Συνήθως αυτές οι τραγωδίες σέρνουν πίσω τους σχόλια και αυθόρμητες τοποθετήσεις για το πώς ακατάλληλοι άνθρωποι γίνονται γονείς. Στον πυρήνα τους πρόκειται για απλές ηλιθιότητες. Δεν υπάρχουν αξιολογικά κριτήρια για την απόκτηση της γονεϊκής ιδιότητας. Γονιός μπορεί να γίνει όποιος το επιθυμεί. Και, πιστέψτε με, κανένας δεν είναι έτοιμος για να γίνει γονιός. Είναι δουλειά που τη μαθαίνεις στο δρόμο, πάνω στου κασίδη το κεφάλι, εν προκειμένω του παιδιού σου. Ολα τα άλλα παραπέμπουν σε μία ναζιστική αντίληψη περί καταλληλότητας.
Η γυναίκα που άφησε το παιδί της στα νερά του Αλιάκμονα έχει ιστορικό ψυχικής νόσου που επιβεβαιώνεται από νοσηλείες σε ψυχιατρικές κλινικές. Αν αυτό την καθιστά άτομο μειωμένου καταλογισμού, είναι κάτι που θα αποφασιστεί από τους ειδικούς και τη Δικαιοσύνη. Οπως έλεγε ένας ψυχίατρος σε τηλεοπτικό παράθυρο, δεν αποκλείεται το βεβαρυμένο ιστορικό σε συνδυασμό με μία βαριά επιλόχεια κατάθλιψη να την οδήγησε στο αδιανόητο.
Εδώ αναδύονται και άλλα ερωτήματα κυρίως για την ψυχιατρική υποστήριξη που θα μπορούσε να βρει, αλλά και για τη μέριμνα που, ενδεχομένως, θα μπορούσε να λάβει η οικογένειά της. Θα μου πείτε ότι δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για έναν άνθρωπο που αρνείται να λάβει τη θεραπευτική του αγωγή και στέκεται αβοήθητος, σαν στάχυ στον άνεμο. Αλλωστε στην ελληνική περιφέρεια είναι σχετικά δύσκολη η πρόσβαση σε δομές ψυχικής υγείας, ενώ συχνά η ψυχική νόσος φέρει επάνω της και ένα ανεξίτηλο στίγμα.
Ομως τα περιστατικά με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά, μας δείχνουν ότι όχι μόνο κάτι δεν πάει καλά με τη ψυχική υγεία στη χώρα μας, αλλά δεν κάνουμε και πολλά για να τα αντιμετωπίσουμε. Εχουμε, βέβαια, αρμόδιο υφυπουργείο. Αλλά στο πεδίο, στον πραγματικό κόσμο, οι τραγωδίες διαδέχονται η μία την άλλη. Και ναι, παλαιότερα δεν ήταν έτσι. Το επιβεβαιώνουν οι σχετικοί δείκτες, αλλά και οι παθογένειες που εκδηλώθηκαν στην περίοδο της καραντίνας.
Μια απλή ματιά στους αυξητικούς δείκτες στην κατανάλωση ψυχοφαρμάκων μας δείχνει ότι είναι πολλές χιλιάδες οι άνθρωποι που υποφέρουν και, ευτυχώς, βρίσκουν βοήθεια και παρηγοριά στην κατανάλωση σκευασμάτων για την κατάθλιψη και την αγχώδη διαταραχή. Τι γίνεται, όμως, με τους συμπολίτες που αντιμετωπίζουν πολύ πιο σοβαρές, ψυχωτικές, καταστάσεις; Και πώς ελέγχεται ο δρόμος που οδηγεί από μία απλή διαταραχή στη ψύχωση;
Συμφωνούμε, οι δομές ψυχικής υγείας σώζουν ζωές, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Ομως όλα αυτά γίνονται κάτω από ένα πέπλο σιωπής που, πότε-πότε, διαπερνάται από ψιθύρους. Διότι το ζητούμενο εδώ δεν είναι μόνο η δημιουργία δομών υποστήριξης. Είναι και η υποστήριξη του πληθυσμού με ενημέρωση. Βλέπουμε καμπάνιες για τα πάντα, για κάθε είδους ασθένεια, εκτός από τη ψυχική. Μία καμπάνια θα έκανε αρκετούς ανθρώπους να αναγνωρίσουν επάνω τους το πρόβλημα και να αναζητήσουν βοήθεια. Και αν δεν τα κατάφερναν οι ίδιοι, οι συγγενείς τους θα εντόπιζαν εκείνα τα σημάδια, τα συμπτώματα, που χρήζουν άμεσης παρέμβασης. Ναι, μία ευρεία καμπάνια που θα έλεγε στον πληθυσμό ότι αν αναγνωρίσει κάποια συμπτώματα στο περιβάλλον του, πρέπει να επικοινωνήσει με τη γραμμή ψυχικής υγείας. Γιατί αυτό που μας λείπει δεν είναι τόσο οι δομές, όσο η ενημέρωση.