Ο καφενόβιος που παρηγορεί τον παραγωγό για την αδιάθετη και μαύρη αγκινάρα. Ο βάλτος που ρουφάει τους γραβατωμένους. Ο γιατρός που εξανίσταται για τα ράντζα. Ο ευσυνείδητος επαγγελματίας που το βράδυ πετιέται από τον ύπνο του για τη Γεωργία που θα απολύσει: Μουντά πλάνα, σκυθρωπά πρόσωπα, μια δυστοπική πραγματικότητα. Υπογραφή: ΣΥΡΙΖΑ, Δικαιοσύνη Παντού. Ο καλός ο μύλος, που όλα τ’ αλέθει.
Είναι εμφανές ότι σε αυτές τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την αρνητική επικοινωνιακή εκστρατεία, αντί να στείλει θετικό μήνυμα για την πρότασή του –το αν έχει βέβαια θετική πρόταση πέρα από το ευχολόγιο της «δικαιοσύνης παντού» ας το προσπεράσουμε για την ώρα.
Δεν είναι κάτι το καινούργιο η αρνητική ή συγκριτική διαφήμιση στην πολιτική επικοινωνία. Από το «Καλύτερα παπάκι, παρά τον Μητσοτάκη» μέχρι το «Ανεργία ή φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία» κι αν έχουμε δει πολιτικά μηνύματα με σκοπό να πληγεί κυρίως ο αντίπαλος. Αποτελεί, άλλωστε, θέσφατο για τα κοινά πως οι πολίτες, στην πλειονότητά τους, όταν φτάνουν στις κάλπες, περισσότερο καταψηφίζουν παρά επιβραβεύουν. Ομως, το «προνόμιο» της καταψήφισης δεν το έχει μόνο η κυβέρνηση –που υφίσταται και την αναπόφευκτη φθορά της εξουσίας– ενίοτε το έχει και η αντιπολίτευση.
Και εδώ έχουμε αυτό το παράδοξο. Από το 2019 έως σήμερα, η κυβέρνηση της ΝΔ είναι από τις λίγες περιπτώσεις κυβερνήσεων, που όχι μόνο μετά από τέσσερα χρόνια οι δημοσκοπήσεις τη θέλουν με ισχυρό προβάδισμα έναντι του δεύτερου, αλλά και σε όλη αυτή την περίοδο, δεν κινδύνευσε ούτε μία στιγμή να χάσει τη δημοσκοπική πρωτιά της.
Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το τέλος του 2016 είχε περάσει δεύτερος. Ουσιαστικά δηλαδή τις –κατά τον ίδιο τον κ. Τσίπρα– «αυταπάτες» του, ζήτημα οι πολίτες να τις είχαν αποδεχτεί και είχαν ανεχτεί πάνω από έναν χρόνο. Από το 2017 πια, η ΝΔ είχε πάρει «κεφάλι». Και ο ΣΥΡΙΖΑ παρόλο που είχε εκλεγεί δύο φορές (τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο του 2015) με ενισχυμένη αναλογική και το μπόνους των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, αίφνης νοστάλγησε τον ιστορικό έρωτά του: την απλή αναλογική. Και τη νομοθέτησε, με τη συνταγματική προϋπόθεση εφαρμογής στις επόμενες και όχι στις επερχόμενες εκλογές. Στη χειρότερη περίπτωση, με την απλή αναλογική, θα μετέτρεπε την επιστροφή της ΝΔ σε περιπέτεια. Θα της έκανε τη ζωή δύσκολη. Τώρα αν η χώρα θα βυθιζόταν στην ακυβερνησία και την αβεβαιότητα, ψιλά γράμματα…
Στην τετραετή θητεία της η ΝΔ δεν καρδιοχτύπησε. Από την πρώτη έως την τελευταία ημέρα, το κυβερνών κόμμα δεν έχασε ούτε μια μέρα τη δημοσκοπική πρωτιά. Αντιθέτως, μετά την πρώτη φάση της πανδημίας, της επιτυχούς της διαχείρισης αλλά και του θαύματος του gov.gr, με αιχμή τον πρωτόγνωρα «ευρωπαϊκό» προγραμματισμό του μαζικού εμβολιασμού του πληθυσμού, η ΝΔ είδε τη διαφορά της από τον ΣΥΡΙΖΑ, έως το καλοκαίρι του 2021, να εκτινάσσεται σε διψήφια ποσοστά. Τη «δουλειά» του βεβαίως έκανε και το τεράστιο πακέτο των 43 δισ. ευρώ που έριξε η κυβέρνηση στην αγορά, προκειμένου να στηρίξει οικογένειες και επιχειρήσεις (επιστρεπτέες, αναστολές εργασίας, επιδότηση ενοικίου, επιδόματα κ.ο.κ.)
Η κυβέρνηση της ΝΔ είχε και τις δημοσκοπικές καμπές της, που αντιστοιχούν σε αντίστοιχες κυβερνητικές κρίσεις: τις πυρκαγιές τον Αύγουστο του 2021, τις υποκλοπές τον Αύγουστο του 2022 και βεβαίως την τραγωδία των Τεμπών. Στο ενδιάμεσο όμως όλων αυτών, η επιτυχής διαχείριση κρίσεων, όπως της υβριδικής εισβολής στον Εβρο, έδωσαν ανάσα στην κυβέρνηση. Το ίδιο και η ψύχραιμη αντίδραση στις προκλήσεις της Τουρκίας, που επιβραβεύθηκε με το χειροκρότημα του Κογκρέσου στον Κυριάκο Μητσοτάκη και κατέληξε στις στρατιωτικές συμφωνίες – μαμούθ με ΗΠΑ και Γαλλία.
Τη Μελίνα Μερκούρη την ακολουθεί μία θρυλική φράση που φέρεται να είπε στον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1989, όταν εκείνος απορούσε γιατί τα πράγματα, μετά το σκάνδαλο Κοσκωτά και τις προσωπικές του περιπέτειες, πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. «Πρόεδρε, δεν αρέσουμε πια, πάρτο απόφαση» αποδίδει ο Τύπος της εποχής στη Μελίνα. Λιτά, περιεκτικά και βεβαίως προφητικά. Τότε δεν υπήρχε ούτε η παράσταση νίκης, ούτε η καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, ούτε τα focus groups. Υπήρχε όμως το πολιτικό αισθητήριο, που αν συνδυαζόταν με κομματική ανιδιοτέλεια, συνήθως οδηγούσε σε ασφαλή συμπεράσματα. «Δεν αρέσουμε…». Ετσι απλά.
Οι πολίτες λοιπόν μπορεί τα μην είναι ξετρελαμένοι με την κυβέρνηση της ΝΔ. Φαίνεται όμως ότι έχει ακόμη αποθέματα το καντηλάκι της. Αποθέματα και προσδοκίες που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις δικές της δυνατότητες αλλά και με το ότι οι υπόλοιποι διεκδικητές της εξουσίας δεν έχουν καταφέρει να αρέσουν.