτω ταυτόχρονα πάνω σε σαμπανιέρες και χωρίς να αισθάνομαι ότι διασχίζω με τα ψώνια μου το σαλόνι ενός ξένου σπιτιού.

Παράδοση άνευ όρων

Οχι, προφανώς δεν φταίνε οι τουρίστες για την επιδημία «τραπεζάκια έξω», που επιβιώνει της πανδημίας. Ομως, ο τουρισμός γίνεται το άλλοθι για μια ακόμη πιο άναρχη και άνευ όρων παράδοση της πόλης σε αυτούς που είναι αποφασισμένοι να τα πιάσουν φέτος «χοντρά». Είναι τα σταθμευμένα όπου να ‘ναι πούλμαν, είναι η ηχορύπανση, ο συνωστισμός, τα σκουπίδια, οι αυξημένες τιμές (π.χ. στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς), είναι τα σινεμά του κέντρου που κινδυνεύουν να γίνουν και αυτά τουριστικές κλίνες. Είναι όλη αυτή, τέλος πάντων, η «hοp on -hop off» ασυδοσία μιας πόλης που περιφρονεί τους κατοίκους της και δεν έχει μάθει να διαχειρίζεται τους επισκέπτες της.

Οσο για τις πολυκατοικίες του κέντρου, πολλές είναι πια εντελώς παραδομένες στην Airbnb λαίλαπα (αν είστε νεαρό ζευγάρι και θέλετε να χωρίσετε, δοκιμάστε να ψάξετε για σπίτι στις περιοχές Koυκάκι, Νέος Κόσμος Εξάρχεια, Κολωνάκι, Παγκράτι, εγγυημένη η ψυχική οδύνη που θα σας οδηγήσει στο οριστικό τέλος). Μια γνωστή μου που νοικιάζει σπίτι κοντά στην Ακρόπολη έχει πλέον αποδεχτεί ότι ήδη από τον Μάρτιο η ζωή της μετατρέπεται σε κόλαση. Στην ταράτσα της πολυκατοικίας στήνουν κάθε μέρα πάρτι (μέχρι τις 5 τα ξημερώματα) οι «βραχύβιοι» γείτονες. Η ίδια έχει βαρεθεί να χτυπάει κάθε βράδυ πόρτες ικετεύοντας για λίγες ώρες ύπνου.

Και έτσι, εγώ που προχωρώ με βήμα σημειωτόν πάνω στο πεζοδρόμιο με τις έγνοιες μου, τη λαοθάλασσα, τα κομπρεσέρ, τους κάδους με τα μπάζα (από τις συνεχείς ανακαινίσεις) και τον μαγαζάτορα-γαϊδούρι που με καλοπιάνει και από πάνω με ένα ψεύτικο «καλημέρα» (για να μην τον βρίσω), με ποιον θα τα βάλω; Θα τα βάλω με το συμπαθέστατο ζευγάρι Φινλανδών που απολαμβάνει την πόλη «μου» και μια φανταστική κόκκινη μακαρονάδα, «τρίβοντάς» μου στη μούρη την nonchalance του (προσωρινού) επισκέπτη.    

Ζηλεύω την ανεμελιά του τουρίστα

Και εδώ βρίσκεται ο δεύτερος λόγος που έχουν αρχίσει να μου τη δίνουν οι τουρίστες. Η αμεριμνησία τους έρχεται συχνά να γιγαντώσει τη δική σου (δύσκολη) καθημερινότητα. Προς στιγμήν, σκέφτομαι πόσους Αγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους έχω κατά καιρούς εκνευρίσει περιφερόμενη ως χαζοτουρίστρια στις δικές τους πόλεις και ζωές. Θυμάμαι ένα άρθρο στους Νew York Times στη διάρκεια της πανδημίας. Κάτοικοι της Βενετίας, της Πράγας, του Παρισιού, τoυ Αμστερνταμ, του Ντουμπρόβνικ, του Μπαλί κ.ο.κ. μιλούσαν για τη χαρά να ξαναβρίσκουν τον τόπο τους, τώρα επιτέλους που είχαν απομακρυνθεί τα σμήνη του υπερτουρισμού.

«Γυρνούσα μια μέρα ζωσμένη σακούλες σουπερμάρκετ και πάνω σε μια ανηφόρα με σταμάτησαν να με ρωτήσουν πώς να πάνε στον Λυκαβηττό», μου έλεγε προ ημερών μια φίλη, που και ζει και εργάζεται στο κέντρο. «Επέμεναν για λεπτομέρειες, αν το τελεφερίκ πάει στο θέατρο, πόση ώρα με το ταξί… Σιχτίρισα που σταμάτησα να τους απαντήσω».

Αυτά, βέβαια, τις λίγες φορές που θα σταματήσουν πια να σε ρωτήσουν κάτι. Παλιά, τουλάχιστον, σε είχαν εσένα τον «ιθαγενή» μια κάποια ανάγκη, σου έδειχναν με αγωνία τον τσαλακωμένο χάρτη και έτσι είχες την ευκαιρία να εξασκήσεις και λίγο τα «rusty» αγγλικά σου. Τώρα με το GPS, τους είσαι αδιάφορος, τους είσαι (όπως είσαι πλέον για την ίδια σου την πόλη): αόρατος.

Υποθέτω ότι την εκκολαπτόμενη «turismofobia» μου υποδαυλίζει ένα αυξανόμενο αίσθημα ήττας, μια υποψία ότι το ελληνικό καλοκαίρι μου ανήκει όλο και λιγότερο (τώρα, δε, που η σεζόν έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, όχι μόνο το καλοκαίρι). Πολλοί το συνειδητοποιήσαμε ήδη από πέρυσι. Φέτος είναι πια μια εδραιωμένη παραδοχή ότι οι περισσότεροι «δημοφιλείς» τουριστικοί προορισμοί στη χώρα έγιναν, όχι απλά απρόσιτοι, αλλά απαγορευτικοί.

Και εδώ μιλάμε για VIP υπερτουρισμό. Ούτε με την άμμο δεν μπορείς να παίξεις χωρίς να πληρώσεις αδρά. Μια ευκατάστατη Παριανή που ζει στο Λονδίνο και έρχεται κάθε καλοκαίρι στο νησί της, μου έλεγε ότι το σουπερμάρκετ στην Παροικιά είναι πλέον πιο ακριβό από το σουπερμάρκετ στο Bayswater (από τις πιο ακριβές συνοικίες της βρετανικής πρωτεύουσας).

Πέμπτη 10 το βράδυ, ένα τεράστιο μπουλούκι Γάλλων ξεχύνεται από το Μουσείο Μπενάκη, στην Κουμπάρη. Εγκαταλείπω τον περίπατό μου προς το Ζάππειο και αποφασίζω να περάσω και εγώ το κατώφλι (δωρεάν τα βράδια της Πέμπτης η είσοδος). Κάθομαι επίτηδες πάνω σε ένα selfie spot και θαυμάζω τα αριστουργήματα του αγιογράφου Θεόδωρου Πουλάκη. Ενα από τα (πλείστα) καλά του ξένου επισκέπτη είναι ότι σου υπενθυμίζει τους θησαυρούς της πόλης σου που θεωρείς δεδομένους.

Ας καλοσωρίσουν οι αρμόδιοι τους τουρίστες (και το… δολάριο) στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς να ξεχάσουν ότι η φυσιογνωμία του κέντρου δεν υφίσταται χωρίς τους απαξιωμένους «ντόπιους». Ας μη φτάσουμε στην εύλογη «turismofobia» των Βαρκελωνέζων, ας μην καταλήξουμε  ένα πρωινό του 2030 να κάνουμε διαδηλώσεις με πανό κατά της τουριστικής βιομηχανίας (όπως οι Βενετοί). Ο τουρισμός, ναι, μπορεί να μας «σώσει», αρκεί να μην τον αφήσουμε προηγουμένως να μας καταπιεί.