Εκεί, πέρασα μερικά από τα ωραιότερα καλοκαίρια των νεανικών μου χρόνων. Εκεί, η προθέρμανση πριν αποπλεύσουμε για τα νησιά. Εκεί, το απάγκιο όταν επιστρέφαμε, Σεπτέμβρη μήνα ηλιοκαμένοι, χορτάτοι από αλάτι και περιπέτειες.
Ο φίλος ο Τάσος είχε το ξενοδοχείο «Αττικα», επάνω στη παραλία, και εμείς είχαμε άκρες να μένουμε σχεδόν τσάμπα. Δίπλα ακριβώς, ήταν το νάϊτ-κλαμπ, ντισκοτέκ το λέγαμε τότε, «Τροπικάλια», που συγκέντρωνε εκεί όλη την «καλή Αθήνα». Εμείς, λόγω Τάσου, υπαγόμασταν στην ντόπια κοινωνία. Αυτήν, που είχε ζωή και εκτός της ντισκοτέκ. Τους σνομπάραμε τους Αθηναίους. Εμείς οι … Αθηναίοι!
Ξυπνούσαμε μεσημέρι, και αράζαμε στη μικρή παραλία μπροστά στο ξενοδοχείο. Μύριζε πεύκο όλο το Μάτι. Και αυτό δρόσιζε όσο δεν περιγράφεται τις ψυχές μας, καθώς κουβαλούσαμε ακόμα μέσα μας την μαγική ξεραΐλα των περισσότερων νησιών που διαλέγαμε τους προηγούμενους μήνες, και το πράσινο μας φάνταζε παράδεισος άλλος.
Ήταν άναρχη, ναι, και τότε η δόμηση στο Μάτι. Και πού δεν ήταν σε όλα τα πέριξ της Αθήνας; Αλλά και έξω από αυτήν ακόμα. Ποτέ δεν έπαψε να βουίζει γλυκόπικρα στ’ αυτιά μου το «άδεια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία», από την Πρωτομαγιά του Σαββόπουλου (Τραπεζάκια Έξω), αλλά και να μιλάει στη ψυχή μου ο άλλος στίχος πιο κάτω, «σε παραλίες σκουπιδοτόπων με κασετόφωνο κι εγώ, μια πολιτεία σωριασμένη έχω σκοπό – όλα είναι τόσο τρομαγμένα, μα τ’ αγαπάω ο φτωχός, δως ’μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός».
Μέσα στο άναρχο χάος δεν είσαι ποτέ μόνος. Κι όταν τα χρόνια σου είναι απείρως λιγότερα από εκείνα που κανονικώς εχόντων των πραγμάτων σου απομένουν, ούτε που περνάει από το μυαλό σου ποιο υποστατικό είναι αυθαίρετο και ποιο, αν υπήρχε κιόλας τέτοιο, ήταν νόμιμο. Εκείνο όμως που θυμάμαι πεντακάθαρα, είναι ότι κάθε μέρα έβλεπα τους ανθρώπους εκεί, παραθεριστές και μόνιμους, να καθαρίζουν τον τόπο: τις αυλές των σπιτιών, τους δρόμους απέξω, τις λίγες παραλίες, να κλαδεύουν τα δέντρα, να κόβουν τα ξεραμένα χόρτα. Και, καθαρίζοντας, να μοιράζονται όλοι τα προσωπικά τους βιώματα, τα παράπονα βεβαίως, αλλά και τις γλυκές στιγμές τους.
Στις 9 το βράδυ, που καλά-καλά δεν είχε νυχτώσει, πηγαίναμε στο θερινό σινεμά του Ματιού. Εκεί άρχιζε η προετοιμασία για τη βραδινή εξόρμηση. Λίγο παραμύθι, στο πανί, πριν το άλλο παραμύθι στη ντισκοτέκ, τη παλιά ντισκοτέκ! Μετά στο ξενοδοχείο για μπάνιο και μόστρα. Έπειτα, βενζίνη στη μηχανή – σουβλατζίδικο, ή ταβέρνα. Και, έπειτα, ντόλτσε βίτα…
Αρχές δεκαετίας του ’80 αυτά. Εκτοτε, δεν ξαναπήγα. Σκορπίσαμε όλη η παρέα. Γίνανε πιο συντεταγμένα τα καλοκαίρια μας. Πιο μόνα.
Από τη βεράντα μου, ψηλά στη Κηφισιά, έβλεπα από το πρωί τον καπνό στο βάθος, δυτικά του νομού. Καιγόταν η Κινέτα, οδηγοί είχαν εγκλωβιστεί στα τούνελ, επικοινωνούσαν με το Σκάι κι έδιναν ζωντανό ρεπορτάζ. Η ανησυχία όλων ήταν μη φτάσει το μέτωπο στις εγκαταστάσεις της Motor Oil και γίνουμε όλοι παρανάλωμα του πυρός.
Ο άνεμος, που μας έφερνε από εκεί τις μυρωδιές των καμένων, ξαφνικά δυνάμωσε πολύ. Στρόβιλος. Οι πτήσεις εκείνη την ώρα, από και προς το «Βενιζέλος», είχαν ακυρωθεί όλες. Οι εταιρείες ήξεραν ότι στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα οι άνεμοι θα είχαν τη δύναμη τυφώνα. Η έγκαιρη πρόληψη σώζει.
Όχι στο Μάτι, όμως! Ούτε στο Νέο Βουτζά. Όχι στις περιοχές εκείνες που είχαν εγκαταλειφθεί στο έλεος της άλλης φωτιάς, στη Κινέτα, που στο μεταξύ είχε κατασταλεί, αλλά οι δυνάμεις, δεν ξέρω γιατί, παρέμειναν εκεί. Η πρόληψη δεν ήταν κάν στο Σχέδιο Δράσης της υπηρεσίας που υποτίθεται πως υπάρχει πρωτίστως για να αντιμετωπίζει τέτοιες, ακραίες, καταστάσεις. Τα υπόλοιπα, τα ξέρετε. Τα ξέρουμε.
Πήγα εκεί την επόμενη μέρα. Ακόμα έκαιγε το χώμα. Το πράσινο που λάτρευα βάφτηκε μαύρο, κατράμι. Η ψυχή μου πονούσε τόσο πολύ. Άλλο να περιγράψω, που να μην έχει ήδη ειπωθεί και περιγραφεί από άλλους, δεν έχω και δεν μπορώ. Το Μάτι δεν κάηκε επειδή είχε αυθαίρετη ζωή, αλλά επειδή αυθαίρετα περνούν από τις κρατικές υπηρεσίες άνθρωποι που μετρούν τη δική τους ζωή μόνο με κυβερνητικές θητείες.
Τα τρομαγμένα που αγαπούσα, ακόμα τα αγαπώ. Τα τρομακτικά, που βιώσαμε στο μέγιστό τους πέρσι τέτοιες μέρες, ιδίως εκείνο το βράδυ που είδαμε σαν σε θερινό σινεμά εκείνη τη σκηνή της «απευθείας σύσκεψης» με τα πρόσωπα ζόμπι στο πιο άγριο θρίλερ, δεν θα τα ξεχάσουμε ποτέ. Ποτέ!