Ο κωδικός «από Μάρτη… καλοκαίρι» σημαίνει για την κυβέρνηση ότι μετά την ψήφιση του νόμου για τα μη κρατικά πανεπιστήμια οι νομοθετικές παρεμβάσεις που μπορεί να προκαλέσουν αντιδράσεις σταματούν και αρχίζει η περίοδος που οδηγεί στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου. Με την ελπίδα, μεταξύ ορισμένων κυβερνητικών στελεχών, ότι θα οδεύσουμε με ηρεμία προς το πενθήμερο του Πάσχα (μετά και από τη μετάθεση της αργίας της Πρωτομαγιάς για την Τρίτη του Πάσχα) και αφού έχουν προηγηθεί ο νέος κατώτατος μισθός και ένα ακόμη μίνι-πακέτο ενίσχυσης των πολιτών από το πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που ανανέωσε την θητεία του με αλλεπάλληλους θριάμβους στις εθνικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου του 2023, δεσμεύτηκε για τον πολυ-επίπεδο εκσυγχρονισμό με παρεμβάσεις στο κράτος. Ο βασικός λόγος που στράφηκε εκεί η συζήτηση προεκλογικά ήταν το εθνικό έγκλημα των Τεμπών, πριν από έναν ακριβώς χρόνο. Ο προβληματισμός για το πώς λειτουργεί το κράτος συνεχίστηκε μετά τα περιστατικά σε Νέα Αγχίαλο (εκρήξεις βομβών σε βάση F-16), Νέα Φιλαδέλφεια (δολοφονία Μιχάλη Κατσούρη από κροάτες χούλιγκαν), λιμάνι Πειραιά (δολοφονία Αντώνη Καρυώτη) και την πυρκαγιά στη Δαδιά. Μεσολάβησαν περιστατικά όπου το ΕΚΑΒ καθυστέρησε σημαντικά να προστρέξει σε βοήθεια και ακολούθησε η άνευ προηγουμένου θεομηνία και η καταστροφή στη Θεσσαλία.
Μπαίνοντας στο χειμώνα, και μετά τα μικτά σήματα των αυτοδιοικητικών, ο Μητσοτάκης είχε να αντιμετωπίσει την αγανάκτηση των πολιτών για τις τιμές των τροφίμων, την ανάγκη ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας (και της εξεύρεσης ενός νέου μοντέλου για την αγροτική οικονομία), την πίεση του μεταρρυθμιστικού μετώπου να «σπάσει αβγά» και από κάτω το διαρκές μοτίβο της απογοήτευσης για την κατάσταση των κρατικών φορέων (Υγεία, Παιδεία, Μεταφορές, Ασφάλεια).
Κανένας πρωθυπουργός δεν είναι ασφαλώς «μάγος». Αυτό το κατανοούν πλέον οι πολίτες, ειδικά μετά τις μεγάλες και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της περασμένης δεκαετίας. Ωστόσο οι υψηλές απαιτήσεις της δεύτερης τετραετίας καθιστούσαν επιτακτική την ανάληψη δράσης στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων. Και σε μεγάλο βαθμό ο Μητσοτάκης προχώρησε με μια τολμηρή ατζέντα μεταρρυθμίσεων και κινήσεων. Αρχικά με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών, στη συνέχεια με την αναγκαία παρέμβαση για την υπό όρους εργασία των μεταναστών, την επιβολή προστίμων σε πολυεθνικές για αισχροκέρδεια και φυσικά με τον ποινικό κώδικά, τον γάμο των ομοφύλων και τα μη κρατικά πανεπιστήμια.
Η κυβέρνηση διαχειρίστηκε προσεκτικά τις αντιδράσεις για το αγροτικό και τα πανεπιστήμια και αξιοποίησε το χάος στον ΣΥΡΙΖΑ και τις παλινωδίες του ΠΑΣΟΚ κερδίζοντας χρόνο. Ειδικά κατά το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου, τα θέματα του γάμου των ομοφύλων, οι αντιδράσεις/καταλήψεις για τα πανεπιστήμια αλλά και οι αγροτικές κινητοποιήσεις κυριάρχησαν στην επικαιρότητα, και σε συνδυασμό με το εκρηκτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ έσπρωξαν πιο πίσω το ζήτημα της ακρίβειας και την κατάσταση στο κράτος.
Κοντολογίς ο χειμώνας «βγαίνει» για το Μαξίμου, χάρη στον οδικό χάρτη που χάραξε ο Μητσοτάκης και τον υλοποίησε όπως συνήθως με συγκρότηση και προσεκτικές κινήσεις. Τι γίνεται όμως με τη λειτουργία του κράτους που είναι άμεσα συνυφασμένη με την καθημερινότητα των πολιτών. «Βγήκε» ο χειμώνας στο επίπεδο της καθημερινότητας; Μάλλον όχι.
Η ακρίβεια συνέχισε να εξοργίζει τους πολίτες, οι παρεμβάσεις στη Θεσσαλία καθυστέρησαν, το κέντρο της Αθήνας ήταν κάθε τρεις και λίγο κλειστό από ολιγομελείς ομάδες (δεν εννοούμε φυσικά τις μεγάλες απεργίες, όπως αυτή στις 28/2 με αφορμή τα Τέμπη), ενώ η κατάσταση στα νοσοκομεία ήταν ίδια και χειρότερη. Οι πολίτες, και ειδικά το πλέον ευάλωτο τμήμα της μεσαίας τάξης, που πλήττεται και από την κρίση της στέγης, δεν είδαν στην καθημερινότητά τους την ανάσα που περιγράφουν για την Ελλάδα οι διεθνείς οίκοι (που απέδωσαν στη χώρα την υπερ-πολύτιμη επενδυτική βαθμίδα) ή ο ξένος Τύπος που κατέγραψε τα άλματα της οικονομικής προόδου μετά τη δεκαετία των μνημονίων.
Σε δύο ειδικά τομείς, η ανησυχία για την ύπαρξη ή μη της αίσθησης του επείγοντος από τους αρμόδιους είναι απολύτως δικαιολογημένη. Ο ένας είναι το μοντέλο της αγροτικής οικονομίας που θα ακολουθήσει η χώρα, ζήτημα εξαιρετικά επείγον, με βάση την κατάσταση στη Θεσσαλία και την κοινή διαπίστωση για το πώς οι μεσάζοντες πολλαπλασιάζουν το κόστος των προϊόντων για τον καταναλωτή, σε ένα ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον διετούς ακρίβειας.
Πέραν από τον αρμόδιο για τα αγροτικά Λευτέρη Αυγενάκη που είδε τον πρωθυπουργό να παίρνει στα χέρια του την «καυτή πατάτα», και ο αρμόδιος για την καταπολέμηση της ακρίβειας υπουργός, Κώστας Σκρέκας, είδε μάλλον με ανακούφιση να πέφτει στην επικαιρότητα το θέμα λόγω της πυκνής ατζέντας του διμήνου Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου. Είναι όμως βιώσιμο αυτό το «μοντέλο»; Και για πόσο;
Ο δεύτερος τομέας είναι φυσικά το κράτος. Ειδικά το πιο ευαίσθητο πεδίο, αυτό που καταρρακώνει την αξιοπρέπεια των πολιτών, και εκδηλώνεται με την ανοργανωσιά και το κλίμα παραίτησης στα δημόσια νοσοκομεία μετά και από την περιπέτεια της πανδημίας. Και όλα αυτά παρότι, σε αντίθεση με τις κορώνες περί ιδιωτικοποίησης, η Ελλάδα συνεχίζει να προσφέρει πραγματικά δωρεάν περίθαλψη για σοβαρές παθήσεις, όπως σε ό,τι αφορά τις θεραπείες για τον καρκίνο οι οποίες σε άλλες χώρες της Δύσης κοστίζουν πανάκριβα και οδηγούν οικογένειες σε χρεοκοπία. (Τα απογευματινά χειρουργεία, αν λειτουργήσουν σωστά, είναι όντως μια πυροσβεστική παρέμβαση, το πρόβλημα όμως δεν λύνεται μόνο με επιμέρους κινήσεις)
Αν ο κ. Μητσοτάκης περάσει όπως όλα δείχνουν τον κάβο των ευρωεκλογών, θα έχει μπροστά του μια καθαρή τριετία κυβερνητικού έργου. Πιθανόν, με έναν καλοκαιρινό ανασχηματισμό θα επιλέξει και τα πρόσωπα που θα μπορούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της καθημερινότητας και του πολυεπίπεδου εκσυγχρονισμού που έχει υποσχεθεί. Διότι θα πρέπει -αναγκαστικά- να τα κάνει και τα δύο μαζί: να αντιμετωπίζει έκτακτες καταστάσεις (πχ. πλημμύρες και πυρκαγιές) και να αλλάζει με μεθοδικότητα τις άρρωστες δομές του κράτους και τομέων της οικονομίας, όπως αγροτοδιατροφικός.
Αυτό δε, γίνεται πιο δύσκολο όταν υπουργοί, ακόμη και στενοί του συνεργάτες στο Μαξίμου, από τη μια πλευρά δεν μπορούν να πάρουν «από πάνω του» ένα κομμάτι της διαχείρισης που καταλήγει πίσω στον ίδιο (όπως πχ. με τους αγρότες) και από την άλλη του παρουσιάζουν μια ωραιοποιημένη εικόνα των προβλημάτων λόγω προσωπικής ατζέντας ή βολονταρισμού*. Πόσοι άλλωστε μπαίνουν στον κόπο να στεναχωρήσουν έναν πρωθυπουργό όταν σκέπτονται μονόπλευρα, πιστεύοντας ότι η θέση και η ύπαρξη τους στηρίζονται στην εύνοιά του; Ελάχιστοι και συνήθως βραχύβιοι (ενίοτε και λόγω προσωπικής φθοράς). Στην πολιτική αυτά τα πρόσωπα σπανίζουν, παρότι κάνουν τη διαφορά.
*Ο βολονταρισμός ή βουλησιοκρατία, ειδικά στην πολιτική, εκδηλώνεται όταν κάποιος πιστεύει ότι με τη σκέψη/ελπίδα του και μόνο πως κάτι είναι διαχειρίσιμο, ή ότι «δεν τρέχει και τίποτα», το πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του ή θα σβήσει. Αρα δεν χρειάζεται να κάνει κάτι και ίσως να φταίνε και αυτοί που διαμαρτύρονται. Στα 4,5 χρόνια της κυβέρνησης το φαινόμενο αυτό έχει εκδηλωθεί αρκετές φορές με πιο αξιοσημείωτες τις εκτιμήσεις ότι οι πολίτες ανάβουν πολύ τον θερμοσίφωνα (κατά την κρίση των τιμών του ρεύματος το 2021/22 που λύθηκε με παρέμβαση του πρωθυπουργού) ή πως οι πολίτες δεν κυνηγούν τις προσφορές, για την κρίση της ακρίβειας στα τρόφιμα.