Συμπληρώνουμε δύο χρόνια πανδημίας και (νομίζουμε ότι) τα έχουμε δει όλα. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας, σαπουνίζαμε μέχρι εξαντλήσεως χέρια και ψώνια από το σούπερ μάρκετ, μετά βγήκαμε από τα σπίτια μας, περιμέναμε το εμβόλιο, ξανακλειστήκαμε αλλά πηγαινοερχόμασταν, μετά ήλθαν τα εμβόλια. Οι περισσότεροι τα έκαναν, άλλοι όμως εξακολουθούν να τα περιφρονούν και τώρα έρχεται μία νέα μετάλλαξη. Και κάπου εδώ φάνηκε ότι τα πράγματα κόλλησαν και δύσκολα θα ξεκολλήσουν.
Oσο λοιπόν περιμένουμε την Oμικρον, καλό θα ήταν να είμαστε εξηγημένοι ως προς τη διαχείριση αυτής της νέας φάσης της πανδημίας.
Το ότι η στάση και αντίληψη της κυβέρνησης είναι διαφορετική, το βλέπουμε πλέον ξεκάθαρα. Λέει ότι ανησυχεί, ξέρει ότι σε λίγες εβδομάδες θα αρχίσουμε πάλι να μετράμε τα κρούσματα σε άλλη κλίμακα και προαναγγέλλει μέτρα, τα οποία όμως – προς Θεού! – δεν πρέπει να ληφθούν τα Χριστούγεννα. Υπήρξε η σκέψη να ελέγχονται με ράπιντ τεστ οι εμβολιασμένοι, ώστε να έχουν πρόσβαση στην εστίαση. Ποιος θα το έκανε, αλήθεια; Εγκαταλείφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε, όπως είπε, να τους εμπιστευτεί όλους και να προτρέψει για τη διενέργεια αυτοδιαγνωστικών ελέγχων. Και σωστά, γιατί μάλλον δεν έχει να κάνει και τίποτε άλλο.
Ωραία, όλοι λίγο πολύ συμφωνούν ότι έχοντας το όπλο του εμβολίου, είναι δύσκολο έως και αδύνατο να κλείσει η οικονομία. Και πιθανώς δεν θα κλείσει.
Το θέμα είναι γιατί σε αυτή τη φάση δεν λαμβάνονται τώρα οι αποφάσεις που είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα ληφθούν σε δύο εβδομάδες;
Η μεγάλη σκοτούρα κάποιων από τους αρμοδίους είναι μην τυχόν και σταλεί λάθος μήνυμα, αν επιβληθεί κάποιο μέτρο που θα περιορίζει τις ελευθερίες των εμβολιασμένων και θα τους εξισώσει με τους ανεμβολίαστους. Σωστό, μέχρις ενός σημείου (υπό αυτήν την έννοια τα ράπιντ θα ήταν σφάλμα). Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα και γι’ αυτό καλό θα ήταν να περιοριστούν επί τέλους και τα πολλά λόγια, ειδικώς από τους υπουργούς-επιδημιολόγους.
Με δεδομένη την εικόνα των νοσηλειών, αναγκαστικά αναρωτιέται κανείς γιατί δεν λαμβάνονται επιπλέον μέτρα για τους ανεμβολίαστους. Για παράδειγμα η απαγόρευση της πρόσβασης τους σε κάθε δραστηριότητα. Ούτε σε ανοιχτούς χώρους εστίασης, ούτε στο λιανεμπόριο, ούτε πουθενά.
Από την άλλη, τι νόημα έχει να εκδηλώνεται φραστικά η ανησυχία, όταν κρατάς ανοιχτά τα μαγαζιά μαζικής διασκέδασης και αγελαίας συνάθροισης (κλαμπ, μπουζούκια, κ.λπ);
Οι απαντήσεις είναι μάλλον προφανείς. Ένα μείγμα πολιτικού κόστους και αλλαγής στην αντιμετώπιση.
Μήπως όμως τελικά αυτά τα ερωτήματα και άλλα παρεμφερή είναι πλέον μάταια; Μήπως βρισκόμαστε σε ένα σημείο, μετά από το οποίο η μοίρα θα καθορίσει τις εξελίξεις; Το βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει ασφαλές σενάριο.
Με την έλευση της Oμικρον φάνηκε ότι ο περιβόητος στόχος για εμβολιασμό του 70% του πληθυσμού προκειμένου να επιτευχθεί η συλλογική ανοσία ήταν μη ρεαλιστικός – βασιζόταν βέβαια σε όσα ξέραμε τότε και τα πράγματα με την πανδημία αλλάζουν διαρκώς.
Τώρα βλέπουμε ότι πλήρως ή επαρκώς εμβολιασμένος είναι όποιος έχει κάνει και τις τρεις δόσεις και αναλόγως της εξέλιξης, σε λίγο θα μιλούμε και για την τέταρτη, την πέμπτη ή την τακτική σε ετήσια βάση.
Θα πρέπει πλέον να είναι ξεκάθαρο ποιες είναι οι επιλογές. Είναι μάλλον σαφής και ειλημμένη η απόφαση: να λειτουργούν όλα λίγο πολύ κανονικά για τους εμβολιασμένους, να αφεθεί η πανδημία να κάνει τον κύκλο που μπορεί να κάνει και… όποιον πάρει ο χάρος.
Τα εμβόλια είναι εδώ, όλα τα πιθανά κίνητρα έχουν δοθεί και, με την εξαίρεση των παιδιών, φαίνεται ότι πολλές ελπίδες για αύξηση των εμβολιασμών δεν θα πρέπει να έχει κανείς. Ίσως μόνο αν διευρυνθεί η υποχρεωτικότητα και σε επιπλέον ηλικιακές ή επαγγελματικές ομάδες.
Μετά θα έλθουν και τα φάρμακα, ενδεχομένως και άλλες μεταλλάξεις και πάει λέγοντας.
Μπορεί να γίνει κάτι άλλο; Δύσκολο. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχει επικρατήσει μία λίγο-πολύ δαρβινική προσέγγιση, που ίσως και να είναι αναπόφευκτη.