«Ήταν πολύ δύσκολο, όλες οι παραστάσεις sold out, αλλά βρήκα για την Κυριακή 19 Μαΐου, στις οκτώμιση ξεκινάει, οκτώ και τέταρτο το αργότερο να είσαι εκεί», μου έστειλε το μήνυμα η φίλη που κανόνισε να παρακολουθήσουμε μια από τις καλύτερες θεατρικές παραγωγές της σεζόν. Σε άλλη περίπτωση, προτού απαντήσω «ΟΚ, σούπερ, ευχαριστώ!», θα είχα ανατρέξει στο πρόγραμμα του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, Κυριακή γαρ. Και μάλιστα, η τελευταία του πρωταθλήματος.
Δεν το κοίταξα καν. Σχεδόν δεν το σκέφτηκα. Ετσι, ενώ μ αρέσει να παρακολουθώ ποδόσφαιρο και έχω ασχοληθεί πολλά χρόνια επαγγελματικά με αυτό, ήμουν από τους λίγους του «είδους» που, αντί να περιμένουν πώς και πώς για να παρακολουθήσουν τα μεγάλα, «κλασικά» και καθοριστικά για τον τίτλο ντέρμπι στην τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος, βρέθηκα να περιμένω τον Γκοντό. Και ναι μεν είδα μια εξαιρετική παράσταση, έχασα όμως το πιο εξαιρετικό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σε ενδιαφέρον φινάλε ελληνικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, από τότε που ο Ολυμπιακός κέρδιζε την ΑΕΚ και τον Παναθηναϊκό σε μπαράζ στον Βόλο: 44 χρόνια πριν. Από τότε έως τώρα έχω «ξενερώσει» πολλές φορές με το ελληνικό ποδόσφαιρο (και το μπάσκετ). Και οι λόγοι δεν είναι αγωνιστικοί – ούτε έχουν να κάνουν με την πορεία της ομάδας που υποστηρίζω. Το αντίθετο, μάλιστα…
Είναι κάποια χρόνια τώρα που η Σούπερ Λιγκ, η πάλαι ποτέ «Α΄ Εθνική», έχει αποκτήσει και πάλι ενδιαφέρον, ακόμη και αν δεν είσαι φίλος τον Ολυμπιακού. Ο ανταγωνισμός έχει ενταθεί, κάθε χρόνο όλο και περισσότερες ομάδες βρίσκονται να διεκδικούν τον τίτλο της πρωταθλήτριας έως τις τελευταίες αγωνιστικές, καλή ώρα την περασμένη Κυριακή το τρόπαιο δεν άλλαξε χέρια στις καθυστερήσεις των καθυστερήσεων γιατί μια κεφαλιά έφυγε λίγο έξω από το τέρμα. Δεν είναι όλα καλά καμωμένα, πολλά στραβά και περίεργα συμβαίνουν ακόμη, αλλά η αναβάθμιση σε θέαμα και δυναμικότητα ομάδων είναι αδιαμφισβήτητη. Και αντανακλάται, όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στις διεθνείς διοργανώσεις: σε λίγες ημέρες ο τρίτος της τελικής κατάταξης Ολυμπιακός συμμετέχει, με πολλές αξιώσεις, στον τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης, κάτι που για ελληνική ομάδα έχει να συμβεί από το 1971 και το Γουέμπλεϊ. Ο δε ΠΑΟΚ έφτασε στα προημιτελικά της ίδιας διοργάνωσης.
Και έγινε αυτή η τελευταία αγωνιστική, όπου ο Παναθηναϊκός έχασε στην έδρα του την τρίτη θέση από τον Ολυμπιακό, αλλά, κυρίως, ο ΠΑΟΚ κατέκτησε τον τίτλο με νίκη στην έδρα του άσπονδου συμπολίτη του, Αρη, χωρίς να ανοίξει μύτη. Με τα γήπεδα κατάμεστα. Και με τους οπαδούς στους δρόμους όλη την Κυριακή. Κάτι που, στις 7 Δεκεμβρίου 2023, έμοιαζε απίθανο και πρακτικά αδύνατο να συμβεί…
Ήταν το βράδυ που ο 31χρονος αστυνομικός Γιώργος Λυγγερίδης έπεφτε νεκρός από ναυτική φωτοβολίδα, μία από τις πολλές που εκτόξευσαν οπαδοί εναντίον του ίδιου και των συναδέλφων του, έξω από γήπεδο στο οποίο διεξαγόταν αγώνας βόλεϊ. Ακόμη και το ότι έπαιζαν Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός δεν θα μπορούσε να «δικαιολογήσει» τέτοια ένταση (και έναν φόνο). Και, όπως (από τα στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά) αναδείχθηκε στη συνέχεια, ο αγώνας ήταν απλώς η αφορμή. Στόχος ήταν η βία, στόχος ήταν η αστυνομική δύναμη, ίσως στόχος να ήταν και να υπάρχει νεκρός. Ένας ακόμη.
Δεν είχαν περάσει τότε ούτε τέσσερις μήνες από τον φόνο του 29χρονου οπαδού της ΑΕΚ Μιχάλη Κατσουρή, σε «ντου» χούλιγκαν της Ντινάμο Ζάγκρεμπ και του Παναθηναϊκού, στη Νέα Φιλαδέλφεια, υπό τη «διακριτική παρουσία» της Ελληνικής Αστυνομίας, που τους παρακολουθούσε από τα σύνορα (πρώτα της χώρας, έπειτα της Αττικής και, τέλος, της Νέας Ιωνίας), αλλά τους… έχασε. Το αδιανόητο για κάθε στοιχειωδώς οργανωμένο κράτος περιστατικό οδήγησε κάποιους αξιωματικούς σε αποστρατεία, άλλους σε μετάθεση και υπουργούς, πρωθυπουργούς να λένε για μία ακόμη φορά ότι «το ποτήρι ξεχείλισε», να δεσμεύονται ότι θα (ξανά)διαλύσουν τους συνδέσμους και μπλα μπλα μπλα.
«Έπρεπε», όπως αποδεικνύεται, να θρηνήσουμε έναν ακόμη νεκρό, στον παραλογισμό της βίας που συνδέεται με ομάδες και αθλητικά γεγονότα.
«Έπρεπε» ο νεκρός αυτός να είναι ένας νεαρός αστυνομικός για να γίνουν όσα πολλές φορές ακούγαμε και θυμόμασταν ξανά στον κάθε επόμενο νεκρό.
«Έπρεπε» να είναι στην εξουσία η παραδοσιακά ευαίσθητη σε θέματα των Σωμάτων Ασφαλείας Νέα Δημοκρατία, για να θυμώσουν πραγματικά και να αντιδράσουν η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι υπουργοί, επιβάλλοντας «λουκέτο» στα γήπεδα και εφαρμόζοντας κάποια από τα (προληπτικά) μέτρα που είχαμε βαρεθεί να εξαγγέλλουν.
Και μάλλον «έπρεπε» να είναι ο «σερίφης» Μιχάλης Χρυσοχοϊδης αρμόδιος υπουργός στην τάξη και την ασφάλεια, για να μαζέψει η Αστυνομία, στο τέλος του πρωταθλήματος, δεκάδες αρχιχουλιγκάνους ως δράστες και ως ηθικούς αυτουργούς, να τους οδηγήσει στη Δικαιοσύνη φορτωμένους με κάμποσα κακουργήματα και με την κατηγορία της «εγκληματικής οργάνωσης» και να στείλει το μήνυμα προς τους «ομολόγους» των άλλων ομάδων ότι, αν κουνηθούν, θα έχουν την ίδια τύχη. Και, ταυτόχρονα, να αναδείξει με στοιχεία τη σχέση των ατόμων αυτών με τις διοικήσεις ΠΑΕ και σωματείων. Όχι ότι δεν τις ξέραμε, αλλά, όπως και να το κάνουμε, είναι διαφορετικό να το γράφει και να το υπογράφει το ίδιο το Κράτος. Είναι σαν να λέει και στους μεγαλοπροέδρους/μεγαλοεπιχειρηματίες: «Σας έχω».
Την περασμένη Κυριακή στήθηκε μια μεγάλη επιχείρηση στη Θεσσαλονίκη και άλλη μία στην Αθήνα για να ολοκληρωθεί χωρίς αίμα το πιο αμφίρροπο και ανταγωνιστικό πρωτάθλημα των πολλών τελευταίων δεκαετιών. Χιλιάδες αστυνομικοί ήταν σε υπηρεσία, κάποιοι από αυτούς είχαν τις προηγούμενες ημέρες από κοντά σεσημασμένους χούλιγκαν των ομάδων, drones και κάμερες παρακολούθησης «έγραφαν» επί ώρες. Τα ίδια (και περισσότερα ίσως) θα γίνουν εν όψει του τελικού του Conference League, την άλλη Τετάρτη, όταν ο Ολυμπιακός και οι οπαδοί του θα βρεθούν στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Αυτές οι επιχειρήσεις κοστίζουν ακριβά, πολύ ακριβά. Καμία χώρα δεν αντέχει να τις κάνει σε κάθε ντέρμπι – πολύ περισσότερο μια χώρα με τα οικονομικά μεγέθη της Ελλάδας. Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του στοχεύουν πραγματικά στο να προσφέρουν κάτι περισσότερο από μια προσωρινή (και ανακουφιστική, εν όψει Ευρωεκλογών) λύση στο θέμα της βίας που συνδέεται με τα αθλητικά γεγονότα, θα πρέπει σίγουρα να συνεχίσουν να έχουν στο στόχαστρο τους χουλιγκάνους και τους παράγοντες που τους «αγκαλιάζουν». Την ίδια στιγμή, όμως, θα πρέπει να είναι σίγουροι ότι η δουλειά δεν σταματάει στις συλλήψεις. Τότε αρχίζει. Γιατί, μαζί με τα δικαιώματα των όποιων κατηγορουμένων, θα πρέπει να διασφαλίζεται και η αντοχή και προστασία των δικαστών απέναντι σε συστήματα που έχουν τα μέσα και τον «τρόπο» να τους γλιτώνουν με «χαδάκια». Και αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο το Κράτος, αρκεί να το θέλει, όπως αποδείχθηκε το τελευταίο διάστημα στα γήπεδα και γύρω από αυτά.
Διαφορετικά, είναι σαν να παίζουμε ακόμη «θέατρο»: κάνουμε αυτό που πρέπει για όσο χρειάζεται, ώστε να ξεφουσκώσουν οι αντιδράσεις και να έχουμε το μικρότερο δυνατό πολιτικό κόστος. Σε αυτή την περίπτωση, καλύτερα να περιμένουμε τον Γκοντό, και ας μην εμφανιστεί ποτέ. Εκεί, τουλάχιστον, το θέατρο του παραλόγου είναι αυθεντικό. Και δεν κινδυνεύει η ζωή σου…