Δεν είμαι σίγουρη αλλά νομίζω ότι ήταν ο Μπρους Γκρόμπελαρ, παλιός τερματοφύλακας της Λίβερπουλ, που είχε εκνευριστεί κάποτε με έναν ρεπόρτερ ο οποίος τον πίεζε και του είχε πει: «Δεν δίνουμε εμείς βαρετές απαντήσεις, εσείς μας κάνετε βαρετές ερωτήσεις». Ισως ήταν και ο Λίνεκερ.
Ερωτήσεις και απαντήσεις σε μια συνέντευξη είναι αλληλένδετα πράγματα. Αν ρωτήσεις κάποιον, για παράδειγμα, ποιο είναι το αγαπημένο του φαγητό, αποκλείεται να σου αποκαλύψει κάτι για τον φόνο.
Αν, πάλι, τον ρωτήσεις, τι αυτοκίνητο οδηγεί, ίσως καταφέρεις να τον οδηγήσεις τελικά στο πτώμα που κρύβει στο πορτμπαγκάζ.
Αυτό, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι θέλεις πράγματι να μάθεις για τον φόνο και όχι για τα γιουβαρλάκια της γιαγιάς του.
Στην αμερικανική σχολή δημοσιογραφίας, που όλοι θαυμάζουμε, ο καλεσμένος παίζει κατά κανόνα δευτερεύοντα ρόλο στις συνεντεύξεις. Ο σταρ είναι πάντα εκείνος που τις παίρνει.
Δεν είχε ποτέ σημασία ότι ήταν ο Τραμπ, ας πούμε, που πήγαινε στον Λάρι Κινγκ, αλλά το ότι πήγαινε στον Λάρι Κινγκ: Κάτι θα του έβγαζε ο Λάρι Κινγκ, διότι αυτό έκανε ο Λάρι Κινγκ, έβαζε απέναντί του τους ανθρώπους και τους έβγαζε πράγματα, αδιαφορώντας αν θα τον συμπαθήσουν ή θα τον αντιπαθήσουν.
Επίσης, οι Αμερικάνοι δεν κάνουν συνεντεύξεις-κονσέρβες, διότι ξέρουν ότι αυτό δεν είναι συνέντευξη, αλλά θεατρικό μονόπρακτο.
Ποιος θέλει να δει επί δύο ώρες έναν πολιτικό σε θεατρικό μονόπρακτο;
Μόνο εκείνοι που δεν ενδιαφέρονται για το τι έχει να πει, καθώς έχουν προαποφασίσει πως ό,τι κι αν πει θα είναι είτε καλό είτε κακό. Αρα ούτε αυτοί, αφού δεν πρόκειται να αλλάξουν γνώμη.
Η χθεσινή συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Σταύρο Θεοδωράκη ήταν ένα θεατρικό μονόπρακτο. Ηταν τόσο καλοστημένη, καλοπροβαρισμένη και προσεγμένη να μην της φύγει ούτε κιχ εκτός σεναρίου, που αναρωτιέσαι αν είχε λόγο ύπαρξης.
Θα μπορούσε να τα έχει γράψει σε δελτίο Τύπου όλα αυτά ο Πρωθυπουργός και να τα μοιράσει στους δημοσιογράφους το Μαξίμου.
Δεν υπήρξε ούτε μισή ερώτηση ή απάντηση η οποία να μπορεί να αλλάξει τη γνώμη κάποιου συνειδητοποιημένου ψηφοφόρου. Οσοι θα τον ψήφιζαν και πριν τον Μητσοτάκη, θα τον ψηφίσουν και τώρα. Οι άλλοι όχι. Οι αναποφάσιστοι –που είναι και το βασικό ζητούμενο– δεν έμαθαν κάτι καινούργιο, πέραν τού να τον δουν να κρατάει την ψυχραιμία του. Αρκεί αυτό για να τους πείσει; Θα φανεί.
Κερδίζει, συνεπώς, κάτι ο πολιτικός όταν κάνει τέτοιου είδους συνεντεύξεις; Το διακύβευμα, προφανώς, εδώ δεν είναι να κερδίσει, αλλά να μην χάσει. Να μην «του ξεφύγει» κάτι που μπορεί να τον εκθέσει. Και είναι σαφές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι σε θέση άμυνας, στριμωγμένος από τα Τέμπη και τις δημοσκοπήσεις που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας.
Γι’ αυτό και η συνέντευξη τραβήχτηκε σε δύο φάσεις. Ηταν έτοιμη πριν από τα Τέμπη. Οταν έγινε η τραγωδία, κρατήθηκε και συμπληρώθηκε, ώστε να επικαιροποιηθεί και να «απαντήσει» στα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν. Να γίνει στην ουσία ένα προσωπικό damage control του Πρωθυπουργού.
Προσπαθώντας, λοιπόν, να περιορίσει τις πιθανές ζημιές, έδωσε μια συνέντευξη με βασικό –αν όχι μοναδικό– στόχο να εμπεδώσουν οι ψηφοφόροι του ότι «δείχνει ένα σοβαρό πρόσωπο» και ενδεχομένως να πειστούν και κάποιοι μη οπαδοί του ότι συνεχίζει να έχει τον έλεγχο της κατάστασης.
Ο Μητσοτάκης πάει να κερδίσει προσωπικά τις εκλογές και αυτό το έδειξε για μια ακόμη φορά χθες το βράδυ. Η αυτοαναφορικότητά του και τα πολλά «εγώ» που είπε, που πολλαπλώς ερμηνεύθηκαν από τους πολιτικούς αντιπάλους του, δεν είναι προϊόν εγωπάθειας, αλλά της γνώσης ότι στις ερχόμενες εκλογές θα πάρει τη ΝΔ στην πλάτη του. Το κόμμα χάνει μονάδες, ο ίδιος όμως ίσως καταφέρει να καλύψει το κενό.
Αυτός που κυρίως χάνει από τέτοιου είδους συνεντεύξεις είναι ο δημοσιογράφος. Ο οποίος απεμπολεί το δικαίωμα να κάνει τη δουλειά του και μέρος της δουλειάς του είναι να γίνει και δυσάρεστος και ενοχλητικός και ενδεχομένως αντιπαθητικός στον καλεσμένο του, κάνοντας τις σωστές ερωτήσεις. Και μαζί απεμπολεί και την αξιοπιστία του.