| CreativeProtagon
Απόψεις

Μια Γερμανία σε μαρασμό;

Η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία (και η επακόλουθη ενεργειακή κρίση), μια αύξηση των μεταναστευτικών ροών και οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή αποκάλυψαν πόσο απροετοίμαστο ήταν το Βερολίνο για απροσδόκητους κραδασμούς και γεωπολιτικές αλλαγές. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να κάνει τίποτα –ή, τουλάχιστον, τίποτα από τα σημαντικά– σωστά
Χέλμουτ Ανχάιερ

Υπήρξε μια εποχή που, στα μάτια πολλών, η Γερμανία δεν μπορούσε να κάνει λάθος: η οικονομία ήταν ισχυρή, η ανεργία χαμηλή και η στρατηγική της για δημοσιονομική εξυγίανση επιτυχημένη. Μια ευρεία πολιτική συναίνεση παρείχε σταθερότητα και η γερμανική κοινωνία δεν ταλανιζόταν από βαθιές διαιρέσεις. Σύμφωνα με το σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας της τέως καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ το 2017, η Γερμανία ήταν «μια χώρα στην οποία ζούμε καλά και ευτυχισμένα».

Καθώς η χρονιά πλησιάζει στο τέλος της, το σύνθημα της Μέρκελ, το οποίο ξεχάστηκε ακόμη και από το ίδιο το κόμμα της, ακούγεται ως ευσεβής πόθος. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι η Γερμανία δεν μπορεί πλέον να κάνει τίποτα –ή, τουλάχιστον, τίποτα από τα σημαντικά– σωστά. Το κοινό είναι κουρασμένο και απαισιόδοξο: το 46% των Γερμανών πιστεύει ότι σε δέκα χρόνια θα είναι χειρότερα. Στο τέλος του 2022 μόνο το 28% ήταν αισιόδοξο για το 2023, με το ποσοστό να είναι το χαμηλότερο από το 1951.

Είχαν δίκιο: το 2023 αποδείχθηκε μια θλιβερή χρονιά για τη Γερμανία. Η οικονομία βιώνει μια ήπια αλλά επίμονη ύφεση, ενώ οι προοπτικές για το 2024 είναι εξίσου δυσοίωνες. Μια σοβαρή και μακροχρόνια ανεπίλυτη δημοσιονομική κρίση παρέλυσε και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις κυβερνήσεις των κρατιδίων, οι εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των τριών εταίρων του κυβερνητικού συνασπισμού είναι ανεξέλεγκτες και πολλές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες επί του παρόντος είτε έχουν παγώσει είτε εγκαταλειφθεί. Δεν προκαλεί εντύπωση που η λέξη της χρονιάς στη Γερμανία ήταν η Krisenmodus (κατάσταση κρίσης).

Η επιδραστική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung αφιέρωσε πρόσφατα μια ολόκληρη σελίδα στα μεγαλύτερα προβλήματα της Γερμανίας, 13 συνολικά, πολλά από τα οποία τα προκάλεσε η ίδια. Η παγκοσμιοποίηση και επιβραδύνεται και αλλάζει και λίγες νέες αγορές για γερμανικά προϊόντα αναδύονται, το οποίο ασκεί πίεση στην οικονομία της χώρας καθώς είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές. Επιπλέον, οι επενδύσεις είναι πολύ χαμηλές, οι κεφαλαιαγορές είναι πολύ αδύναμες και ένας επιθετικός ιός τεχνοφοβίας έχει επιβραδύνει την πορεία της ψηφιοποίησης.

Αυτή είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η Γερμανία υποφέρει επίσης από ελλιπείς επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές, υπερβολικές ρυθμίσεις, υπερβολική γραφειοκρατία και ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Η γερμανική κοινωνία πρέπει να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις: μια λειψή μεταναστευτική πολιτική, ακριβές κατοικίες, υψηλές, από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, τιμές ενέργειας και σχολεία που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις.

Αντιθέτως η εφημερίδα μπόρεσε να εντοπίσει μόνο τρία ενθαρρυντικά στοιχεία: ο βιομηχανικός πυρήνας της Γερμανίας είναι πιθανό να επωφεληθεί από την Τεχνητή Νοημοσύνη, ο φαρμακευτικός τομέας ανακτά την παλιά ισχύ του και η μεσαία τάξη (των μικρών και μικρομεσαίων ζωτικής σημασίας κατασκευαστών της χώρας) παραμένει σχετικά ανθεκτική και συνεχίζει να καινοτομεί.

Τι πήγε στραβά; Στο να δημιουργηθεί η τρέχουσα κατάσταση συνέβαλαν σίγουρα η πανδημία, ο πόλεμος του ρώσου προέδρου Πούτιν στην Ουκρανία (και η επακόλουθη ενεργειακή κρίση), μια αύξηση των μεταναστευτικών ροών και οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Ολα αυτά, όμως, αποκάλυψαν –και αυτό είναι το πιο κρίσιμο– πόσο απροετοίμαστη ήταν η Γερμανία για απροσδόκητους κραδασμούς και γεωπολιτικές αλλαγές.

Πολλά από αυτά τα προβλήματα –είτε πρόκειται για οικονομικές και ενεργειακές εξαρτήσεις είτε για απαρχαιωμένα διοικητικά συστήματα ή για κανονισμούς που πλήττουν την καινοτομία– επιδεινώνονταν εδώ και καιρό, αλλά η ηγεσία της χώρας αποφάσισε να τα αγνοήσει και οι ψηφοφόροι το αποδέχτηκαν, πιστεύοντας ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλά.

Ενώ οι αιτίες του μαρασμού της Γερμανίας είναι πολλές, η κυριότερη μεταξύ αυτών είναι το συχνά υποτιμημένο «μειονέκτημα της επιτυχίας» (liability of success). Αυτό που ισχύει για τις εταιρείες ισχύει και για τις χώρες: η καλή οικονομική απόδοση μπορεί να οδηγήσει σε εφησυχασμό. Σε περιόδους ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, οι κυβερνήσεις αποκτούν υπερβολική αυτοπεποίθηση και αγνοούν τις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Αυτό το μειονέκτημα επιδεινώθηκε από τη μεγάλη σημασία που αποδίδουν οι γερμανοί ψηφοφόροι στην πολιτική σταθερότητα και στη διατήρηση του στάτους κβο. Η Μέρκελ, κάθε άλλο παρά μια πολιτική οραματίστρια, ταίριαξε απόλυτα στη Γερμανία, επιλέγοντας να κινείται σταδιακά αντί να ασκεί πιέσεις για απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.

Ο κυβερνητικός συνασπισμός σχηματίστηκε με σύνθημα «τόλμη για περισσότερη πρόοδο». Ομως ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς δεν είναι ούτε οραματιστής ούτε αποτελεσματικός διαχειριστής της κυβέρνησής του, που χειμάζεται από συγκρούσεις, και είναι επιρρεπής σε γκάφες.

Ηταν πρακτικά αδύνατο για τους κυβερνητικούς εταίρους να βρουν κοινά σημεία. Οι Σοσιαλδημοκράτες εξυπηρετούν την παλιά και συρρικνούμενη βάση τους με τα χρήματα των φορολογουμένων, οι Πράσινοι έχουν ένα όραμα μεταρρυθμίσεων που ολοένα περισσότερο δεν ευθυγραμμίζεται με την κοινή γνώμη και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες επαναλαμβάνουν το μότο τους –«καθόλου νέοι φόροι» και «περιορισμός των δημόσιων δαπανών»– ενώ επιμένουν στο φρένο του χρέους. Εάν τα πεπραγμένα του κυβερνητικού συνασπισμού κατά τα δύο πρώτα χρόνια στην εξουσία αποτελούν ένδειξη για το τι πρόκειται να ακολουθήσει, τότε περισσότεροι Γερμανοί θα πρέπει να ανησυχούν για το μέλλον της χώρας τους.

Φαίνεται σίγουρο ότι η Γερμανία θα πληρώσει για τον εφησυχασμό της. Καθώς επαναπαύτηκε στις δάφνες της για πάρα πολύ καιρό, κατέληξε να είναι ανεπαρκώς προετοιμασμένη για τον σημερινό κόσμο και η αποτυχία του κυβερνώντος συνασπισμού να αναλάβει αποφασιστική δράση, απλώς ενέτεινε το πρόβλημα. Από κοινωνικής απόψεως, η ευρεία συναίνεση, που κρατούσε τους περισσότερους Γερμανούς ενωμένους, έχει εξασθενίσει ενώ οι απεργίες και οι διαδηλώσεις καθίστανται πιο συχνές.

Επιπλέον η χώρα αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο πολιτικό μέλλον. Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) στις δημοσκοπήσεις κινείται άνω του 20% σε εθνικό επίπεδο, από το 10% λιγότερο από πριν από μία διετία, και πιθανότατα θα καταστεί μεγαλύτερο κόμμα σε πολλά τοπικά κοινοβούλια το επόμενο έτος. Στην πραγματικότητα ο κυβερνητικός συνασπισμός ενδέχεται να μην επιβιώσει μέχρι τις επόμενες ομοσπονδιακές εκλογές, που έχουν προγραμματιστεί για τα τέλη του 2025. Εάν οι εκκλήσεις για πρόωρες εκλογές ενταθούν, ο Σολτς ενδέχεται να επιδιώξει τον σχηματισμό ενός μεγάλου συνασπισμού με τους Χριστιανοδημοκράτες υπό τον Φρίντριχ Μερτς, τον σκιώδη καγκελάριο.

Εάν ο κυβερνητικός συνασπισμός θέλει να παραμείνει στην εξουσία και να βελτιώσει τις θλιβερές  επιδόσεις του, ο Σολτς πρέπει να αρχίσει να επικοινωνεί καλύτερα με το εκλογικό σώμα και να εξηγεί τις πολιτικές της κυβέρνησής του πιο ξεκάθαρα και πιο συχνά. Και τα τρία κόμματα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι περιορίζουν τις πιθανότητες επανεκλογής τους, λέγοντας το καθένα το δικό του, ενώ η χώρα παραπαίει.

Η κυβέρνηση Σολτς θα πρέπει να προσπαθήσει να εξασφαλίσει συναίνεση σχετικά με τρία κρίσιμα ζητήματα: 1) τη μη εισαγωγή νέων κοινωνικών προγραμμάτων και τον περιορισμό της αύξησης των δαπανών όσον αφορά τα τρέχοντα προγράμματα στο ποσοστό του πληθωρισμού, 2) τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και 3) και την προώθηση μιας πιο ευέλικτης προσέγγισης όσον αφορά τις δημόσιες επενδύσεις, η οποία απαιτεί τροποποίηση του φρένου του χρέους. Αν και αυτές οι αλλαγές ενδέχεται να μην είναι τολμηρές, δεν μπορεί να υπάρξει σημαντική πρόοδος χωρίς αυτές.


* Ο Helmut K. Anheier είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Hertie School του Βερολίνου και επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Luskin School of Public Affairs του UCLA. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται αποκλειστικά για την Ελλάδα από το Project Syndicate