Το ποδόσφαιρο πουλάει. Και η πολιτική πουλάει. Το σεξ επίσης, η συνωμοσία, το σκάνδαλο και το δυστύχημα. Οι παλιοί δημοσιογράφοι είχαν ορίσει τον χρυσό κανόνα της υψηλής αναγνωσιμότητας και τηλεθέασης με το περίφημο «δάκρυ-αίμα-σπέρμα». Κάποιοι νεότεροι είχαν προσθέσει στη συνταγή και το «παιδί-σκυλί». Λέγοντας «πουλάει» εννοούμε αυτό που –αν και έχεις δουλειά– σε καθηλώνει μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης για να δεις τι απέγινε ή αυτό που θα σου πει στην πρώτη κουβέντα της η γριά μάνα σου μόλις μπεις στο σπίτι.
Ποτέ, όμως, κάποιο από αυτά τα θέματα δεν αποκτά μέσα στην κοινωνία τη συντριπτική, την καθολική, την αξεπέραστη ισχύ μιας καλής αστυνομικής ιστορίας. Η υπόθεση των Γλυκών Νερών εξηγεί γιατί η αστυνομική λογοτεχνία δεν ήταν ούτε θα γίνει ποτέ μπανάλ. Εξηγεί γιατί, ανεξαρτήτως δεκαετίας, μέσων και συνθηκών, η πρώτη επιλογή μας για το βιβλιαράκι που θα διαβάσουμε στην παραλία το καλοκαίρι θα είναι ένα «αστυνομικό».
Τις τριάντα οκτώ προηγούμενες μέρες, δέκα εκατομμύρια Ελληνες είχαν μπροστά τους ένα ανοικτό βιβλίο με αποσπασματικά δεδομένα και προσπαθούσαν να βρουν τον δολοφόνο. Ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του και τα βιώματα του έκαστος, υπέθετε, συνέθετε, ψυχανεμιζόταν, θλιβόταν, οργιζόταν. Η φρίκη του εγκλήματος σε συνδυασμό με το μυστήριο που το περιέβαλε, δεν άφησε κανέναν ανεπηρέαστο, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, μορφωτικού ή οικονομικού επιπέδου.
Οι τηλεοράσεις έπαιζαν διαρκώς «Καρολάιν», κι ας μην είχαν να προσθέσουν το παραμικρό. Είχαν τους λόγους τους. Κάθε φορά που εμφανιζόταν η φωτογραφία του ευτυχισμένου ζευγαριού στις οθόνες, η τηλεθέαση χτυπούσε κόκκινο. Ψυχολόγοι εξηγούσαν τις επιπτώσεις ενός τέτοιου ειδεχθούς εγκλήματος στην ψυχολογία της μάζας, συνταξιούχοι αστυνομικοί συντάκτες υπενθύμιζαν θρυλικά εγκλήματα του παρελθόντος, από τη φόνισσα Κάστρου που έφαγε τον γαμπρό της κι έγινε ρεμπέτικο, μέχρι τον Λυμπέρη που έκαψε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και ήταν ο τελευταίος εκτελεσμένος στη χώρα.
Οι γυναίκες έβαζαν νοερά τον εαυτό τους στη θέση της Καρολάιν και τα παιδιά τους στη θέση του ορφανού βρέφους, οι άντρες σκέφτονταν να αγοράσουν πιστόλι για να ‘χουν στο κομοδίνο, οι ζωόφιλοι έφριτταν με την αγριότητα και εναντίον του σκυλιού, αλλά κυρίως όλοι έψαχναν, έψαχναν, έψαχναν. Η ελληνική κοινωνία χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Σε αυτούς που έλεγαν ότι τη σκότωσε ο άντρας της και σε αυτούς που έλεγαν «αποκλείεται». Μετά την εξιχνίαση, χωρίστηκαν ξανά σε αυτούς που λένε «σ’ τα έλεγα εγώ» και σε αυτούς που απαντούν «άσε ρε, εδώ δεν το ήξερε η Αστυνομία, εσύ το ήξερες;».
Καταλάβατε τώρα γιατί η Αγκαθα Κρίστι με τον Πουαρό της έχει πουλήσει ένα δισεκατομμύριο βιβλία στην αγγλική γλώσσα κι άλλο ένα στις υπόλοιπες γλώσσες της υφηλίου; Γιατί όλοι ξέρουν τον Σέρλοκ Χολμς του Αρθουρ Ντόιλ; Γιατί σε όλους θυμίζει κάτι το «Γεράκι της Μάλτας» του Ντάσιελ Χάμετ (ίσως το καλύτερο αστυνομικό που γράφτηκε ever), γιατί το «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» του Τζέιμς Κέιν δεν θα πάψει ποτέ να πουλάει; Γιατί δεν θα πάψει ποτέ να μας γοητεύει ο Φίλιπ Μάρλου του Ρέιμοντ Τσάντλερ στον «Μεγάλο αποχαιρετισμό», γιατί ο Γκράχαμ Γκριν στον «Τρίτο άνθρωπο» δεν θα πάψει ποτέ να μας εντυπωσιάζει;
Φέτος στην παραλία θα δούμε κάποιους να διαβάζουν τον Τζο Νέσμπο με τους καταθλιπτικούς νορβηγικούς χειμώνες του ή τον Αντρέα Καμιλέρι με τον Μονταλμπάνο του, αν προτιμά τις ζέστες της Σικελίας. Του χρόνου ενδέχεται να δούμε και ένα μυθιστόρημα για τα Γλυκά Νερά. Τα έχει όλα, αρκεί να το παραλάβει ένας μάστορας της γραφής.