Τον Ιανουάριο του 2012, κατά τη διάρκεια ενός φιλικού δείπνου, έθεσα το εξής ερώτημα σε όσους από τους συνδαιτυμόνες ήταν στελέχη μέσων ενημέρωσης (ένας εκδότης και δύο δημοσιογράφοι): «Γιατί αφήνετε στο απυρόβλητο τη Νέα Δημοκρατία;». Ερώτημα μάλλον εύλογο, λόγω της εμφανούς προσπάθειας της ηγεσίας του κόμματος να πετύχει το βραχύβιο της κυβέρνησης συνεργασίας ώστε να καρπωθεί εκλογικά οφέλη, παραγνωρίζοντας το δύσκολο έργο της ρύθμισης του χρέους.
Η απάντηση δόθηκε από τον έναν δημοσιογράφο. Τολμώ να τη βάλω σε εισαγωγικά γιατί μου έκανε τρομερή εντύπωση ώστε να μου αποτυπωθεί, τουλάχιστον στην ακρίβεια του νοήματος: «Ο,τι κατακτήθηκε στη χώρα μετά τον πόλεμο οφείλεται στον δικομματισμό των αστικών παρατάξεων. Η αντιπαράθεσή τους, που κρατήθηκε μακριά από εμφύλιους ή διχασμούς, και κυρίως η εναλλαγή τους, μας προστάτεψαν από τα χειρότερα. Τώρα που η μια είχε την ατυχία να της σκάσει η χειροβομβίδα στα χέρια και καταρρέει, πρέπει να προστατεύσουμε τη δεύτερη, να αντέξει».
Η κεντρική ιδέα αυτής της απάντησης έχει λάβει δογματικές διαστάσεις. Η Νέα Δημοκρατία έμεινε πολιτικά αλώβητη, ουσιαστικά δεν της καταλογίστηκαν οι καίριες ευθύνες της για τη χρεωκοπία και την κρίση, τα στελέχη της δεν βίωσαν την τιμωρητική συμπεριφορά εναντίον τους, όπως εκείνα του ΠΑΣΟΚ. Με μια μόνο, ορθή για το κομματικό συμφέρον της, πολιτική πράξη, την εκλογή του κατάλληλου προσώπου για την κατάλληλη εποχή στην ηγεσία της, πορεύεται νικηφόρα σχεδόν οκτώ χρόνια.
Το επικοινωνιακό τρίπτυχο που πλαισίωνε τον Κυριάκο Μητσοτάκη: «φιλελεύθερος στα Οικονομικά, δεξιός στα Εθνικά και την Ασφάλεια, κεντρώος στα Δικαιώματα και το Κοινωνικό Κράτος», άλλοτε από αδυναμία, άλλοτε από επιλογή, δεν μετουσιώνεται επαρκώς σε πολιτική. Στην Ανάπτυξη εξακολουθεί το στερεότυπο: κατανάλωση συν «ήλιος, θάλασσα, τσιμέντο, σίδερο». Καμία σημαντική ιδιωτική, ενδοχώρια ή διεθνής επένδυση στον πρωτογενή ή δευτερογενή τομέα δεν έγινε και καμία συγχώνευση εταιρειών δεν πραγματοποιήθηκε. Μια αναδρομή στην έκθεση Πισσαρίδη αρκεί για να δείξει την απόσταση διακήρυξης και τελικού αποτελέσματος.
Στην Ασφάλεια, η «επαναπρόσληψη» του κ. Χρυσοχοΐδη τα λέει όλα. Για τα Δικαιώματα, καλό είναι να θυμηθούμε ότι δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο πρωθυπουργός που εμπλέκεται, έστω έμμεσα, σε υποθέσεις υποκλοπών τελικά να μένει αλώβητος. Στην Υγεία, ψηφίζεται η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα με στελέχη (γιατρούς) του Δημοσίου, ενώ στο κυβερνητικό πρόγραμμα είχε εξαγγελθεί ο περιορισμός της ιδιωτικής δαπάνης από 38% στο 19% και ο κεντρικός τραπεζίτης έχει επισημάνει ολιγοπωλιακές πρακτικές και υπερκέρδη των ιδιωτών.
Στην εκπαίδευση αναλωνόμαστε στις πελατειακές προσλήψεις ειδικών φρουρών που ονομάστηκαν πανεπιστημιακή αστυνομία και στα μελλοντικά αμφίβολα ιδιωτικά πανεπιστήμια, χωρίς να επεμβαίνουμε να αναστρέψουμε την υποβάθμιση 23 (!!) ΝΠΔΔ ΑΕΙ, ενώ οι αντιστοίχου πληθυσμού χώρες της ευρωζώνης έχουν η Αυστρία επτά, το Βέλγιο οκτώ και η Πορτογαλία 13. Επιπλέον, μια τέταρτη ανομολόγητη πτυχή, το « Αυτοκρατορικός στη Διοίκηση» αναδεικνύεται και δημιουργεί συγκρούσεις.
Ο Πρωθυπουργός θέλει να αναμετράται με τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η επικοινωνιακή του πολιτική ουσιαστικά συνίσταται στο περιβόητο T.I.N.A (There is no Alternative). Οι πρωθυπουργοί των δύο τετραετιών συγκρίνονται με εκείνους τους προκατόχους τους που το έχουν πετύχει. Οσο και αν θα ήθελε, για το καλό του τόπου όλοι θα θέλαμε, η θητεία του να είναι αντίστοιχη των Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρέου ή Κώστα Σημίτη, όλο και περισσότερο τείνει στα χαρακτηριστικά εκείνης του Κώστα Καραμανλή. Από την άλλη πλευρά, ποτέ οι πολιτικές Τ.Ι.Ν.Α δεν μακροημερεύουν, γιατί υπερισχύει το στερεότυπο ότι στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα.
Μπορεί η σημερινή πολιτική επικράτηση της ΝΔ να στηρίζεται στην ευφορία της πρόσκαιρης ευημερίας, σημαντικών είναι αλήθεια τμημάτων πληθυσμού που εξαρτάται οικονομικά από τα ακίνητα, τον τουρισμό και την εστίαση, όμως τα αρνητικά γεγονότα αυξάνουν σε αριθμό και ένταση, οι ανισότητες μεγεθύνονται. Αυτά απειλούν τον κ. Μητσοτάκη, μαζί με την αδυναμία και αυτός να αναμετρηθεί επιτυχώς με τα αυτονόητα πλην όμως σύνθετα και δύσκολα δομικά προβλήματα του τόπου.
Τούτων δοθέντων, ο κλονισμός της κυβέρνησης δεν φαίνεται προσώρας, αλλά είναι θέμα χρόνου και συγκυρίας να συμβεί.
Τώρα, λοιπόν, για την επιβίωση και το καλό όλων, οι κάθε μορφής ηγεσίες της χώρας πρέπει να πάψουν να πυροβολούν το ΠΑΣΟΚ. Πολύ περισσότερο μετά την τραγική παρένθεση της διακυβέρνησης από τη ριζοσπαστική Αριστερά και τη φαρσοκωμωδία που ζούμε από το απολειφάδι της.
Στο κάτω-κάτω, το σημερινό ΠΑΣΟΚ είναι κατά το μάλλον ή ήττον ένα τυπικό ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, από αυτά που διατηρούνται σε χαμηλότερα ποσοστά από τις ένδοξες δεκαετίες του ’80 και ’90 ή τα άλλα που σιγά-σιγά ανακάμπτουν. Με συγκεκριμένη ατζέντα, ήρεμη, προβλέψιμη και γι’ αυτό χρήσιμη για την κοινωνική και πολιτική συνοχή.
Θα ρωτούσε κάποιος: «Ωραία, να μη χαλάσουμε το πιάνο, γιατί πρέπει να υπάρχει για να ακούμε μουσική. Τι γίνεται, όμως, με τον πιανίστα;»
Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει συστηθεί πλέον στο κοινό του, υπάρχον και εν δυνάμει. Δεν έχει την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του Κώστα Σημίτη, δεν έχει τη μορφωτική υπεροχή και την αντοχή του Ευάγγελου Βενιζέλου, δεν έχει το πλεονέκτημα της μεταβίβασης χαρίσματος όπως ο Γιώργος Παπανδρέου και η Φώφη Γεννηματά.
Είναι όμως ένας σταθερός πολιτικός ακτιβιστής και μάλλον με περισσότερα πλεονεκτήματα και λιγότερα ελαττώματα από τους καμιά δεκαριά(;!) επίδοξους, φανερούς ή μη δελφίνους. Δεν είναι όμως ακόμη «πρωθυπουργήσιμος». Αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα του ιδίου και του ΠΑΣΟΚ. Υπάρχουν δύο τρόποι να επιλυθεί.
Ο πρώτος είναι ο κ. Ανδρουλάκης να αποδείξει ότι δέχεται και αφομοιώνει μαθήματα πρωθυπουργικότητας. Ο δεύτερος, ιδίως εάν «οι καιροί ου μενετοί», να προσαρμόσει τη στρατηγική του στον πλέον κατάλληλο άλλο συνταγματικό τρόπο, ώστε να προκύψει μια χρήσιμη κυβέρνηση με την αξιοποίηση της κυβερνησιμότητας του κόμματός του.