Είναι και αυτοί. Αυτοί που στον ορυμαγδό των θεμάτων με όποιον τρόπο καταναλώνονται καθημερινά, σε κάθε είδους πεδίο, επιλέγουν τη σιωπή.
Είναι αυτοί που έχουν εικόνα των εξαντλητικών διαξιφισμών στα πρωινά πάνελ της «ψυχαγωγίας», ανάμεσα στα εμπορικά «γεμίσματα» και τις κληρώσεις, ή των πιο εξειδικευμένων – εξίσου έντονων – τοποθετήσεων στις πιο «βαριές» ζώνες της ενημέρωσης.
Αυτοί που παρατηρούν τις αψιμαχίες των πολωμένων άκρων, με ψευδώνυμα ή μη, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή την χωρίς ρεαλιστικό αντίκρισμα θεωρητικολογία αρμοδίων και πολιτικών στον δημόσιο διάλογο και στη διοίκηση.
Θεωρητικολογία, με κορώνες, επί παντός επιστητού.
Γιατί το μοτίβο «κολλάει» παντού. Από την ακρίβεια, τη δικαιοσύνη, την καθημερινότητα, έως τη Μαρίνα Σάττι.
Όλα κατάλληλα για να έχει τροφή η δημόσια «αρένα». Αυτή που θα σε κατασπαράξει, αν δεν είσαι μέσα στην αγέλη.
Όχι γιατί έχεις (τη δική σου) διαφορετική άποψη. Η οποία μπορεί να είναι εμπεριστατωμένη και στοιχειοθετημένη. Αυτό δεν ενδιαφέρει καθόλου. Αλλά γιατί αν την διατυπώσεις – και δεν ανήκει στους δύο συλλεκτικούς πόλους – θα πρέπει να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις συνθήκες αρένας. Ως μονάδα – θήραμα. Μια και η διαφορετικότητα θα πρέπει να ανήκει σε ένα προκαθορισμένο καλούπι.
Είναι λοιπόν και αυτοί που πλέον επιλέγουν τη σιωπή.
Όχι γιατί δεν έχουν άποψη. Όχι γιατί την άποψή τους δεν τη συμμερίζονται και άλλοι. Όχι γιατί φοβούνται να την εκφράσουν. Αλλά γιατί είναι θέμα προσωπικού πολιτισμού και ήθους. Καθώς συνειδητοποιούν – ίσως μετά από αρκετές προσπάθειες – ότι δεν έχει νόημα πια να την εκφράσουν σε αυτή την αρένα. Σε αυτόν τον δημόσιο διάλογο που δεν πληροί προδιαγραφές διαλόγου. Διότι σε αυτόν τον διάλογο, ακούγεται εκείνος που κάνει φασαρία. Εκείνος που έχει το θράσος να φοβερίζει, να προσβάλλει. Και που έχει τον διαθέσιμο χρόνο να το κάνει σταθερά και επαναλαμβανόμενα.
Μην υποτιμάτε όμως τη σιωπή.
Η σιωπή είναι το προτελευταίο σκαλοπάτι. Είναι αυτό που επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει πια ή δεν μπορεί να υπάρξει επικοινωνία. Οτι δεν έχει πια νόημα. Είναι αυτό το σκαλοπάτι, στο οποίο οδηγείται ένας εκ των συνομιλητών, αντιλαμβανόμενος την απουσία σεβασμού. Την απουσία ενός βασικού συστατικού της δημοκρατίας, στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
Μην υποτιμάτε λοιπόν τη σιωπή.
Γιατί η σιωπή – σε αυτή την περίπτωση – δεν είναι αδυναμία. Είναι απόφαση, ανάλογη του πολιτισμού του σιωπούντος. Εκείνου που σωπαίνει επειδή αρνείται να βουτήξει σε αυτή την αρένα.
Η σιωπή, έτσι όπως διαμορφώνεται σήμερα, είναι θέση. Μια θέση που παγιώνεται, ωσότου να υπάρξει ο καταλύτης ή η αφορμή για να εκφραστεί σε επιλογή ή σε δράση. Και τότε η σιωπή μπορεί να ακουστεί πιο δυνατά από τις κραυγές της αρένας.
Είναι αυτή η σιωπή που απαντάται σε όλους όσοι απέχουν πια. Αυτή που συσσωρεύεται στους Δεν ξέρω/Δεν απαντώ των δημοσκοπήσεων. Το ποσοστό τους σήμερα θα το ζήλευε μια στιβαρή αντιπολίτευση.
Είναι ο συνδυασμός της απογοήτευσης και της απόρριψης για όσα ακούγονται και συμβαίνουν γύρω μας, από εκείνους που ωρύονται για να επιβληθούν. Και μπορεί και να το καταφέρνουν. Παρότι η λογική, η συνέπεια και ο σεβασμός έχει εγκαταλείψει τα επιχειρήματα και τις πράξεις τους.
Σε μια χώρα όπου πετυχημένος είναι αυτός που δεν αφήνει τον συνομιλητή του να αρθρώσει λέξη, η σιωπή έχει εξελιχθεί σε επιλογή για να διατηρήσεις, έστω για λίγο, την ισορροπία στον κόσμο που σε περιβάλλει.
Γιατί πίσω από τη σιωπή έχει ξεκινήσει ήδη η διεργασία για μια άλλη επιλογή ή διέξοδο.
Από εκεί και πέρα είναι θέμα χρόνου και αφορμής.
Γιατί αν η σιωπή παραμείνει, τότε η απογοήτευση θα γίνει θυμός.
Ο θυμός όμως είναι κακός σύμβουλος.
Μην υποτιμάτε τη σιωπή.