Η ρητορική όσων αντιπαρατίθενται στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα πολύ γρήγορα μετακινήθηκε από τις συνταγματικού τύπου αντιρρήσεις, στην υπόθεση ότι θα μπορούν ακόμα και μαθητές χαμηλών επιδόσεων να αποκτήσουν πτυχία σχολών υψηλού κύρους, «αγοράζοντάς» τα για μερικές χιλιάδες ευρώ. Το συγκεκριμένο επιχείρημα εκλαμβάνει ως βεβαιότητα την υπόθεση ότι η πρόβλεψη για «μη κερδοσκοπικά» ΑΕΙ αποτελεί ευφημισμό και υποκρύπτει αγοραία αντίληψη για την Εκπαίδευση. Έτσι, θεωρεί ότι επιφέρει αύξηση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, καταλύοντας την κοινωνική-εκπαιδευτική δικαιοσύνη που εγγυάται το παρόν σύστημα εισαγωγής στα δημόσια ΑΕΙ, όπου η επίδοση στις εξετάσεις αποτελεί το διαβατήριο επιτυχίας.
Οσοι υποστηρίζουν τα παραπάνω, θεωρούν επίσης ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι και κοινωνικά επικίνδυνη, επειδή μόνο δημόσια ΑΕΙ πιστοποιούν αντικειμενικά επάρκεια πτυχιούχων σχολών υψηλού κύρους και, κατ’ επέκταση, την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών απ’ αυτούς ως μελλοντικοί επαγγελματίες.
Γιατί, βέβαια, ουδείς ενδιαφέρεται για τις επιπτώσεις της ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ σε πανεπιστημιακά τμήματα που τρομάζουν να βρουν φοιτητές ή «απαιτούν» προσβλητικά χαμηλή βαθμολογία εισαγωγής. Εξάλλου, όλοι γνωρίζουμε ότι το παρόν σύστημα Πανελλαδικών, εκτός από την υποτιθέμενη επιλογή των αρίστων, εξασφαλίζει «πελατεία» σε τμήματα που διαφορετικά ουδείς θα επέλεγε.
Με δυο λόγια, η όποια ιδεολογική αντιπαράθεση για την λειτουργία ιδιωτικών – μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ στη χώρα αφορά αποκλειστικά την πρόσβαση στις σχολές υψηλού κύρους και κατ’ επέκταση την προστασία των μελλοντικών επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων τους με βάση την επίδοσή τους στις εξετάσεις κι όχι την κοινωνική καταγωγή ή τον πλούτο τους.
Σχολική επίδοση, φυσική νοημοσύνη και φιλελεύθερη σκέψη
Το επιχείρημα διασύνδεσης του «δικαιώματος εισαγωγής» στα ΑΕΙ με την επίδοση των υποψηφίων, αρχικά δείχνει ισχυρό. Τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα οικοδομήθηκαν (τέλη 19ου αιώνα) σύμφωνα με την πρόταση του διαφωτιστή Κοντορσέ, που σχεδίασε (1792) ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, θέτοντας ως μοναδική προϋπόθεση για τη μετάβαση στις ανώτερες βαθμίδες του την επίδοση. Αυτές που ταυτόχρονα προσπορίζουν ατομικά οφέλη στα υποκείμενα και διαχέουν τα «Φώτα» (επιστημονική σκέψη) στην κοινωνία.
Η ανάδειξη της επίδοσης σε ρυθμιστικό παράγοντα της «κατανομής» των ατόμων στην κοινωνική και επαγγελματική ιεραρχία αντλεί την νομιμοποίησή της από την έννοια του «φυσικού χαρίσματος». Δηλαδή, το γεγονός ότι δεν γεννιόμαστε όλοι νοητικά ισοδύναμοι. Κάτι που η φιλελεύθερη σκέψη του Κοντορσέ δεν έβρισκε «κακό». Αντίθετα το θεωρούσε βασικό μοχλό της κοινωνικής προόδου, αφού στην ανισοκατανομή της φυσικής νοημοσύνης εδράζεται ο καταμερισμός της εργασίας και χωρίς αυτόν δεν υφίστανται πολιτισμένες κοινωνίες και κοινωνική πρόοδος. Οπότε, ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να διευκολύνει την επιλογή των «φυσικά» ικανότερων. Όχι μόνο ως ανταμοιβή αλλά και προς γενικότερο όφελος, σύμφωνα με την φιλελεύθερη σκέψη.
Αποτυπώνουν οι Πανελλήνιες τη σχολική επίδοση;
Πέρα, λοιπόν, από το γεγονός ότι η αυτο-προσδιοριζόμενη ως «αριστερή» σκέψη επικαλείται αμιγώς φιλελεύθερα επιχειρήματα (επίδοση), το αυτονόητο ερώτημα που γεννιέται έχει ως εξής: η ίδρυση ιδιωτικών – μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων βαθαίνει τις εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες και είναι κοινωνικά άδικη ή η συγκεκριμένη άποψη επικαλείται μια «πραγματικότητα» που δεν υφίσταται;
Το συγκεκριμένο ερώτημα, «ηθικής» κι όχι «πρακτικής» διάστασης, δεν απαντήθηκε από τους υπέρμαχους των μη κερδοσκοπικών-ιδιωτικών ΑΕΙ. Αυτοί συνηγόρησαν υπέρ της ίδρυσής τους επικαλούμενοι κυρίως οικονομικού χαρακτήρα επιχειρήματα (οικονομική αιμορραγία οικογενειών, απώλεια συναλλάγματος και πιθανότητα ιδιωτικών επενδύσεων) και δευτερευόντως μορφωτικά και νομικά (επαναπατρισμός «εγκεφάλων», άμιλλα πανεπιστημίων, συμπόρευση με την ευρωπαϊκή «κανονικότητα»). Έτσι, για άλλη μια φορά δεν υπήρξε διάλογος μεταξύ αντιτιθέμενων απόψεων αλλά παράθεση επιχειρημάτων ένθεν κακείθεν διαφορετικής οπτικής.
Τέλος και σημαντικότερο. Δεν απασχόλησε τις δύο ομάδες το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ κι αν αυτό ελέγχει όντως γνώσεις και ικανότητες των υποψηφίων. Μοιάζει ο χαρακτηρισμός τους ως αδιάβλητες να ικανοποιεί τους πάντες, αν και όλοι συμφωνούν ότι δεν είναι αντικειμενικές και αξιόπιστες. Δηλαδή, δεν διαπιστώνουν την έκταση και ποιότητα των γνώσεων των υποψηφίων, ούτε αν αυτοί διαθέτουν κριτική σκέψη, δεξιότητες και ικανότητες που απαιτούνται για πανεπιστημιακές σχολές, ιδιαίτερα αυτές του υψηλού κύρους. Οπως αγνοήθηκαν τα ερευνητικά ευρήματα που δείχνουν ότι η συνάφεια μεταξύ αριστούχων εισαχθέντων και αποφοίτων είναι αμελητέα, καθώς και η κοινή διαπίστωση διδασκόντων και διδασκομένων ότι οι απαιτήσεις των περισσοτέρων τμημάτων ΑΕΙ δεν συμβαδίζουν με τη σκευή που αποκτήθηκε από τους εισαχθέντες, που συχνότατα λίγο μετά τις εξετάσεις ξεχνούν όσα χρειάστηκαν να αποστηθίσουν για να επιτύχουν σ’ αυτές…
Είναι όμως οι Πανελλήνιες πραγματικά «αδιάβλητες» εξετάσεις; Ουσιαστικά ούτε αυτό συμβαίνει. Το μαρτυρά η θριαμβολογία γνωστών φροντιστηρίων ότι «έπιασαν και φέτος θέματα», αυτολεξεί, στις «προσομοιώσεις» εξετάσεων που πραγματοποιούν συχνά πυκνά. Δηλαδή, όσοι υποψήφιοι έχουν να πληρώσουν ακριβά φροντιστήρια και ακριβότερα ιδιαίτερα είναι σίγουρο ότι έχουν ήδη «κρυφοκοιτάξει» τα θέματα που υποτίθεται ότι θα κρίνουν «αμερόληπτα» την επίδοσή τους. Αρκεί να είναι καλοί «παπαγάλοι» και αποφασισμένοι να θυσιάσουν την εφηβεία τους αποστηθίζοντας. Κάτι που πιθανώς θα καταστρέψει δια παντός την ικανότητά τους για κριτική σκέψη.
Επιπλέον, ως προς τη σχέση επίδοσης – φυσικού χαρίσματος, εδώ και μισό αιώνα πληθώρα εργασιών στο χώρο της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης (μάλιστα «αριστερής» οπτικής) έχουν δείξει ότι οι σχολικές επιδόσεις δεν σχετίζονται παρά απειροελάχιστα με τη φυσική νοημοσύνη, αλλά εξαρτώνται απόλυτα από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον των μαθητών, παράγοντες που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκπαιδευτική τους διαδρομή. Μερικοί, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι το περιβάλλον επιδρά αποφασιστικά ακόμα και στη βελτίωση ή περιορισμό της φυσικής νοημοσύνης των ανθρώπων, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.
Συνοπτικά, το επιχείρημα περί «αντικειμενικής και κοινωνικά δίκαιης» εισαγωγής στις σχολές υψηλού κύρους με το παρόν σύστημα Πανελληνίων εξετάσεων – όπως όλοι γνωρίζουμε, αλλά ομολογούμε μόνο στις παρέες μας – όχι μόνο δεν ελέγχει τις πραγματικές «επιδόσεις» των μαθητών, αλλά επιδρά καταστροφικά στο Σχολείο (απαξίωση μαθησιακής διαδικασίας), στη σκέψη και τη ζωή μαθητών (ξόδεμα ωρών και εθισμός στην παπαγαλία), στην τσέπη των οικογενειών (κόστος προετοιμασίας, σπουδές σ’ άλλη πόλη) αλλά και στον στοιχειώδη επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων μας, κατανέμοντάς τους σχεδόν αναγκαστικά σε σχολές που οι ίδιοι δεν επιθυμούν να φοιτήσουν. Το σπουδαιότερο, όμως, όλων είναι ότι η εμμονή ή αδιαφορία για τη διατήρησή του, αναστέλλει κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια στην Εκπαίδευση, επειδή μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί γνωρίζουν ότι «αν το παιδί δεν παπαγαλίσει, δεν θα περάσει πουθενά», οπότε και αντιτίθενται στις όποιες επιμέρους αλλαγές.
Γιατί κάποιοι επιμένουν να επικαλούνται «φαντάσματα»;
Η προηγούμενη θέση για τον προβληματικό χαρακτήρα των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ (κοινά αποδεκτή έστω σιωπηλά), καθώς και η επιστημονικά κοινότυπη διαπίστωση για τον καθοριστικό ρόλο της «κοινωνικής» έναντι της «φυσικής» προίκας των παιδιών ως προς τις σχολικές τους επιδόσεις εξακολουθούν να μην γίνεται εύκολα αποδεχτά στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα από όσους κατά μεταξύ ‘60 και ‘70 διαμέσου της δημόσιας εκπαίδευσης και της επιτυχίας τους στο Σχολείο εκτινάχθηκαν κοινωνικά, οικονομικά και μορφωτικά στη μεσαία αστική τάξη, κυρίως διαμέσου της άσκησης ελεύθερων επαγγελμάτων υψηλού κύρους. Γι’ αυτούς η επίκληση της σχολικής επίδοσης ως μέτρο και εργαλείο ατομικής προόδου αποτελεί επαληθευμένη «εμπειρικά» αλήθεια. Με τη διαφορά ότι αυτή η «αλήθεια» έπαψε να ισχύει εδώ και καιρό, αφού η υψηλή κοινωνική κινητικότητα που χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία τις προηγούμενες δεκαετίες έπαψε οριστικά. Σήμερα, «μοιάζουμε» περισσότερο στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι πιθανότητες γόνων φτωχών οικογενειών να μεταπηδήσουν στη ανώτερη μεσαία τάξη, διαμέσου της άσκησης ενός «ανώτερου» επαγγέλματος (γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός κλπ.), ως αποτέλεσμα της επίδοσής του στο σχολείο, είναι ελάχιστες. Αλλά ακόμα κι όταν κάποιοι το κατορθώσουν, ανακαλύπτουν με έκπληξη ότι τα συγκεκριμένα επαγγέλματα έχουν πλέον «προλεταριοποιηθεί» και θα τα ασκήσουν με τη μορφή χαμηλά αμειβόμενης εξαρτημένης εργασίας, ως επιστημονικό προλεταριάτο…
Στον κόσμο όμως της ιδεολογίας δεν υφίστανται «λογικές αντιφάσεις». Ετσι στη ρητορική περί Εκπαίδευσης η επίκληση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της επίδοσης ως «μέτρο» απόδοσής της, εξακολουθεί να παραμένει ισχυρή. Παρά το γεγονός ότι δεν αποτυπώνει πλέον ουσιαστική έγνοια γι’ αυτές καθαυτές, αλλά την υπαρξιακή αγωνία οικογενειών με σχετικά οικονομικά και μορφωτικά προνόμια να διατηρήσουν οι απόγονοί τους το κοινωνικό και οικονομικό τους στάτους.
Και η υπαρξιακή αγωνία μετατρέπεται σε σκληρό και αμείλικτο «εμφύλιο» πόλεμο της μεσαίας τάξης. Όπου όσες οικογένειες ανήκουν στα κατώτερα και μέσα στρώματά της, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν στους γόνους την περαιτέρω βελτίωση του κοινωνικού τους στάτους, αποθεώνουν το υπάρχον σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, ως δήθεν στηριζόμενο στην επίδοση και τη δικαιοσύνη, με την προσδοκία το Κράτος να εγγυάται στο διηνεκές την πιθανότητα συνέχισης της κοινωνικής του πορείας προς υψηλότερες θέσεις. Από την άλλη, οι οικογένειες που ανήκουν στα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης (επαγγελματίες υψηλού κύρους) επιδιώκουν την αύξηση των δυνατοτήτων «παράκαμψης» του υπάρχοντος συστήματος με στόχο τη διατήρηση του κοινωνικού τους στάτους και για τους επιγόνους τους. Και στις δύο περιπτώσεις όμως οι ιδιωτικές δαπάνες για «αγορά» Εκπαίδευσης, είτε αυτή προσλαμβάνει τη μορφή εξόδων για φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία, σπουδές εκτός πόλης οικογενειακής διαμονής ή πανεπιστήμια της αλλοδαπής, αυξάνονται σταθερά σε βάρος του εισοδήματος της ελληνικής οικογένειας, κάτι που οφείλει να περιοριστεί, αφού στο εγγύς μέλλον, λόγου του συνεχιζόμενου «εμφυλίου πολέμου» δεν διαφαίνονται τάσεις περιορισμού τους.
Εκπαιδευτικές ανισότητες, αριστερή ρητορική και σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ
Κάθε εχέφρων πολίτης μπορεί να αντιληφθεί ότι οι εκπαιδευτικές, μορφωτικές και μελλοντικά επαγγελματικές ανισότητες δεν αντιμετωπίζονται σε επίπεδο ελέγχου της εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ιδιαίτερα με την απαγόρευση της λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα. Η εισαγωγή σε πανεπιστημιακές σχολές ψηλού κύρους και η απόκτηση σχετικού πτυχίου απλά τις πιστοποιεί. Μάλιστα, επειδή οι εκπαιδευτικές ανισότητες μοιάζουν με την λερναία ύδρα, αυτές «εμπεδώνονται» σε επίπεδο μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, που εξ ορισμού αποτελούν «ακριβά σπορ», ιδιαίτερα όταν πραγματοποιούνται σε τομείς εντάσεως Γνώσης και Κεφαλαίου και παγιώνονται τελικά στις θέσεις που καταλαμβάνει καθένας μας στην επαγγελματική του ζωή. Εκεί όπου μόνο ιδιαίτερα προικισμένα άτομα ή ιδιαίτερα επίμονοι κηπουροί των Επιστημών διακρίνονται ανεξάρτητα της κοινωνικής και μορφωτικής τους καταγωγής κι αυτό για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα…
Οπότε και σε μεγάλο βαθμό η υποτιθέμενη αριστερή ρητορική κατά των ιδιωτικών πανεπιστημίων και υπέρ του αμετακίνητου χαρακτήρα των Πανελλαδικών εξετάσεων ως μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης εδράζεται στο γεγονός ότι σχεδόν στο σύνολό του το στελεχικό της δυναμικό της Αριστεράς ανήκει στην κατηγορία των «αναβαπτισμένων» κοινωνικά, οικονομικά και μορφωτικά γόνων αγροτοεργατικών οικογενειών σε μικρο-μεσαστούς που ασκούν διακριτά επαγγέλματα. Ως εκ τούτου είναι κι αυτοί προσανατολισμένοι στην «αναπαραγωγή» των παιδιών τους κι όχι στην τύχη των γόνων των λιγότερα ή ελάχιστα ευνοημένων οικογενειών. Οπότε, «ανασύρουν» τη σχετική ρητορική από τη νεανική – φοιτητική ζωή τους επί της ουσίας για να τη χρησιμοποιήσουν ως νομιμοποιητικό στοιχείο των δικών τους ιδιοτελών επιδιώξεων.
Το πραγματικό μας, λοιπόν, πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη ή μη ιδιωτικών ΑΕΙ, αλλά η διαρκής συζήτηση για την πραγματική αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων στις κατώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, καθώς και για ένα πραγματικά λειτουργικό, επωφελές για το σχολείο, τις οικογένειες, τους μαθητές και τον επαγγελματικό προσανατολισμό της νέας γενιάς σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ και, μάλιστα, όσο αυτό αφορά τις σχολές υψηλού κύρους. Γιατί στις υπόλοιπες όχι μόνο δεν χρειάζεται το πανηγύρι των Πανελληνίων, αλλά λειτουργεί καταστροφικά και για την εκπαιδευτική διαδικασία ιδιαίτερα στο Λύκειο. Έχουμε άμεση ανάγκη από ένα είδος ακαδημαϊκού απολυτηρίου, που θα μείωνε δραστικά τις ιδιωτικές δαπάνες για «αγορά» τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χαμηλής ποιότητας, στις περισσότερες περιπτώσεις, είτε αυτή είναι δημόσια είτε ιδιωτική.
Σε αυτήν την προοπτική το να προσαρμόσουμε, όπως ακούστηκε, στο σημερινό καταστροφικό σύστημα εισαγωγής στα δημόσια ΑΕΙ και αυτό στα ιδιωτικά – μη κερδοσκοπικά και πιθανώς σοβαρά πανεπιστημιακά ιδρύματα που επιθυμούν να επενδύσουν στη χώρα (δηλαδή, στα μυαλά των Ελλήνων), πολύ φοβάμαι ότι θα δυναμιτίσει εξ αρχής τη λειτουργία τους. Αντίθετα, είναι ευκαιρία να αναδιοργανώσουμε συνολικά το σύστημα πρόσβασης σε δημόσια και ιδιωτικά ΑΕΙ. Ένα «δημόσιο» μας φτάνει, δύο αποτελούν καταστροφή.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας