Τις Μεγάλες Παρασκευές, θυμάμαι πάντα κάτι γιαγιάδες με κατάμαυρα τσεμπέρια, που έβγαιναν από τον αυλόγυρο του σπιτιού τους, έκλειναν με απαλές κινήσεις την ξύλινη ξεχαρβαλωμένη πόρτα, κοντοστέκονταν στο σοκάκι σαν αναποφάσιστες για τον προορισμό τους και μετά, με έναν εσωτερικό αναστεναγμό, έπαιρναν αργά-αργά τον δρόμο για το νεκροταφείο του χωριού.
Περπατούσαν στο λιθόστρωτο χωρίς να βιάζονται, σαν να κουβαλούσαν ένα ασήκωτο βάρος στους κυρτούς ώμους τους και κάθε τόσο έκαναν μια μικρή στάση ακουμπώντας σε κάποιον μισογκρεμισμένο πετρόχτιστο τοίχο για να πάρουν ανάσα. Τις Μεγάλες Παρασκευές έχει πάντα κουφόβραση και η ανάσα δυσκολεύεται να περάσει σε γέρικα πνευμόνια. Ειδικά όταν μεσολαβεί εκεί στη βάση του λαιμού ένας κόμπος που κάθε τόσο θέλει να ξεσπάσει σε βουβό κλάμα.
Περνούσαν μπροστά από την εκκλησία, στην αυλή της οποίας τιτίβιζε ένα τσούρμο από κορίτσια, γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι γεμάτο ανθάκια. Τα είχαν μαζέψει οι μικρές από κήπους και χωράφια, άγρια και ήμερα λουλούδια που τα συγκέντρωναν στην μεγάλη επιφάνεια για να φτιάξουν τα στολίδια του Επιταφίου. Μιλούσαν και γελούσαν γεμάτες χαρά, μα οι γιαγιάδες περνούσαν απ’ έξω δίχως να σταθούν και δίχως να τους πουν κουβέντα. Από την άλλη μεριά κοίταζαν.
Επαιρναν την ανηφόρα προς το νεκροταφείο, με τα τελευταία σπίτια του χωριού να μένουν πίσω τους και περπατούσαν πια αγκομαχώντας ανάμεσα σε λουλουδιασμένους σχίνους και πάνλαμπρες αγριοδάφνες και κρινάκια του νερού και παπαρούνες κατακόκκινες. Κι ήταν τα γύρω χωράφια καταπράσινα και τα δέντρα τόσο ζωντανά και χαρούμενα, που οι φιγούρες των αποστεωμένων γιαγιάδων, καθώς περνούσαν από κάτω τους, είχαν κάτι το σπαρακτικό και το μακάβριο.
Την ώρα που έφταναν στον άσπρο περίβολο του νεκροταφείου και διάβαιναν την πύλη του, ο ήχος μιας μακρινής καμπάνας έφτανε στ’ αυτιά τους, μιας καμπάνας από το απέναντι χωριό που χτυπούσε πένθιμα για τον θάνατο του Χριστού. Της απαντούσε η καμπάνα της εκκλησούλας του νεκροταφείου και μια από ακόμα πιο πέρα, τόσο μακρινή, ώστε ίσα που διακρινόταν ο μπάσος ήχος της. Κι ήταν όλη αυτή η συγχορδία τόσο θλιμμένη, που ως και τα στριμωγμένα ανάμεσα στα μάρμαρα των τάφων χαμομήλια ανατρίχιαζαν.
Και περπατούσαν οι τσεμπεροφορούσες γιαγιάδες στο πλακόστρωτο του νεκροταφείου κι έφταναν στην τελευταία κατοικία του άντρα τους, του αδελφού τους, της κουνιάδας τους, του γιου ή της κόρης τους, καμιά φορά. Και πριν πάρουν τη σκούπα να σκουπίσουν το λευκό χαμηλό σπιτάκι εκείνων που είχαν χάσει διαπαντός, πριν ανοίξουν το μαρμάρινο ντουλαπάκι με το λάδι, τα καρβουνάκια και το λιβάνι για να θυμιατίσουν, κάθονταν λίγο στην άκρη του τάφου.
Έφερναν τα μισοστραβωμένα δάκτυλα των χεριών τους μπροστά στο φαφούτικο στόμα τους, κάρφωναν τα γεμάτα καταρράχτη μάτια τους στο κενό και αναπολούσαν κάτι από τους ζωντανούς που τώρα ήταν ξαπλωμένοι κάτω από τα παραμορφωμένα ποδάρια τους, σκέτα κόκαλα, και τρέφονταν πια μόνο με θυμίαμα. Και σκέφτονταν οι γιαγιάδες, Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα, πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν δεν υπήρχαν τα γεράματα και ο θάνατος.