Τις τελευταίες ημέρες μια σειρά από πολιτικές διαφοροποιήσεις στελεχών της ΝΔ από την κυβερνητική γραμμή, με προεξάρχοντα τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, ερμηνεύθηκαν ως προβληματικές για τη συνοχή του κόμματος και δυνητικά απειλητικές για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αντίθετα με αυτή την πρώτη ανάγνωση, τέτοιας μορφής εσωτερικές συγκρούσεις είναι δείγμα περισσότερο ισχύος και σταθερότητας, παρά εξασθένησης και φυγόκεντρων τάσεων.
Η εκδήλωση αντιθέσεων, με σκληρό ιδεολογικό αποτύπωμα, είναι φυσικό απότοκο της εξέλιξης της ΝΔ σε έναν πολυσυλλεκτικό σχηματισμό ευρύτερο από την ιστορικότητά του. Από την ίδρυσή της, η έννοια της «παράταξης» αφορούσε την εκπροσώπηση της μιας από τις δύο πλευρές στην παραδοσιακή διαίρεση Αριστεράς – Δεξιάς. Η δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα ενός ευρύτερου σχηματισμού και τους πολιτικούς και ιδεολογικούς συμβιβασμούς που συνεπάγεται ήταν πάντοτε μεγαλύτερη στο δεξιό άκρο του φάσματος.
Για παράδειγμα, το πρώτο μεγάλο ρήγμα στη συνοχή του κόμματος του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήρθε με την απόσχιση της Εθνικής Παράταξης στις εκλογές του 1977 και το σημαντικό ποσοστό (σχεδόν 7%) που απέσπασε μόλις τρία χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση. Αντιθέτως, τα στελέχη που ενσωματώθηκαν με την κεντρώα «διεύρυνση» δεν είχαν καμία δυσχέρεια να αφομοιωθούν πλήρως και μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ήδη αρχηγός του κόμματος και, κατόπιν, ο πρώτος μετά τον ιδρυτή του που κέρδισε εκλογές.
Εχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την αποτίμηση των σημερινών συνθηκών να αναλογιστούμε τι συνέβαινε την ίδια περίπου εποχή στο ΠΑΣΟΚ. Οταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε να εγκαταλείψει την αναβίωση της Ενωσης Κέντρου και να οργανώσει έναν νέο πολιτικό χώρο μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς, περιέλαβε στελέχη και απόψεις που εκτείνονταν σε ένα χωρίς προηγούμενο πολιτικό εύρος – από το προδικτατορικό Κέντρο, μέχρι αριστεριστές της γενιάς που είχε ανδρωθεί πολιτικά στο περιβάλλον της αντιδικτατορικής δράσης.
Η πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ εκτείνεται πέρα από τις κυβερνητικές θητείες του. Είναι το κόμμα που ορίζει την πολιτική ατζέντα ουσιαστικά από το 1977, όταν αποκτά μια φανερή εκλογική δυναμική, μέχρι και το 2004, ανεξάρτητα από το αν βρίσκεται στην εξουσία. Η κυριαρχία αυτή χτίζεται πάνω στο γεγονός ότι οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, πολύ συχνά και επανειλημμένα οι συγκρούσεις, διεξάγονται στο εσωτερικό του κόμματος. Ο πολιτικός διάλογος διεξάγεται μέσα από τις διαμάχες των στελεχών-υπουργών του στο παρασκήνιο ή ανοιχτά στα όργανά του, και όχι μεταξύ του ΠAΣΟΚ και της αντιπολίτευσης – στα αριστερά ή τα δεξιά του.
Η εξωτερική πολιτική είναι ένα σταθερό πεδίο τέτοιων συγκρούσεων, διαφορετικής έντασης, από τις ενστάσεις για τη θέση του Ανδρέα Παπανδρέου στο Μακεδονικό, μέχρι την ανοιχτή διαφωνία πλήθους στελεχών, με επικεφαλής το Γεράσιμο Αρσένη, για τη συμφωνία της Μαδρίτης και μετά για πολλές επιλογές των κυβερνήσεων Σημίτη. Οι αντιρρήσεις για το κείμενο της Μαδρίτης του 1997 είχαν προβληθεί ανοιχτά μέσα στο υπουργικό συμβούλιο, ενώ την ίδια ώρα εκφράζονταν πιο θετικά τόσο η ΝΔ (με εσωτερικές διαφοροποιήσεις) όσο και ο Συνασπισμός. Η δύναμη του ΠΑΣΟΚ για παραπάνω από 25 χρόνια ήταν η ανοχή σε μετωπικές ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις, με μόνη προϋπόθεση την αποδοχή της τελικής ενότητάς του – που όσοι την αμφισβήτησαν απέτυχαν.
Ενα παρόμοιο σκηνικό διαμορφώνεται σήμερα, με βασικό καταλύτη την απόλυτη αδυναμία της αντιπολίτευσης να προβάλει εναλλακτικές προτάσεις στα βασικά ζητήματα της κοινωνικής, οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής, πέρα από ένα γενικό αντικυβερνητικό ανακλαστικό. Και όταν αυτό συμβαίνει, η κυβέρνηση δείχνει έτοιμη να ενσωματώνει χωρίς δυσκολία τέτοιες προτάσεις στη δική της πολιτική, αφήνοντας την αντιπολίτευση σε διαρκή αμηχανία.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι εσωτερικές της ρηγματώσεις. Στους κ.κ. Καραμανλή και Σαμαρά αναγνωρίζεται η αυτοτέλεια πολιτικού λόγου ενός πρώην Πρωθυπουργού – πρόκειται για φωτοτυπική επανάληψη της μεταχείρισης που είχε επιφυλάξει στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ο Κώστας Καραμανλής όταν διέγραψε Μάνο, Σουφλιά, Κοντογιαννόπουλο. Αλλά οι απόψεις και των δύο έχουν μεγαλύτερο βάθος στο πολιτικό σώμα της ΝΔ από τον φιλελευθερισμό το 1998.
Η δημόσια διαφοροποίησή τους για τα Ελληνοτουρκικά επιτρέπει σε ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος να μην αποξενωθεί από τον πολιτικό του χώρο και σε ένα άλλο, που βρίσκεται εκτός αλλά διατηρεί μια δυνητική σχέση, να μην την διαρρήξει πλήρως. Το κοινό αυτό περίπου ταυτίζεται και με εκείνους που εκφράζονται μέσα από τις αντιρρήσεις στον κοινωνικό φιλελευθερισμό των προτάσεων για αναγνώριση γάμου μεταξύ ομοφύλων, το δεύτερο «μέτωπο» Σαμαρά. Ο κ. Σαμαράς θέλει να είναι ενεργός και εκφραστής αυτής της μερίδας, αλλά λόγω ηλικίας και ιστορίας δύσκολα θα μπορούσε να το επιδιώξει σε (νέα) ρήξη με το κόμμα του.
Αλλα στελέχη, όπως ο Μάκης Βορίδης, μπορούν να αποχωριστούν προσωρινά τον υπουργικό θώκο για να διατηρήσουν την εκλογική τους βάση αλλά είναι αμφίβολο εάν θα έμπαιναν στην περιπέτεια της αναζητήσης τύχης έξω από το κόμμα, όταν αυτό βρίσκεται στην εξουσία με προοπτική για τη μακρόχρονη διατήρησή της.
Και, ταυτόχρονα, η παρουσία άλλων με ανάλογη προβολή και απήχηση στους ίδιους ψηφοφόρους, αλλά πολύ ισχυρότερη νομιμοφροσύνη προς την ηγεσία Μητσοτάκη, όπως ο Αδωνις Γεωργιάδης ή ο Θάνος Πλεύρης, διατηρούν τις γέφυρες με το υπερσυντηρητικό έως ακροδεξιό ακροατήριο και αποτελούν ορατή απειλή για όποιον επιχειρήσει να πάει ένα βήμα παραπέρα από την ανοχή του Πρωθυπουργού.
Οι κομματικές εκφράσεις του alt-δεξιού χώρου, από το κόμμα Βελόπουλου έως το θρησκευτικό κόμμα της «Νίκης» και τους υπό διάλυση χρυσαυγιτικούς «Σπαρτιάτες», δεν δείχνουν καμία τάση ενοποίησης που θα τους έδινε διαφορετική δυναμική.
Με δυο λόγια, οι εσωκομματικές εντάσεις δεν συνιστούν αποσυσπείρωση. Η ικανότητα έκφρασης πολύ διαφορετικών, ακόμη και εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων, στο ίδιο κομματικό πλαίσιο, είναι προϋπόθεση πολιτικής κυριαρχίας – και αυτή με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων φαίνεται να την έχει κατακτήσει η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη. Οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν από μέσα, εάν έξω δεν υπάρχει κανείς αξιόπιστα ικανός να τις αντικαταστήσει.