Στις αρχές Δεκεμβρίου δημοσιεύθηκαν τα νέα Προγράμματα Σπουδών (νΠΣ) για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Εντάσσονται «σε ένα ευρύτερο μεταρρυθμιστικό οικοσύστημα συμπληρωματικών και αλληλοενισχυόμενων δράσεων», όπου αθροίζονται επίσης ο ψηφιακός μετασχηματισμός της διδασκαλίας, το πολλαπλό βιβλίο, η Τράπεζα Θεμάτων, τα Εργαστήρια Δεξιοτήτων, η Αξιολόγηση, η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και, επιτέλους, ο νεοφανής για τα ελληνικά δεδομένα έλεγχος των μαθησιακών αποτελεσμάτων.
Το σύνολο των δράσεων αυτών αφορά τη λεγόμενη «εσωτερική μεταρρύθμιση» του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλιώς τη βελτίωση της ποιότητάς του. Τα Προγράμματα Σπουδών, ιδιαίτερα σε συγκεντρωτικά εκπαιδευτικά συστήματα όπως το δικό μας, αποτελούν τα θεμέλια της όλης προσπάθειας για δύο λόγους: νομιμοποιούν τη γνώση και τις δεξιότητες που η πολιτική ηγεσία καθορίζει να διδαχθούν στο σχολείο (αναπλαισίωση) και λειτουργούν ως οδηγός συγγραφής νέων σχολικών εγχειριδίων.
Τις τελευταίες δεκαετίες τα Προγράμματα Σπουδών αναθεωρούνται ταχύτατα, λόγω της διαρκούς συσσώρευσης της γνώσης, της ανάδυσης νέων γνωστικών αντικειμένων και της εκρηκτικής αύξησης των «αιτημάτων» που απευθύνονται στο Σχολείο (διδασκαλία Η/Υ, ρομποτική, νέες δεξιότητες, κατανόησης σύνθετών προβλημάτων κ.ά.). Οι αλλαγές τους αποτυπώνουν την προσπάθεια ανταπόκρισής του Σχολείου στις σύγχρονες μορφωτικές και κοινωνικές ανάγκες. Πρόκειται για ένα «κυνηγητό» χωρίς τέλος.
Τα Προγράμματα Σπουδών επιβάλλουν και τις μεθόδους προσέγγισης και κατάκτησης της γνώσης και των δεξιοτήτων. Αυτές δεν έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά μετά τις προτάσεις της Νέας Αγωγής των αρχών του περασμένου αιώνα –αν εξαιρέσουμε τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών κατά τη διδασκαλία, που άλλοτε επιδρούν θετικά στη γνώση, αλλά η κατάχρησή τους αναστέλλει την κατάκτηση σημαντικών δεξιοτήτων.
Τα νέα Προγράμματα Σπουδών ορθώς δεν είναι πλέον «αναλυτικά», όπως τα προηγούμενα, παραμένουν όμως εξαντλητικά. Αρετή τους, το γεγονός ότι μπορούν να διαβαστούν ακόμα και από γονείς, που θα επιθυμούσαν να λάβουν γνώση τι πρέπει και πότε να μάθουν τα παιδιά τους. Ταυτόχρονα, σηματοδοτούν το ιδεολογικό στίγμα της παρούσας πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, που εκδηλώθηκε πριν από τη δημοσίευσή τους με τον εξοβελισμό της Κοινωνιολογίας – Καλών Τεχνών από το Λύκειο και την εισαγωγή της διδασκαλίας των Αγγλικών στο νηπιαγωγείο.
Αν και το σύνολο των ερευνών δείχνουν ότι οι μαθητές μας υστερούν στην κατανόηση-χειρισμό της γλώσσας μας, στα Μαθηματικά, στη Φυσική και στην απόκτηση απαιτητών για την εργασία δεξιοτήτων, οι αλλαγές στα σχετικά γνωστικά αντικείμενα που ενσωμάτωσαν είναι ελάχιστες και δεν τους δίδεται επιπλέον «χώρος» και χρόνος διδασκαλίας. Για παράδειγμα, εντάχθηκε, και ορθά, η διδασκαλία ενός πλήρους λογοτεχνικού έργου στη Γλώσσα, αλλά μόνο στο Λύκειο –αν και γνωρίζουμε ότι η φιλαναγνωσία αναπτύσσεται σε μικρότερες ηλικίες–, ενώ τα Θρησκευτικά παραμένουν αλώβητα.
Επιπλέον, ο μεγάλος «νεωτερισμός» του «μεταρρυθμιστικού οικοσυστήματος», τα Εργαστήρια Δεξιοτήτων (ΕΔ), δεν αποτελεί παρά αναδιατύπωση της Ευέλικτης Ζώνης (ΕΖ) που ήδη λειτουργεί από το 2006. Δηλαδή, ένα σχήμα πραγματοποίησης διαθεματικών ομαδοσυνεργατικών projects, που στην πράξη ροκανίστηκε από εκπαιδευτικούς και πολιτικές ηγεσίες. Απλά τώρα, ως ΕΔ, προσδιορίζεται επακριβώς το περιεχόμενό τους (οκτώ θεματικές) και εμπλέκονται με την Αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, καθιστώντάς την πιο γραφειοκρατική και χρονοβόρα.
Διστακτικότητα παρατηρείται και ως προς τον επόμενο νεωτερισμό, τα «πολλαπλά βιβλία», που θα παραχθούν ως συμπληρωματικά του επίσημου.
Είναι θετική η κίνηση. Ομως η υλοποίησή της μέσω προκήρυξης διαγωνισμού συγγραφής και έγκρισης τριών επικρατέστερων από το ΙΕΠ είναι πολύ πιθανό να προσγειώσει το μέτρο στα «καθ’ ημάς». Πολύ παραγωγικότερη θα ήταν η επιλογή τους απευθείας από τους εκπαιδευτικούς από όσα κυκλοφορούν στο ελεύθερο εμπόριο. Είναι βέβαιο ότι θα ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες διαφοροποίησης της διδασκαλίας. Ενα θετικό βήμα μοιάζει μετέωρο εν τη γενέσει του, αλλά ας παραμείνουμε αισιόδοξοι μέχρι την υλοποίησή του.
Ως προς την οργανική σχέση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών με τον «ψηφιακό μετασχηματισμό της διδασκαλίας», δύσκολα μπορεί να γίνει λόγος για «μεταρρύθμιση». Αποτελεί υποχρέωση συνεχούς προσαρμογής της εκπαίδευσης στην σύγχρονη εποχή. Ξεκίνησε πριν από δύο δεκαετίες με τη μαζική παραγωγή ψηφιακού υλικού (2003-2007), όταν συντάχθηκαν τα διαθεματικά ΠΣ και γράφτηκαν ανάλογα σχολικά εγχειρίδια. Οπως και η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στις ψηφιακές τεχνολογίες. Το πρόβλημα έγκειται αλλού: στη γενναία και συνεχή χρηματοδότησή της. Γιατί αυτή παραπαίει μόλις τελειώσουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια και αμέσως «ξεχνιέται» από τις πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου. Οπως αποδείχθηκε πρόσφατα, όταν η πανδημία επέβαλε την τηλεκπαίδευση και αναδείχθηκε περίτρανα η εγκατάλειψη, ενώ οι εκπαιδευτικοί κλήθηκαν να τη στηρίξουν με ιδιωτικά μέσα. Με δύο λόγια, οι καλές προθέσεις, η ρητορική, οι επικλήσεις στο φιλότιμο των εκπαιδευτικών, οι δωρεές και η περιοδική ευρωπαϊκή χρηματοδότηση δεν επαρκούν για τέτοιου είδους «νεωτερισμούς». Και στον πρόσφατο Προϋπολογισμό δεν έχουν εγγραφεί σχετικά, ικανά κονδύλια.
Αντίστοιχες παρατηρήσεις ισχύουν και για την επιμόρφωση εκπαιδευτικών στα νέα Προγράμματα Σπουδών. Θα μείνουν «ιερά βιβλία» γραμμένα από ειδικούς και μόνο για ειδικούς, αν δεν γίνουν κτήμα των εκπαιδευτικών, αν δεν αλλάξουν τις διδακτικές πρακτικές τους και αν δεν αξιολογηθεί σε βάθος χρόνου η επίδρασή τους στα μαθησιακά αποτελέσματα. Η προηγούμενη μαζική επιμόρφωση (2005-2007) των εκπαιδευτικών στα διαθεματικά ΠΣ-εγχειρίδια κόστισε πολύ και κρίθηκε αναποτελεσματική (βαρετές διαλέξεις, ακατάλληλοι επιμορφωτές) κυρίως λόγω της πρόχειρης οργάνωσης. Οπότε η αρνητική αυτή εμπειρία πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν. Πόσο μάλλον όταν συνυπολογίσουμε ότι, λόγω της δεκαετούς κρίσης, έχουν καταστραφεί ολοσχερώς οι όποιες επιμορφωτικές δομές και το στελεχικό δυναμικό που μπορούσε να τη στηρίξει (κατάργηση σχολικών συμβούλων), ενώ πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας είναι η επιμόρφωση να περιοριστεί σε school base μορφή. Επιλογή που στη συγκεκριμένη περίπτωση ισοδυναμεί με μηδενική χρηματοδότηση ενός αναγκαίου και μεγάλου προγράμματος ενημέρωσης των εκπαιδευτικών στα νΠΣ.
Οσο για τη συσχέτιση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών με την Αξιολόγηση στη Εκπαίδευση, αυτή έχει νόημα μόνο αν στοχεύει στη βελτίωση του παρεχόμενου διδακτικού-παιδαγωγικού έργου. Μέχρι σήμερα, ως γνωστόν, η πρώτη φάση της, η Αυτοαξιολόγηση των Σχολείων, συνάντησε, όπως αναμενόταν, τη λυσσαλέα αντίσταση των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών. Αυτές κατόρθωσαν με τα ομοιόμορφα κείμενά τους, που αποδέχθηκε η πολιτική ηγεσία ως αυθεντικά, να μετατρέψουν σε φάρσα την αυτονόητη υποχρέωση των σχολείων για προγραμματισμό και αποτίμηση του έργου τους. Τι θα συμβεί, λοιπόν, στο επόμενο στάδιο, την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών; Αν υλοποιηθεί, βέβαια, αλλά κι αν αυτή γίνει σύμφωνα με το ψηφισμένο νομοθετικό πλαίσιο, θα επηρεάσει στο ελάχιστο την ποιότητα διδασκαλίας των εκπαιδευτικών, αφού αποτελεί ένα γραφειοκρατικό πλαίσιο που δεν επιδρά στην υπηρεσιακή ζωή και εξέλιξή τους.
Ελπίδες μπορούμε να στηρίξουμε στη συσχέτιση των νέων Προγραμμάτων Σπουδών με τον έλεγχο των μαθησιακών επιτευγμάτων των μαθητών μας με εξετάσεις τύπου PISA. Σύμφωνα με διαβεβαιώσεις, θα ξεκινήσουν εφέτος πειραματικά. Εφόσον υλοποιηθούν με επιστημονικό τρόπο και χωρίς να εμπλακούν σε «συναγωνισμούς» μεταξύ σχολείων και εκπαιδευτικών, θα δίνουν πλήθος ελεγμένων πληροφοριών, ικανών να συμβάλουν στην αποτελεσματική λήψη μέτρων εκπαιδευτικής πολιτικής για τη βελτίωση της Εκπαίδευσης.
Απαραίτητη προϋπόθεσή για αυτό αποτελεί η υλοποίηση της πρότασης Πισσαρίδη για την ταυτόχρονη λειτουργία ενός Κέντρου Παρακολούθησης Εκπαιδευτικών Ανισοτήτων. Επειδή ο απώτερος σκοπός όλων των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, κατά συνέπεια και του «μεταρρυθμιστικού οικοσυστήματος», πρέπει να είναι η επιδίωξη της «αριστείας» όλων των μαθητών και όχι ολίγων κατόχων οικογενειακής «προίκας» ή «μυαλού». Διαφορετικά, οι μαθητές θα φορτωθούν έναν ακόμα κύκλο «εξετάσεων», που δίνουν ψευδοαποτελέσματα για τις γνώσεις και δεξιότητές τους, όπως συμβαίνει με τις εισαγωγικές στα ΑΕΙ.
Κλείνοντας, ας θυμίσουμε για άλλη μια φορά το αυτονόητο: οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, για να έχουν τύχη, απαιτούν την επιδίωξη και επίτευξη ελάχιστης συναίνεσης, χρηματοδότησης σε βάθος χρόνου, καθώς και την πραγματοποίηση, μέχρι τη λήψη των τελικών αποφάσεων, αναλυτικού διαλόγου μεταξύ των εμπλεκομένων. Ωστε εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές να τις αποδεχθούν και να τις υλοποιήσουν ενθέρμως, όχι τυπικά ή υπό απειλή.
Οταν αυτές οι προϋποθέσεις δεν υφίστανται, «οι ωραίες ιδέες, ωραία (μπορεί να) καίγονται»…
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας