Τετάρτη 12 Ioυλίου, 7 μ.μ., σε αίθουσα αναμονής ακτινολόγου στο κέντρο της Αθήνας. Αυστηρή διακόσμηση, τα τραπέζια άδεια από περιοδικά. Γύρω γύρω στις μαύρες δερμάτινες καρέκλες μια διαρκώς ανανεούμενη παρέλαση από μασκοφορεμένα πρόσωπα – πιο πολλές γυναίκες. Σιωπή και αγωνία (γιατί κάποια ετήσια check-up σου κόβουν τα ήπατα). Ολοι βυθισμένοι σε ένα smartphone. Ωσπου εμφανίζεται εκείνος.
Γαλάζιο πουκάμισο, λευκή χαίτη στο ύψος των ώμων, αθλητικά. Κάθεται, τοποθετεί το smartphone του πάνω στο ξύλινο τραπέζι με το γυάλινο τζάμι και βάζει στη διαπασών μουσική. Το πιάνω από την πρώτη νότα, είναι το «Say it isn’t so» των Χολ & Οουτς (’80s χιτάκι). Τον παρατηρώ. Αμέριμνος, κρατάει τον ρυθμό με τον αστράγαλό του. Ποιος ξέρει τι νταλκά έχει ο άνθρωπος, αν έχει άγχος για την ιατρική εξέταση ή αν τον έχει βαρέσει ο καύσωνας ή η παλιοζωή στο κεφάλι.
Σημασία έχει ότι το αόρατο τείχος σπάει, σηκώνουμε άπαντες το κεφάλι από την οθόνη, κοιταζόμαστε μεταξύ μας, τα μάτια γελούν πάνω από τη μάσκα, κάποιος μουρμουρίζει «πολύ σουρεάλ το σκηνικό», ακούγονται χάχανα. Κοιτάζω στο βάθος, οι κοπέλες στη γραμματεία είναι πολύ απασχολημένες για να καταγράψουν την εξωτική παραφωνία που από ζόμπι μας μετέτρεψε σε κοινωνούς μιας αλλόκοτης εμπειρίας.
Το περιστατικό θα μπορούσε να είναι ένα θραύσμα από τη ζωή πριν από την έλευση του smartphone (γιατί πάνω στο τραπέζι θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται ένα φορητό ραδιοκασετόφωνο). Οχι, δεν θα αρχίσω το κήρυγμα «για το πόσο καλά ήταν τότε», αυτό που με κάνει να ακούγομαι σαν τη μητέρα μου όταν μιλάει για το καζάνι με το βραστό νερό στο οποίο έκαναν τα παιδιά μπάνιο στην Κατοχή, το ίδιο που ωθεί τα Gen Z τέκνα μου σε ακατάσχετο eye-rolling. H αλήθεια όμως είναι ότι ακόμα και εμείς, που λογικά θα έπρεπε να θυμόμαστε πώς ήταν η ζωή πριν, το έχουμε ξεχάσει.
Πού, τέλος πάντων, ροκανίζονταν όλη αυτή η προσοχή και η ενέργεια, όλα αυτά τα εγκεφαλικά κύτταρα, όλος αυτός ο χρόνος, όταν π.χ. περίμενες τον γιατρό, το λεωφορείο στη στάση ή τον κολλητό που σε είχε για μια ακόμη φορά στήσει ένα τέταρτο στο ραντεβού, γωνία Κριεζώτου και Πανεπιστημίου, τα χρόνια πολύ πριν από τον Μεγάλο Περίπατο αλλά και πολύ πριν τον Μεγάλο (ψηφιακό) Υπνο; Αλήθεια, θυμάται κανείς;
Ο 46χρονος ακαδημαϊκός και σχεδιαστής βιντογκέιμ Ιαν Μπόγκοστ, σε ένα πρόσφατο άρθρο του στο Atlantic, είναι καταπέλτης: «Ορίστε μια αποκάλυψη που τρυπάει κόκαλα: Δεν θυμόμαστε τι κάναμε, γιατί δεν υπάρχει τίποτα να θυμηθούμε. Δεν κάναμε τίποτα και ήταν απαίσια. Το να γεμίζουμε την κενότητα με κάθε είδους δραστηριότητα έγινε μια συνεχής άσκηση».
Τα έχoυμε λησμονήσει όλα. Γιατί χωρίς το smartphone, να ενημερωθούμε, να κάνουμε doomscrolling, να γράψουμε οργίλες ασυναρτησίες στα σόσιαλ, να δούμε στο TikTok βιντεάκια με κουτάβια που τραγουδούν όπερα ή χαριτωμένα ρακούν που τρώνε όλο το ψητό στην κουζίνα, χωρίς όλα αυτά, όλοι αυτοί οι ενδιάμεσοι «κενοί χρόνοι» ανάμεσα στα σημαίνοντα της ζωής μας ήταν–ας το παραδεχτούμε επιτέλους!– σκέτη βαρεμάρα.
Πρέπει να ήμασταν ασύλληπτα δυστυχισμένοι, απλά δεν το γνωρίζαμε. Οπως επιμένει ο Μπόγκοστ: «Η απελπισία που συνόδευε αυτόν τον νεκρό χρόνο συνεπαγόταν και σχεδόν απαιτούσε έναν υπαρξιακό προσανατολισμό στην ίδια τη ζωή: ήταν παράλογη και άσκοπη, μια απέραντη θλίψη που ουδέποτε ξεβραζόταν στη στεριά. Η έφεση της γενιάς μου στην κακοθυμία δεν είναι παρά άμεσο αποτέλεσμα του ότι ήμασταν τόσο πολύ μόνοι με τον εαυτό μας, χωρίς απολύτως καμία λογική».
Διαβάζοντας τα ψιλά στις συσκευασίες
Ομως, στ΄αλήθεια, τι ακριβώς κάναμε (όσοι τουλάχιστον προλάβαμε κάμποσο από το «πριν»); Διαβάζαμε εξονυχιστικά το πίσω μέρος στη συσκευασία του σαμπουάν ή των δημητριακών; Κοιτάζαμε σαν υπνωτισμένοι την κίνηση του δευτερολεπτοδείκτη στο ρολόι τοίχου της Δ’ Αθηνών; Ξεκοκαλίζαμε τα περιοδικά στην αίθουσα αναμονής του οδοντιάτρου; Κάναμε bingeing στην ελληνική τηλεόραση (ό,τι και να έπαιζε – προσωπικώς, θυμάμαι καλλιεργημένους ανθρώπους «κολλημένους» με το telemarketing).
Μήπως ακούγαμε με τις ώρες μουσική στο σκοτάδι; Πιάναμε κουβέντα με «κριντζ» αγνώστους στο αεροπλάνο; Μετρούσαμε πλάκες πεζοδρομίου ή ψάχναμε τα «καλά κομμάτια» στους τυχόν περαστικούς, αν το επαγγελματικό ραντεβού μας για κάποιο λόγο καθυστερούσε; Περιεργαζόμασταν τα φτερά της μύγας στο ταβάνι – ξέρετε σε ποια εποχή αναφέρομαι, εκείνα τα αποχαυνωτικά καλοκαιρινά μεσημέρια, όταν οι γονείς κοιμούνταν και εμείς δεν έπρεπε να βγάλουμε κιχ (εδώ βέβαια είναι και θέμα IQ, o Ντεκάρτ σκέφτηκε τις συντεταγμένες, κάνοντας ακριβώς το ίδιο πράγμα).
Βήματα στο κενό
Δεν χρειάζεται να είσαι φανατισμένος Λουδίτης με αλλεργία στα iPhone για να αντιληφθείς ότι εκείνα τα άκρως πληκτικά «κενά χρόνου» μπορούσαν πάντα να εξαργυρωθούν, αν όχι ως «κενά στοχασμού», τουλάχιστον ως μια ευκαιρία για άμεση επαφή με το εδώ, με το τώρα.
Αν μη τι άλλο σου επέτρεπαν να παρατηρήσεις τον κόσμο, να επικοινωνήσεις κάπως και να προλάβεις να μείνεις λίγο μόνος με τον εαυτό σου, χωρίς απαραίτητα να παίξεις μια παρτίδα σκάκι στο chess.com ή χωρίς να πληροφορηθείς τον τελευταίο ακρωτηριασμό τουρίστα από καρχαρία στη Μοζαμβίκη, τη στιγμή μάλιστα που προσπαθούσε να βγάλει υποβρύχια σέλφι.
Πίσω στο κλίμα ιλαρότητας που έχει δημιουργηθεί στην αίθουσα αναμονής του ακτινολόγου. Η μουσική συνεχίζει να παίζει –τώρα έχει «μπει» μια άνοστη ροκ μπαλάντα– στη διαπασών πάντα, σκεπάζοντας τους βόμβους από τον ψηφιακό μαστογράφο και τα άλλα μηχανήματα.
Χτυπάει το έξυπνο κινητό μου. Απομακρύνομαι από τη φασαρία. Το μικρό εκείνο μη ψηφιακό «διάλειμμα», ανάμεσα στα «σημαίνοντα» της ημέρας μου, σβήνει. Oταν επιστρέφω, ο κύριος έχει εισέλθει για εξέταση και οι υπόλοιποι περιμένουν τις γραπτές διαγνώσεις, βυθισμένοι ξανά στα smartphone τους.
Βάζω πάντως στοίχημα τι αφηγήθηκαν όλοι τους το βράδυ στο σπίτι.