Απόψεις

Μήπως να κρατήσουμε μικρότερο καλάθι;

Παρά τις θετικές εξελίξεις στην απόδοση των ελληνικών ομολόγων, τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας μας θυμίζουν ότι χρειάζεται να γίνουν πολλά ώστε η ανάπτυξη να πατήσει σε σταθερές βάσεις και να αντιμετωπιστεί το τέρας του δημόσιου χρέους
Κώστας Γιαννακίδης

Το δεκαετές ομόλογο κατέγραψε απόδοση κάτω του 1% και αυτό ενδέχεται να αποτυπωθεί στο logo για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση – εκεί που η κορδέλα πάει και τυλίγεται στον άσο, μπορεί να προστεθεί και ένα επί τοις εκατό από δίπλα, να το καταλάβουν όλοι.

Η κυβέρνηση πανηγυρίζει – και καλά κάνει. Ομοίως, οι ξένοι αναλυτές εντυπωσιάζονται και σημειώνουν ότι αυτό που πριν από μερικά χρόνια θα ήταν ανέκδοτο, σήμερα είναι πραγματικότητα. Επίσης, η Κριστίν Λαγκάρντ, η πρόεδρος της ΕΚΤ, προεξόφλησε την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Και φυσικά, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη αναθεωρούνται ελαφρώς προς το καλύτερο. Ομορφα. Το ελατήριο που είχε συμπιεστεί στα χρόνια της κρίσης αντιδρά προς τα πάνω και βάζει στο τραπέζι τα χαρτιά που απαιτεί η συζήτηση για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ωστόσο, καλό είναι δίπλα στο πανηγυρικό κλίμα να βάζουμε και τα εξής:

Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το χρέος θα είναι μη βιώσιμο από το 2032 και μετά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, από το 2021 και μετά η ανάπτυξη θα αρχίσει να μειώνεται. Το Ταμείο υποστηρίζει ότι το δημόσιο χρέος αναμένεται να έχει μία ροπή για μείωση την επόμενη δεκαετία, αλλά η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δεν διασφαλίζεται με τις ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές.

Το επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα παραμένει δυσμενέστερο, σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες καινοτομίας, σε αρκετές διαστάσεις του. Η χαμηλή δυναμική της ελληνικής επιχειρηματικότητας ερμηνεύεται σε ένα βαθμό από τις επιπτώσεις της κρίσης, κυρίως όμως οφείλεται σε δομικές/διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας που έχουν να κάνουν με τη γραφειοκρατία, το ασταθές φορολογικό πλαίσιο, αλλά και τη μη διαθεσιμότητα ή μη αποτελεσματική λειτουργία μηχανισμών προώθησης και υποστήριξης της επιχειρηματικότητας.

Τα κόκκινα δάνεια και οι επισφάλειες των τραπεζών υπονομεύουν τη δυνατότητα του πιστωτικού συστήματος να ενισχύσει την αναπτυξιακή διαδικασία. Η κατάσταση επιδεινώνεται και από τους χαμηλούς δείκτες αποταμίευσης.

Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν βελτιώνεται. Οι μοναδικές ευρωπαϊκές χώρες με χειρότερη επίδοση είναι η Τουρκία, η Κροατία, η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία και η Βοσνία.

Το κόστος υποστήριξης του ασφαλιστικού συστήματος και τα αρνητικά δημογραφικά χαρακτηριστικά της χώρας δεν επιτρέπουν, μακροπρόθεσμα, αισιόδοξες εκτιμήσεις.

Συμπέρασμα: Παρά τα θετικά στοιχεία και τις αισιόδοξες ενδείξεις, η οικονομία ούτε έχει απαλλαγεί από τις παθογένειές της ούτε έχει μεταρρυθμιστεί με τρόπο που να ευνοεί την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα σε βαθμό ικανό να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Βέβαια, η αισιοδοξία δικαιολογείται, αλλά για να αποτυπωθεί σε δείκτες και αριθμούς, χρειάζεται να γίνουν πολύ περισσότερα.