Επρόκειτο για φανατικό. Μορφωμένο φανατικό, άρα το χειρότερο είδος φανατικού. Τα διαπεραστικά μάτια του είχαν την καμουφλαρισμένη σκληράδα παλιού εμπρηστή μαγισσών ή σύγχρονου βασανιστή ζώων. Είχε σουβλερή μύτη γύπα, κάτι δάκτυλα που χόρευαν αργά και απειλητικά σαν τριχωτά πόδια αράχνης και μια υπόκωφη ζοφερή φωνή, ίδια με καμπάνα της κόλασης. Εκ μέρους του Θεού μιλούσε βέβαια, αφού κήρυττε στην εκκλησία, πλην οι λέξεις του με κατακεραύνωναν τόσο άγρια, που ένα βάρος εκατό κιλών πίεζε αφόρητα το αμαρτωλό παιδικό μου στέρνο.
Τη μία μοναδική φορά που αποτόλμησα να τον πλησιάσω για να του φιλήσω το χέρι, με χτύπησε κατάμουτρα μια φρικτή μυρωδιά από θειάφι, σαν αυτό που ρίχναμε την άνοιξη με τον πατέρα μου στην κληματαριά. Ετρεξα φρικιασμένος μακριά του κι από τότε τον απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι. Φορούσε ένα μαύρο ράσο, αλλά δεν ήταν ούτε παπάς, ούτε διάκος, ούτε καλόγερος. Ιεροκήρυκας ήταν, θεολόγος πολυσπουδαγμένος, που είχε καταφθάσει στην ταπεινή μας επαρχία γεμάτος επαίνους και συστατικές επιστολές από μακρινά ιερατικά κέντρα, όπου επιβλητικοί τρούλοι και σκοτεινές βιβλιοθήκες κατάμεστες με δερματόδετα παλιά βιβλία, διακονούσαν –έλεγε- τον αυθεντικό λόγο του Θεού.
Οταν, με την σχολαστικότητα αλχημιστή, εξηγούσε σε μας τους αμαρτωλούς αυτά τα εδάφια του αυθεντικού θεϊκού λόγου, μιλούσε με τέτοιο πάθος που ίδρωνε. Τότε έβγαζε από την τσέπη του ένα άσπρο μαντήλι και σκούπιζε το βρεγμένο του μέτωπο. Εγώ πάλι, άγνωστο γιατί, στύλωνα το παιδικό μου βλέμμα μου στο μαντήλι του, πιστεύοντας ότι θα το δω να βγάζει καπνούς και να γεμίζει τρύπες. Ημουν βέβαιος ότι ο ιδρώτας του ήταν βιτριόλι.
Ο επαρχιακός μας δεσπότης, καλό ανθρωπάκι που του άρεσε να τρώει κρυφά τηγανητή συκωταριά τη Μεγάλη Παρασκευή, εντυπωσιασμένος από τις βαριές συστάσεις που τον συνόδευαν, τον είχε διόρισε γενικό ιεροκήρυκα της μητρόπολης. Να γυρίζει στα χωριά, να παραμερίζει τους αστοιχείωτους αγροτικούς παπάδες που δεν είχαν ιδέα από θεολογία και να κηρύττει. Κοινό του ήταν οι αδαείς εκκλησιαζόμενοι αγρότες, κτηνοτρόφοι, εργάτες, νοικοκυρές, παππούδες και γιαγιάδες. Το εκκλησίασμα, διατεινόταν ο ιεροκήρυκας με στόμφο, είχε απόλυτη ανάγκη το πάνσοφο κήρυγμα του, διότι η βαθιά ελληνική επαρχία ήταν ασυγχώρητα αμαρτωλή. Ο θρησκευτικός πρωτογονισμός των γεωργών και των βοσκών, είχε επιτρέψει να παρεισφρήσουν ύπουλα στα θεμέλια της πίστης τους, πλήθος παγανιστικών και αιρετικών ζιζανίων που έπρεπε να εκριζωθούν πάραυτα.
Εκείνο το πρωί, Χριστουγεννιάτικες μέρες ήταν, ο κήρυκας ανέβηκε πάλι γεμάτος έπαρση και ιερό θυμό στον άμβωνα της εκκλησίας μας, παρουσία του ίδιου του δεσπότη που επισκεπτόταν το χωριό μας. Στα χέρια του κρατούσε μια εικόνα, την οποία ύψωσε ψηλά και την περιέφερε αμίλητος γύρω-γύρω, ώστε να την βλέπουμε όλοι. Αμέσως, άκρα του τάφου σιωπή έπεσε μέσα στην εκκλησία, φόβος και τρόμος κατέλαβε προκαταβολικά τους ανθρώπους, γι’ αυτά που φαντάζονταν ότι θα ακούσουν. Μόνο ο δεσπότης είχε στρέψει το κεφάλι του και κοίταζε γεμάτος περιέργεια τον εκλεκτό του ιεροκήρυκα.
«Αυτός που βλέπετε εδώ, είναι ο Αγιος Βασίλειος ο Μέγας. Ιεράρχης κορυφαίος και ασύγκριτος, θεμελιωτής της Ορθόδοξης πίστης μας, δίπλα στους άλλους δύο Μεγάλους Πατέρες της εκκλησίας μας, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Αυτόν και μόνο αυτόν τον Αγιο Βασίλειο εορτάζουμε ανήμερα Πρωτοχρονιά. Σε αυτόν προσευχόμαστε, αυτόν δοξάζουμε, όχι τον άλλο τον στρουμπουλό που βλέπω στα σπίτια και στις αυλές σας. Κοιτάξτε καλά τον Βασίλειο τον Μέγα, υιό της Αγίας Εμμέλειας -μεγάλη η χάρη της- και επίσης αδερφό του Αγίου Γρηγορίου της Νύσσης. Συνειδητοποιείτε ότι μέσα από ένα σπιτικό βγήκαν τρεις Αγιοι; Αυτές ήταν οικογένειες, όχι τα σημερινά σας ερείπια που παριστάνουν τις οικογενειακές σκήτες…»
Οσο μιλούσε ο τόνος του ιεροκήρυκα ανέβαινε, τα μάτια του άρχισαν να πετάνε σπίθες. «Ποιος είναι αυτός ο αχρείος με την λαμέ κόκκινη χλαμύδα που βλέπω παντού; Αυτός με την χοντρή κοιλιά γεμάτη ξύγκια και τα κάτασπρα δόντια σαν διαφήμιση οδοντόκρεμας; Ποιος σατανάς τον έφερε και τον θρόνιασε στα σπίτια και στις πλατείες μας; Δείτε σ’ αυτή την αγιογραφία τον πραγματικό Άγιο Βασίλειο και συγκρίνετε τον με αυτή την πολύχρωμη παχύσαρκη μαϊμού που φωνάζει ‘’χο-χο-χο’’. Ισχνός είναι ο πραγματικός Άγιος, τρομαγμένος από την αμαρτία του κόσμου, σύννους για όσα περιμένουν τους κριματισμένους στην κόλαση…»
Ενα τρέμουλο διαπέρασε το έκπληκτο εκκλησίασμα, ενώ η φωνή του ιεροκήρυκα γινόταν όλο και πιο στριφνή, όλο και πιο φοβιστική. «Εξηγείστε αμέσως στα παιδιά σας ότι ο Αγιος Βασίλης με την κοιλάρα και τα άσπρα ψεύτικα γένια, δεν υπάρχει. Βγάλτε τα νεαρά πλάσματα του θεού απ’ αυτή την πλάνη. Προσανατολίστε τα παιδιά σας στην αληθινή μας πίστη. Οι πραγματικοί Αγιοι δεν κουβαλάνε τσουβάλια γεμάτα μπιχλιμπίδια και παιχνιδάκια. Δεν δωρίζουν καραμούζες, κούκλες και ποδήλατα. Τρόμο μοιράζουν για τις αμαρτίες του κόσμου μας… συγχώρηση κουβαλάνε σε όσους αντιλαμβάνονται την ηθική μας κατάντια… δεν γελούν, αλλά οδύρονται για τον κατήφορο μας… μετάνοια προσφέρουν για τα κρίματα μας… σπαραγμός τους συνταράζει για τον δρόμο της απωλείας που ακολουθούμε…»
Τότε ήταν που ξαφνικά, βαθιά επηρεασμένος από αυτά που άκουε και ολοφάνερα τρομαγμένος από τις εικόνες που κατασκεύαζαν τα λόγια του σκοτεινού κήρυκα, ίσως και φοβισμένος από το ύφος και την οργή του, ο μικρός μου αδελφός έμπηξε ξαφνικά τα κλάματα. Πεντάχρονος ήταν, φανατικός οπαδός του κοκκινοφορεμένου Αγιοβασίλη που εκείνη την χρονιά θα του έφερνε και μια δερμάτινη μπάλα, κάτι δεν του άρεσε στις ζοφερές κουβέντες που εκτοξεύονταν από άμβωνος, οπότε απελπισμένος έβαλε ξάφνου τις φωνές. Ο ιεροκήρυκας διέκοψε ενοχλημένος το κρεσέντο του, η μάνα μου καταντράπηκε με τα καμώματα του τέκνου της, αλλά την ώρα που πήγε να τον βγάλει έξω από την εκκλησία, ο δέσποτας έκανε νόημα στον μικρό να πάει κοντά του.
Ο αδελφός μου τρόμαξε χειρότερα, αλλά η μητέρα μου τον άρπαξε από το χέρι και τον έσυρε ως τον επισκοπικό θρόνο. Οι εντολές του δεσπότη δεν αμφισβητούνται, μήτε υπάρχει ανυπακοή σε επισκοπικά νεύματα. Εκείνος όπως καθόταν μεγαλοπρεπής, πήρε τον μικρό στο γόνατο του, έσκυψε στο αυτί του και κάτι του ψιθύρισε. Ως δια μαγείας ο αδερφός μου σώπασε και έκατσε ήσυχος εκεί δίπλα του. Επειτα ο δεσπότης έκανε ένα δεύτερο κοφτό νόημα στον ιεροκήρυκα να συντομεύει, στραβομουτσούνιασε ανεπαίσθητα εκείνος αλλά υπάκουσε, είπε δυο τυπικές κουβέντες στα γρήγορα και κατέβηκε από τον άμβωνα.
Επιστρέφοντας στο σπίτι μας μετά το τέλος της λειτουργίας, ρώτησα γεμάτος περιέργεια τον αδελφό μου που βάδιζε δίπλα μου. «Τι σου είπε ο δεσπότης στο αυτί;» Ο μικρός με κοίταξε γεμάτος προσμονή. «Ο δεσπότης δεν είναι ανώτερος από τον άλλον που μιλούσε απ’ το μπαλκόνι;» με ρώτησε. «Είναι» του απάντησα εγώ. Τότε ο αδελφούλης μου ανασήκωσε τους ώμους του ανακουφισμένος. «Μου είπε, μην τον πιστεύεις παιδί μου, ο Αγιος Βασίλης με τα δώρα, υπάρχει.»
Αχ ο καλός επαρχιακός μας δεσπότης… ο σοφός εκπρόσωπος της γνήσιας λαϊκής θρησκείας των φτωχών αγράμματων ανθρώπων… αυτός που οι φήμες έλεγαν ότι εκτός από την συκωταριά την Μεγάλη Παρασκευή του άρεσε και το παγωτό καϊμάκι μέσα στην νηστεία του Δεκαπενταύγουστου… ο δύσμοιρος, είχε τρομάξει και ο ίδιος με το τέρας που είχε απελευθερώσει…