Αποφάσισα να κάνω την επανάστασή μου ως επιβάτης: δεν θα πλήρωνα επιπλέον χρήματα για να πάρω μαζί μου τη μικρή βαλίτσα την οποία έχω συνήθως στα διήμερα -επαγγελματικά- ταξίδια μου και την ανεβάζω στην καμπίνα του αεροπλάνου.
Μου φαινόταν αδιανόητο να έχω δώσει 200 ευρώ για να πάω στις Βρυξέλλες, στην πτήση να μη μου προσφέρουν ούτε ένα ποτήρι νερό και να πρέπει να πληρώσω 10 ευρώ παραπάνω επειδή έτσι το αποφάσισε ένας διευθύνων σύμβουλος προκειμένου να ενισχύσει την κερδοφορία του. Προφανώς, δεν ήταν θέμα χρημάτων. Ήταν θέμα αρχής, τουλάχιστον στο μυαλό μου την ώρα που έκλεινα εξοργισμένος το εισιτήριο.
Γι’ αυτό οδηγήθηκα στη δική μου, αεροπορική, «ανταρσία του Μπάουντι».
Αλλά πώς θα χωρούσαν σε μια τσάντα 25 επί 40 εκατοστά όλα όσα έπαιρνα συνήθως έχοντας και μια βαλίτσα ακόμα;
Ή μήπως θα γινόμουν κι εγώ viral σαν εκείνον τον επιβάτη που είχε στριμώξει όλα του τα πράγματα στις θήκες του μπουφάν του;
Έτσι, θυμήθηκα τους «10 νόμους της απλότητας» και το βιβλίο του John Maeda, πρώην καθηγητή του ΜΙΤ και κορυφαίου σχεδιαστή. Ο γκουρού του τεχνολογικού μινιμαλισμού υποστήριξε ότι «η απλότητα έχει να κάνει με την αφαίρεση του προφανούς και την πρόσθεση του εποικοδομητικού».
Αυτό έπρεπε να το εφαρμόσω εγώ σε μια μικρή τσάντα ταξιδιού.
Τι πραγματικά χρειαζόμουν για 26 ώρες στις Βρυξέλλες; Μπορούσα να ζήσω όλο αυτό το διάστημα χωρίς το laptop μου; Και πόσο μεγάλο πρόβλημα θα ήταν να φοράω το ίδιο σακάκι δύο μέρες; Πόσες πιθανότητες είχαν να βραχούν ή να χαλάσουν τα παπούτσια μου ώστε να πρέπει να έχω δεύτερο ζευγάρι μαζί μου;
Μικρές τέτοιες αποφάσεις οδηγούσαν σε αντίστοιχες αφαιρέσεις, μειώνοντας σταδιακά τον όγκο που ήθελα να μεταφέρω.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία βρέθηκα χαλαρός στο αεροδρόμιο, μ’ ένα ελάχιστο σακίδιο, χωρίς να σέρνω τη γνωστή βαλίτσα. Είχαν χωρέσει όλα, ακόμα και το βιβλίο του Γιάλομ που ήθελα να διαβάσω στην πτήση της επιστροφής. Θα δούλευα τις σημειώσεις της ομιλίας μου στο κινητό και θα αρκούμουν μόνο σε ένα ακόμα πουκάμισο, χωρίς να έχω κι ένα επιπλέον just in case. Ενώ το πουλόβερ ήταν τελικά εντελώς αχρείαστο αφού δεν είχα χρόνο για βόλτες στην πόλη.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, είχα υπερβεί τη συνήθειά της αγαπημένης μου βαλίτσας και είχα περιορίσει τις αποσκευές μου στις πραγματικές ανάγκες του ταξιδιού.
Καθώς περπατούσα ανάλαφρος, με την τσάντα στον ώμο σαν τον «Σταύρο Θεοδωράκη του αεροδρομίου», διαπίστωνα ότι αυτό που ξεκίνησε από μια παιδιάστικη αντίδραση απέναντι στην εκνευριστική πολιτική της εταιρείας, μπορούσε τελικώς να έχει και μια πιο ουσιαστική διάσταση κοσμοθεωρίας.
Σκεφτόμουν τα βαρίδια που μεταφέρουμε από συνήθεια στη ζωή μας. Τις καταστάσεις που συνεχίζουμε να κουβαλάμε άνευ λόγου.
Τα αντικείμενα που έχουν απλώς ξεμείνει στη θέση τους και αποκτούν νόημα ύπαρξης μόνο για το ξεσκονόπανο. Τα ανούσια ζητήματα που προστίθενται στις καθημερινές μας «αποσκευές». Για να μην πω για τους ανθρώπους που παραμένουν στη ζωή μας από κεκτημένη ταχύτητα, μόνο και μόνο προκειμένου να γεμίζουν το κενό.
Και πόσα δεδομένα προστίθενται απλώς για να περιπλέξουν τις καταστάσεις, ενώ οι πραγματικές συνθήκες, οι πραγματικές ανάγκες είναι πιο απλές;
Ο Μaeda επιμένει ότι «η τεχνολογία και η ζωή γίνονται πολύπλοκες μόνο εάν το επιτρέψουμε εμείς». Δεν ξέρω αν αυτό ισχύει πάντα, αλλά σίγουρα έχει μια βάση όπως διαπίστωσα βιωματικά λόγω της αεροπορικής εταιρείας.
Εντάξει, τα ρούχα μου βγήκαν λίγο πιο τσαλακωμένα απ’ όσο συνήθως, αλλά δεν χάθηκε ο κόσμος. Θα ισιώσουν, όπως ισιώνουν και όλα εκείνα που μπορεί να έχουν «τσαλακωθεί» προσωρινά στη ζωή, σε μια διαδικασία αφαίρεσης ή συμπύκνωσης. Αυτό ελπίζω τουλάχιστον.