| CreativeProtagon / Shutterstock
Απόψεις

Μια ελληνική PISA κι αυτή μισή…

...που έπρεπε να έχει γίνει χρόνια τώρα. Αλλά δεν πρέπει να γίνεται δειγματοληπτικά, διότι τα συμπεράσματα που θα εξαγάγουμε θα έχουν ελάχιστη αξία ή, ακόμα χειρότερα, θα είναι λανθασμένα. Δεν αρκεί απλώς «να την υλοποιήσουμε» για να πούμε ότι βάλαμε ένα ακόμα «τικ» στη λίστα των μεταρρυθμίσεων
Νίκος Σαλτερής

Την Τετάρτη 18 Μαΐου είναι να διεξαχθούν, για πρώτη φορά στη χώρα μας, «διαγνωστικές εξετάσεις που θα αφορούν τα γνωστικά αντικείμενα της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών» στην Στ’ τάξη 300 Δημοτικών και στη Γ’ τάξη ανάλογου αριθμού Γυμνασίων. Στόχος τους είναι η «έγκυρη και αξιόπιστη διάγνωση των γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων των μαθητών και μαθητριών μας, σε σχέση με τα προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα».

Η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, δήλωσε ότι η επεξεργασία των αποτελεσμάτων τους θα συμβάλει στη βελτίωση των προγραμμάτων σπουδών, της διδακτικής μεθοδολογίας και του εκπαιδευτικού υλικού και τον σχεδιασμό επιμορφωτικών προγραμμάτων για τους εκπαιδευτικούς. Περαιτέρω, υπογράμμισε ότι στο εξής αυτά θα καθοδηγούν την υλοποίηση πολιτικών συμπεριληπτικής και αντισταθμιστικής εκπαίδευσης (μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και μορφωτικές/κοινωνικές υστερήσεις) και θα συμβάλουν στην αναβάθμιση των υλοποιούμενων εκπαιδευτικών πολιτικών στην Εκπαίδευση. Με δυο λόγια, το συγκεκριμένο εγχείρημα, εξαρχής και από τα πλέον επίσημα χείλη, συνδέεται με υψηλές προσδοκίες επιρροής του στην ποιότητα του Σχολείου μας.

Με τη διεξαγωγή και την επεξεργασία των αποτελεσμάτων της ελληνικής PISA, όπως ονομάστηκε, επιφορτίστηκε άμισθη επιτροπή που συγκροτήθηκε από μέλη της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι, για την ώρα τουλάχιστον, αγνοήθηκε μια βασική σύσταση της Επιτροπής Πισσαρίδη για την Εκπαίδευση, όπου προτάθηκε (και ορθώς) η παράλληλη δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου Εκπαιδευτικών Ανισοτήτων, το οποίο και θα αναλάμβανε το μέγιστο και εξειδικευμένο αυτό έργο.

Οπως είναι κατανοητό, οι συγκεκριμένες εξετάσεις έχουν πρότυπο αυτές της PISA, που υλοποιούνται ανά τριετία στις χώρες του ΟΟΣΑ και όπου τα αποτελέσματα των μαθητών μας όχι μόνο είναι απογοητευτικά, αλλά και χειροτερεύουν σταθερά. Δηλαδή, δεν θα διεξαχθούν σε προηγούμενο ερευνητικό κενό.

Ωστόσο, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου επέλεξε να έχουν και αυτές οι εξετάσεις δειγματοληπτικό χαρακτήρα, απορρίπτοντας, για την ώρα τουλάχιστον, την πραγματοποίησή τους στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού των δύο συγκεκριμένων τάξεων. Κι όμως, αυτό το εγχείρημα στο σύνολο των παιδιών της Στ’ Δημοτικού και της Γ’ Γυμνασίου, αντί της δειγματοληψίας, θα ήταν εφικτό, αφού οι μαθητές-στόχος δεν ξεπερνούν τις 200.000, ενώ από την άλλη θα επέτρεπε την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων για όλη την επικράτεια: κατά γεωγραφική περιοχή, εισοδήματα και μορφωτικό επίπεδο γονέων, ενώ θα έδινε και διαφωτιστικές «εσωτερικές» συγκρίσεις (π.χ. αποτελέσματα αστικών/γεωργικών περιοχών, ευκατάστατων/εργατικών προαστίων, ολιγομελών και μη τμημάτων κ.λπ.). Και είναι αυτές ακριβώς οι συγκρίσεις αποτελεσμάτων που οδηγούν σε πολύτιμα συμπεράσματα, τα οποία με τη σειρά τους υπαγορεύουν τη λήψη συγκεκριμένων, ευέλικτων και αποτελεσματικότερων μέτρων εκπαιδευτικής πολιτικής.

Για να γίνουν τα πράγματα λίγο χειρότερα, η ελληνική PISA υλοποιείται και με μια ακόμη σημαντική «έκπτωση»: από τα διερευνόμενα γνωστικά αντικείμενα στις εξετάσεις PISA, αφαιρέθηκαν οι Φυσικές Επιστήμες, αντικείμενο όπου οι μαθητές μας σημειώνουν πολύ αρνητικά σκορ.

Με δυο λόγια, το όλο εγχείρημα θα υλοποιηθεί εκ των ενόντων, με το ελάχιστο δυνατό κόστος και, συγκυριακά, σε δύσκολους καιρούς, αφού τα σχολεία μας διανύουν το τρίτο έτος λειτουργίας τους σε συνθήκες πανδημίας.

Η απόφαση υλοποίησης της ελληνικής PISA εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής διαδικασιών αξιολόγησης στην εκπαίδευση –με άλλα λόγια, στην πάγια αναβληθείσα και εκκρεμούσα εδώ και δεκαετίες διαδικασία αυτογνωσίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος και εποπτείας του από την Πολιτεία, κάτι που αποτελεί καθήκον και δικαίωμά της ταυτόχρονα.

Ας σημειωθεί ότι προηγήθηκε η «αυτοαξιολόγηση» των σχολικών μονάδων, που υλοποιήθηκε και αυτή με σημαντικές εκπτώσεις και στρεβλώσεις, όπως η αποδοχή εκθέσεων-καρμπόν, σύμφωνα με τα «πρότυπα» των ΔΟΕ-ΟΛΜΕ, και η εκ των υστέρων αριθμητική βαθμολόγησή τους, και δημιούργησε τις αναμενόμενες πλέον εθιμικά «αντιδράσεις».

Ομοίως, η αναγγελία πραγματοποίησης της «ελληνικής PISA» στάθηκε αφορμή για την επανάκαμψη της «συνήθους» ρητορικής και των αντιδράσεων που προκαλεί και μόνο το άκουσμα της λέξης «αξιολόγηση» στην Ελλάδα: Η ΟΛΜΕ ενέταξε την κατάργησή της στα αιτήματα της ημέρας ανάρτησης «μαύρων σημαιών» στα σχολεία κατά της «αντιεκπαιδευτικής πολιτικής» της κυβέρνησης, ενώ επιμέρους εκπαιδευτικές παρατάξεις και η Ανώτατη Ένωση Γονέων εξέδωσαν έντονα επιθετικές ανακοινώσεις.

Το μενού των αντιρρήσεών τους καλύπτει όλο το φάσμα των γνωστών, φαντασιακών (ενίοτε και παραληρηματικών) αιτιάσεων εναντίον κάθε ενέργειας που διαταράσσει τον εκπαιδευτικό μας βάλτο. Κάνουν λόγο για προθέσεις «κατηγοριοποίησης των σχολείων», με απώτερο στόχο τις «συγχωνεύσεις και πιθανό κλείσιμό τους», ενθάρρυνση του «στείρου ανταγωνισμού» που «τελικά» υποβαθμίζει τη δημόσια εκπαίδευση, τη μετατροπή των μαθητών σε «πειραματόζωα», την έκπτωση της γνώσης από αξία «σε μετρήσιμη δεξιότητα», την επιχείρηση ενοχοποίησης των μαθητών και των εκπαιδευτικών «για τα κακώς κείμενα της πολύπαθης εκπαίδευσης» και άλλα, ηχηρά, παρόμοια. Και όλα αυτά θα μπορούσαν να αγνοηθούν ως γραφικά, αν δεν συνοδεύονταν με την απειλή προκήρυξης απεργιών και έμπρακτης «παρεμπόδισης» της πραγματοποίησης των εξετάσεων. Κάτι που είδαμε να συμβαίνει ανενόχλητα στο παρελθόν (ματαίωση επιμορφώσεων διευθυντών σχολείων στην αξιολόγηση κ.ά.).

Οι προηγούμενες υπερβολές δεν ακυρώνουν, βέβαια, ενδιαφέρουσες επιστημονικά κριτικές παρατηρήσεις για τα εγχειρήματα τύπου PISA. Αυτές εκτείνονται από την ανάγκη ιδιαίτερα προσεκτικού σχεδιασμού τους, έως και την ιδεολογικοπολιτική επερώτηση για τη «χρησιμότητα», τη «χρήση» και την «αναγκαιότητά» τους. Ιδιαίτερα η πρώτη ομάδα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στην υλοποίηση της ελληνικής PISA. Για παράδειγμα, δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό ποια στοιχεία θα απογράφονται σε κάθε φύλλο αξιολόγησης και τι αυτά θα αφορούν. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να έχει προσδιοριστεί ήδη, αφού οι σχετικές επιλογές καθορίζουν τον βαθμό, την έκταση και την ποιότητα επεξεργασίας των δεδομένων και κατά συνέπεια τα όποια συμπεράσματα.

Επιπλέον, όσον αφορά τα ήδη δημοσιευμένα σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που θα λάβουν μέρος στις εξετάσεις, είναι ενδεικτικό ότι στην Α’ Αθήνας στα πέντε από τα 18 επιλεγμένα σχολεία αναμένουμε υψηλά ποσοστά επιτυχίας, ενώ στον Πειραιά, από τα 12 ενταγμένα σχολεία, μόνο τα πέντε ανήκουν στους Δήμους Πειραιά (2+1 μονοθέσιο Ραλλείου Πειραματικού), Κερατσινίου-Δραπετσώνας (1) και Κορυδαλλού (1) με αποτέλεσμα, σημαντικοί δήμοι, με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κοινωνιολογικά και εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά, να μένουν εκτός, κάτι που δημιουργεί πρόβλημα πιστότητας των δεδομένων.

Η εκπαίδευσή μας ταξιδεύει στο άγνωστο εδώ και δεκαετίες. Η ελληνική PISA έπρεπε να έχει γίνει πολλά χρόνια πριν και μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στο να ανατραπεί αυτή η κατάσταση. Οφείλουμε, λοιπόν, να την υλοποιήσουμε με αναμφισβήτητα ορθό επιστημονικά τρόπο, εξαντλώντας όλες τις δυνατότητές μας και, ταυτόχρονα, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε η σπουδαιότητα, οι δυνατότητες και οι λόγοι υλοποίησής της να γίνουν κατανοητοί από όσο το δυνατό περισσότερους εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές. Γιατί αυτοί, με τη σειρά τους, συμβάλλουν αποφασιστικά στην ορθή υλοποίησή της.

Διαφορετικά, τα συμπεράσματα που θα εξαγάγουμε θα έχουν ελάχιστη ως μηδενική αξία ή, ακόμα χειρότερα, θα είναι λανθασμένα. Δεν αρκεί απλώς «να την υλοποιήσουμε» για να σημειώσουμε ένα ακόμα «τικ» στην προβλεπόμενη, μακρά λίστα των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η Εκπαίδευσή μας. Γιατί, δυστυχώς, αυτό συμβαίνει μέχρι σήμερα: κάνουμε της εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις «ελληνικά», δηλαδή, τυπικά και μόνο στα χαρτιά. Με αποτέλεσμα να μη βελτιώνεται το επίπεδο των γνώσεων, δεξιοτήτων και γενικότερων εφοδίων που παίρνουν από το ελληνικό σχολείο τα παιδιά μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον της χώρας.


* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας