Ηθελα να τη γνωρίσω. Ηθελα πολύ. Εκείνη τη γυναίκα που για όλους ήταν ασύλληπτα όμορφη, φίνα, κομψή, ντελικάτη και έσερνε έναν προσωπικό μύθο, ως η μόνη σύζυγος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που τον ενίσχυε με την παντοτινή σιωπή της επί του θέματος, γιατί όπως είχε πει «Δεν είμαι μάγειρας να μοιράζω τις συνταγές μου».
Σε όλες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες το ζευγάρι έμοιαζε κινηματογραφικό. Και στην επίσκεψή τους στην Αμερική, οι αμερικάνοι δημοσιογράφοι σημείωναν με θαυμασμό ότι είχε βρεθεί η αντίπαλος της Τζάκι Κέννεντι, η οποία τότε κρατούσε τα σκήπτρα της κομψότητας διεθνώς. Είμαι σίγουρη ότι μετά την αγγελία του θανάτου της κυρίας, θα χορτάσετε ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Μα εμένα με ενδιέφερε το τσαγανό της γυναίκας. Το γεγονός ότι χώρισε, σε χρόνια που οι γυναίκες δεν διανοούνταν διαζύγια, και ότι τα βιβλία που έγραψε στη συνέχεια της ζωής της φανέρωναν τόλμη, δύναμη, αυτόνομη προσωπικότητα.
Ο «Διάλογος με την Αννα» –από τα αγαπημένα μου– ήταν μια έρευνα- διάλογος, με μια πόρνη. Και το «10 λεπτά» αναφέρονταν στη ζωή κάποιου ο οποίος απέκρυπτε την ομοφυλοφιλία του. Πέραν τούτων, πρέπει να ομολογήσω ότι η φαμίλια μου ήταν Καραμανλική και στις πιο ευτυχισμένες στιγμές των γονιών μου είχα καταγράψει εκείνο το «Ερχεται!» και το πώς έτρεξαν στο αεροδρόμιο σαν για δικό τους άνθρωπο!.. Μεταπολίτευση! Η μάνα μου συχνά αναφερόταν στην Αμαλία… «Τα ντουλάπια σου να έχουν την τάξη των ντουλαπιών της Αμαλίας». Μην μπερδευτείτε. Δεν γνώριζε ούτε την Αμαλία ούτε τον Καραμανλή. Απλώς ήταν οι εποχές που οι μύθοι τρύπωναν στα σπίτια και έμεναν. Γιατί ούτε οι εικόνες ούτε η ζωή έτρεχε.
Εσπαγα λοιπόν το μυαλό μου πώς να προσεγγίσω τη γυναίκα που στα «δημοσιογραφικά» μας ιντριγκάριζε, ως αυτή «που ποτέ δεν μίλησε για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή». Σκεφτόμουν ανθρώπους που θα μας έφερναν σε επικοινωνία, πλάγιους τρόπους, μέχρι που απηύδησα με τον εαυτό μου! Δεν ήμουν εγώ για τέτοια. Βρήκα το τηλέφωνό της και της τηλεφώνησα. Καθαρά και ξάστερα άπλωσα τις προθέσεις μου. Και δεν πίστευα στ’ αυτιά μου ότι θα τη συναντούσα στο σπίτι της.
Ηταν 29 Ιανουαρίου 2002. Βασιλίσσης Σοφίας 98 Α. Η Αμαλία Μεγαπάνου (το επίθετο του δεύτερου συζύγου της που με αυτό υπέγραφε και τα βιβλία της) έμοιαζε με κοσμοκαλόγρια. Ντυμένη στα μαύρα, απίστευτα αδύνατη, με ένα κοτσάκι σφιχτό και το πιο γλυκό βλέμμα που έχω συναντήσει αλλά που γινόταν αυστηρό στο δευτερόλεπτο, τόσο, που πάγωνες από αμηχανία. Μια γυναίκα με την πιο αδιαπέραστη «πόρτα». Που καθόριζε τις αποστάσεις όσο κανένας. Θυμάμαι εκείνη και το μαύρο της σκυλάκι. Θυμάμαι ότι είχα δώσει το χέρι μου να το μυρίσει όπως κάνω πάντα με τα σκυλιά: «Δεν είναι ανάγκη. Δεν είναι υποχρεωμένος να δέχεται χάδια από αγνώστους».
«Πού κάθεστε εσείς;» την είχα ρωτήσει διστακτικά, μελετώντας τη διάταξη από τα έπιπλα στο σαλόνι της. «Εδώ κάθεται ο σκύλος, οπότε και εγώ. Εσείς όπου θέλετε». Οι συναντήσεις μας ήταν ελάχιστες. Με γοήτευε ο τρόπος που δεχόταν. Ηταν όλα ζυγισμένα στο απόλυτο. Και οι άνθρωποι που θα επέτρεπε να εισέλθουν στο χώρο της μετρημένοι στα δάκτυλα και σκαναρισμένοι από το ένστικτό της. Και έμοιαζε το όλον, με ταξίδι στον χρόνο. Εκείνα τα μπατόν σαλέ… Ο τρόπος σερβιρίσματος… Μια ιεροτελεστία αρχοντιάς. Τα κεντήματα σε κάδρα, είχε πάθος με τα κεντήματα. «Για να μπορέσω να μεταφέρω σε βιβλίο την ιστορία του κεντήματος, εγώ προσωπικά κέντησα 90 κεντήματα».
Ελεγε ότι ήταν ο πιο ανυπόμονος υπομονετικός άνθρωπος. Ανυπόμονη στα απλά, υπομονετική, μεθοδική στα ουσιώδη. Στο τηλέφωνο μιλούσαμε συχνά. Μη φανταστείτε… Λεπτά συνομιλίας. Δεν σπαταλούσε λέξεις. Είχα καθιερώσει για πολλά χρόνια και ένα μεταξύ μας έθιμο. Κάθε Πρωτομαγιά τής έστελνα ένα στεφανάκι. Και εκείνη με ευχαριστούσε χαρούμενη και με την ίδια ευχή: «Να είναι πάντα άξιο το μυαλό σου». Τον πρώτο καιρό κρατούσα σημειώσεις από τα λόγια της. Σαν κομμάτια ενός παζλ που σε ταξίδευε στον χρόνο, σε μια Ελλάδα ενός κάποτε, για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή σταγόνες, σταγονίτσες…
«Στις Σέρρες μέναμε σε ξενοδοχείο, ίσως για να μην επιβαρύνουμε την οικογένεια. Μέσα στο πεντακάθαρο δωμάτιο υπήρχε και μπάνιο, βεβαίως και μπανιέρα, αλλά στη θέση της υπήρχε ένα ξύλο που είχε επάνω γλάστρες. Κάπως σαν… αχρείαστη να είναι».
Για την αυτοεξορία: «Είπε “θα φύγουμε”. Τελεία. Εγώ σαν χαρακτήρας διαφωνούσα, θα έμενα να το παλέψω και το ήξερε αυτό, γι’ αυτό και μου το είπε μία μέρα πριν. Ξεκρέμασα μόνο μια εικόνα της Παναγίας και φύγαμε. Μου είπε ότι θα ήταν για λίγο καιρό».
Για την απόφαση της δικής της επιστροφής: «Γύρισα για την κηδεία του πατέρα μου και ήμουν σε ένα ταξί, Ακαδημίας και Βουκουρεστίου, όταν μπήκε δίπλα μου κάποιος που έμοιαζε επικίνδυνος. Κοίταξα τον ταξιτζή και συνεννοηθήκαμε με τα μάτια μας στο δευτερόλεπτο για το πώς να δράσουμε. Σε εκείνο το περιστατικό αναρωτήθηκα μέσα μου, τι κάνω εγώ στο εξωτερικό; Εδώ είναι ο τόπος μου. Αυτό που συμβαίνει, αυτή τη στιγμή. Το να συνεννοείσαι χωρίς λόγια».
«Αν έπρεπε μόνο ένα να μάθουν οι νέοι για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, θα ήταν ότι ήταν Ελληνας. Αληθινός. Οτι έκανε αυτό που έπρεπε, όχι αυτό που τον συνέφερε. Ακουγε πολύ και μετά έπραττε. Μπορεί να σου απέκοπτε την κεφαλήν επειδή διαφωνούσες μαζί του, αλλά σε είχε ακούσει με προσοχή».
Οσο μου επέτρεπε να μελετήσω τη ζωή της και αντιπαραθέτοντας το ελάχιστο των λόγων της με στοιχεία της ιστορίας ή μαρτυρίες ανθρώπων, νομίζω ότι στο πρόσωπό της ο Κωνσταντίνος Καραμανλής βρήκε τον μάστορά του, ίσως και το πρόσωπό του στον καθρέπτη. Μπορεί και να ήταν απελπιστικά ίδιοι. Ακραία η αυτοσυγκράτησή της. Μετά την παρουσίαση του τελευταίου της πονήματος για το οποίο αφιέρωσε 12 χρόνια από τη ζωή της… Μια «εγκυκλοπαίδεια» ονομάτων με τον τίτλο «Πρόσωπα», σπουδαίο εργαλείο για όποιον εντρυφήσει στην αρχαιότητα, είχα χαρεί μαζί της μια μεγάλη συνομιλία. Σας μεταφέρω ελάχιστα:
«Νομίζω ότι στη γενιά σας οι γυναίκες πορεύονταν στη σκιά των ανδρών»…
–«Μάλλον κάνετε λάθος. Μητροκρατία είχαμε πάντα. Από τις Θεές του Ολύμπου ακόμα. Αλλά θα σας πω και κάτι ακόμα. Ο Ευριπίδης δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τις γυναίκες. Ωστόσο τους έδωσε τους καλύτερους ρόλους».
«Στο βιβλίο σας “Διάλογος με την Αννα” υπάρχει μια φράση σπαρακτικά μελαγχολική “έβαλα την καρδιά μου στα χέρια του. Κι αυτός την πήρε και σαπουνίστηκε”. Εχετε νιώσει ποτέ αυτό το συναίσθημα;».
–«Οχι, γιατί δεν καταλογίζω σε άλλους το πώς χειρίστηκαν την καρδιά μου».
«Σας άκουσα να λέτε ενώ ερχόσασταν “με δυσκολεύουν οι σκάλες. Δεν είναι δύσκολο, αλλά επίφοβο”. Η σκάλα της εξουσίας είναι δύσκολη ή επίφοβη;».
–«Και πού θέλετε να γνωρίζω εγώ από εξουσία;»
«Θαρρώ περάσατε ξυστά. Εχω την αίσθηση ότι δεν την εκτιμάτε ιδιαίτερα».
–«Εκτιμώ το να εργάζεσαι για το καλό του άλλου. Η πολιτική παγκοσμίως έχει αλλάξει όψη. Είναι θέμα ήθους… Οπως η ιατρική. Αν το καλοσκεφτείς μπορεί να μην έχει αλλάξει από τα χρόνια του Ιπποκράτη. Είναι μόνο θέμα ήθους».
Αγαπημένοι μου αναγνώστες… Γράφω, γράφω… Τι διάολο γράφω; Τι νομίζω ότι σας μεταφέρω; Πώς μιλάω για την Αμαλία Μεγαπάνου για να αποκομίσετε μια εικόνα, μια αίσθηση, ενώ ακόμα και εγώ η ίδια δεν μπόρεσα να κατασταλάξω;
Σας αναφέρω για τα κεντήματά της και νοητά βλέπετε μια ήσυχη γυναίκα, της τότε καλής κοινωνίας… Μα η ίδια επισκέφτηκε οίκους ανοχής για να γράψει την ιστορία μιας Αννας.
Η Αμαλία Κανελλοπούλου, Αμαλία Καραμανλή, Αμαλία Μεγαπάνου… Εκείνο το σφιχτό κοτσάκι αλλά και οι πιο θελκτικές, μακριές γάμπες. Εκείνη με τα συγκλονιστικά φορέματα, τα μαντώ, τα καπέλα αλλά και εκείνη, η κοσμοκαλόγρια στη συνέχεια, χωρίς κανένα «καλλωπιστικό» στοιχείο πλην μιας γοητείας που ερχόταν από μέσα της, από παλιά.
Η Αμαλία που απαίτησε διαζύγιο και χάθηκε. Αλλά που στην κηδεία του Κωνσταντίνου Καραμανλή παραβρέθηκε και σας προτρέπω να μελετήσετε τη γλώσσα του σώματος της ενώ χαμηλώνει στο φέρετρο.
Η Αμαλία που δεν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να σπάσει τη σιωπή της για να βαυκαλιστεί παρουσία και να γλείψει κούφια, εξ αγχιστείας, δημοσιότητα.
Η Αμαλία εκλεκτική, ακέραιη, λακωνική, αυτάρκης, υπερήφανη, αξιοπρεπής, έντιμη ψυχή. Δεν σπατάλησε και δεν σπαταλήθηκε.
Η Αμαλία Μεγαπάνου, τώρα όπως την φέρνω στη μνήμη… Τις κινήσεις της… Τους τρόπους της… Τον λόγο όπως στον επέτρεπε αλλά και όπως σου τον έκοβε… Τα «τόσο δα» της… Πώς καθόταν, πώς έδινε το σύνθημα για το σερβίρισμα, πώς «διηύθυνε» μια συζήτηση, πώς με σεβασμό απευθυνόταν στη γυναίκα που φρόντιζε τα του σπιτιού της, το απλό, το απέριττο μιας αρχοντιάς που ανέβλυζε, το βλέμμα της όπως σκανάριζε για να δει αν άξιζε να σπαταλήσει ή όχι ενέργεια να συνομιλήσει, η σοφία της σοβαρότητας της, η αυτοκυριαρχία της, το «αλίμονο» αν δεν στεκόσουν στο ύψος που σε τοποθετούσε…
Η σιωπή της. Σιωπή μιας γυναίκας, «όχι από έλλειψη αντίληψης, αλλά από επιλογή». Κυρία. Πώς να συνεννοηθούμε στον ντεμοντέ όρο «κυρία»; Στα χρόνια των Barbie; Ερμες, τραγικές, λουστραρισμένες Μαντάμ Σουσούδες… Η Αμαλία ήταν μια ατμόσφαιρα. Ενείχε ασπρόμαυρο μυστήριο. Ενείχε αρχοντιά. Πώς να συνεννοηθούμε στον ντεμοντέ όρο «αρχοντιά»; Είχε αγωγή. Πώς να συνεννοηθούμε τον όρο «αγωγή»; Μπορεί εν τέλει να έχει μεγαλύτερο νόημα να σιωπήσουμε όπως εκείνη. Ας πούμε μόνο… Μια άγνωστη κυρία στεκόταν σε έναν σταθμό τρένου. Εφτασε το τρένο. Ανέβηκε. Χάθηκε. Δεν τη γνωρίζαμε, αλλά περιέργως έμεινε στη σκέψη μας. Γιατί; Η γοητεία είναι το πιο ενδιαφέρον ανεξήγητο. Καλό ταξίδι, ενδιαφέρουσα κυρία. Ευχαριστώ για όσα προλάβαμε να συνομιλήσουμε. Δεν θα πρόδιδα ποτέ την εμπιστοσύνη του ενστίκτου σας στο πρόσωπό μου. Αλλά κυρίως, σας ευχαριστώ βαθιά για όσα κρατήσατε μόνο για τον εαυτό σας.
ΥΓ. Θα μου λείψει η ευχή της «Να είναι πάντα άξιο το μυαλό σου»… Μου έδινε πάντα την εντύπωση ότι ίσως είχε παρα-δαμάσει τον εαυτό της, το σώμα της. Aτιμο χαλινάρι το μυαλό.