Οταν στο Μαξίμου πληροφορήθηκαν ότι ο Αλέξης Τσίπρας πηγαίνει στη Βουλή, έβαλαν τον κυβερνητικό εκπρόσωπο στην αναμονή. Η ενημέρωση των συντακτών καθυστέρησε προκειμένου ο Οικονόμου να απαντήσει στην πρόταση δυσπιστίας. Την περίμεναν. Λογικό. Ηταν το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ο Τσίπρας. Είναι θετικό για τον ίδιο. Και τον Μητσοτάκη. Ισως δεν είναι για τον Ανδρουλάκη.
Η τελευταία εικόνα που παίρνει ο τηλεθεατής από τη συζήτηση για πρόταση δυσπιστίας, είναι οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος να χειροκροτούν όρθιοι τον Πρωθυπουργό αφού, με τη ψήφο τους, η Βουλή ανανεώσει την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση. Την ίδια στιγμή, οι της αντιπολίτευσης αποτιμούν θετικά την πρωτοβουλία τους καθώς είχαν την ευκαιρία να πιέσουν την κυβέρνηση εκθέτοντας αστοχίες και αποτυχίες. Και κάπως έτσι, το πρωί της Δευτέρας ο Οικονόμου θα δηλώνει ότι η πρόταση δυσπιστίας έδωσε στην κυβέρνηση την ευκαιρία να απαντήσει στα ψέματα της αντιπολίτευσης, εκθέτοντας το έργο της, ενώ την ίδια στιγμή ο Ηλιόπουλος θα λέει ότι αφαίρεσαν και το τελευταίο φύλλο συκής.
Ο Τσίπρας δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Και επέλεξε τη σωστή στιγμή. Η κυβέρνηση πιέζεται λόγω κακοκαιρίας (και πανδημίας), ενώ ο ίδιος αισθάνεται την ανάσα του Ανδρουλάκη στο σβέρκο του. Είναι ευκαιρία να δείξει ποιος είναι αφεντικό στην αντιπολίτευση. Και ο ίδιος βρίσκεται σε φάση δημοσκοπικής απελπισίας με ανοιχτά εσωκομματικά θέματα. Με πρόταση δυσπιστίας δεν μιλάει κανένας Φίλης. Θα παίζουν κουτουλιές με τον Μητσοτάκη, συσπειρώνοντας ο καθένας το κοινό του, αλλά ο Ανδρουλάκης θα είναι εκτός κάδρου.
Το θέαμα δεν θα είναι άσχημο για το, πολύ μικρό, κοινό που θα παρακολουθήσει τη συζήτηση. Και υψηλούς τόνους θα έχει και Αδωνι-Πολάκη θα δούμε και τον Βαρουφάκη με τον Βελόπουλο να καταθέτουν συγκινητική συνεισφορά στη θεατρικότητα της διαδικασίας. Θα έχει πολιτικό αποτέλεσμα; Λογικά κανένα. Αλλά ας περιμένουμε πρώτα τον Τασούλα να σφυρίξει τη λήξη και το βλέπουμε ξανά μετά.