| Creative Protagon
Απόψεις

Μεταπολίτευση: Το τραύμα που πρέπει να κλείσει

Η Ελλάδα έχει ιστορικό χρέος να σταθεί στο πλευρό της Κύπρου. Αυτό δεν πρόκειται να παραγραφεί ποτέ. Αμφότερες, όμως, πρέπει να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να επουλωθεί το τραύμα. Δεν αρκεί να μένουν ενωμένες έναντι του κοινού εχθρού. Οφείλουν να σκεφτούν «έξω από το κουτί», όπως ήδη φαίνεται να κάνει ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία γεννήθηκε μέσα από τα συντρίμμια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Αυτή ήταν και η μεγάλη αντίφαση. Όταν η Ελλάδα πανηγύριζε, υποδεχόμενη τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, οι Ελληνοκύπριοι μετρούσαν νεκρούς και αναζητούσαν αγνοούμενους. «Μην πανηγυρίζετε, η Κύπρος καίγεται», έγραφε χαρακτηριστικά ένα από τα πανό των συγκεντρωμένων έξω από το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων στις 25 Ιουλίου 1974. «Ελλάς σώσε την Κύπρο», έγραφε ένα άλλο, λίγα μέτρα παρακάτω.

Μέσα σε λίγες ώρες, όταν εκείνο το πρωινό της 15ης Ιουλίου η χούντα του Ιωαννίδη έδωσε το σύνθημα για την εξόντωση του Μακαρίου, οι σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου διερράγησαν σε βάθος. Όχι σε πολιτικό επίπεδο. Αυτό είχε προηγηθεί αρκετά χρόνια πριν. Αλλά σε αυτό της κοινωνίας. Έως και τις 16 Αυγούστου του 1974, πολίτες, οπλίτες και επιστρατευμένοι κοιτούσαν, απελπισμένοι, τον ουρανό της Λευκωσίας. Εκτός από τα τουρκικά μαχητικά, περίμεναν να δουν την πολυπόθητη βοήθεια από την Ελλάδα. Αυτή που, τελικά, δεν έφτασε ποτέ.

«Η Κύπρος κείται μακράν». Σε αυτή τη φράση συμπυκνώνεται το βαθύ τραύμα της Μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα δεν έσπευσε να συνδράμει στρατιωτικά έναν ολόκληρο λαό που μαχόταν για την επιβίωσή του. Δεν έχει σημασία αν μπορούσε. Ακόμα και συμβολικά, ακόμα και αν χρειαζόταν να θυσιαστούν Έλληνες πιλότοι, με αεροσκάφη που ενδεχομένως να μην είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν σε πάτριο έδαφος, θα έπρεπε να κάνει αισθητή την παρουσία στο πολεμικό πεδίο της μεγαλονήσου. Ούτε η Ελλάδα της χούντας του Ιωαννίδη, ούτε η Ελλάδα του Καραμανλή των πρώτων ημερών της Μεταπολίτευσης

Παρότι αντικειμενικά η ελλαδική στρατιωτική συνδρομή θα ήταν άνευ ουσίας, ουδείς μπορεί να ψέξει τους Ελληνοκύπριους ως άδικους, αγνώμονες ή ακόμα περισσότερο ως αχάριστους. Ακόμα και αν η κυβέρνηση εθνικής ενότητας φοβόταν ότι η άμυνα στα νησιά και τον Έβρο ήταν διάτρητη, άρα και ότι μια επέκταση της πολεμικής σύγκρουσης θα ήταν καταστροφική, στη Λευκωσία έχουν χίλια δίκια. Η ευθύνη της εισβολής ανήκει στη χούντα του Ιωαννίδη, άρα και στην Ελλάδα. Ανήμερα της επετείου σε μια αφιερωματική εκπομπή της ΕΡΤ για το Κυπριακό, ο καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κύπρου Πέτρος Παπαπολυβίου είπε τα εξής, εξαιρετικά ενδιαφέροντα: «Υπάρχει πικρία, τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ πιο δύσκολα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 υπήρχαν πολλοί στην Κύπρο που δεν μπορούσαν να διαχωρίσουν τη χούντα του Ιωαννίδη από το ελληνικό κράτος».

Πολλοί απόρησαν όταν έμαθαν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος έλληνας πρωθυπουργός που ταξίδεψε στην Κύπρο ανήμερα της μαύρης επετείου του Αττίλα. Και όμως, η διάσταση μεταξύ των δύο πλευρών είναι τέτοια που, ουδέποτε επικεφαλής ελλαδικής κυβέρνησης παρέστη σε αυτές τις εκδηλώσεις μνήμης. «Η σκέψη μας πάντα στις μανάδες με τα μαύρα στα οδοφράγματα μέρες και χρόνια ατέλειωτα, στο κλάμα, στα λεωφορεία, με τα οποία δεν επέστρεψαν όλοι, στη βοήθεια που δεν ήρθε ποτέ, στα σπίτια μας, που ο προδομένος και άνισος πόλεμος μάς ανάγκασε να εγκαταλείψουμε, στα ατέλειωτα γιατί», είπε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας το βράδυ της 20ης Ιουλίου. Λόγια βαριά, αλλά στα οποία αποτυπώνεται η τραγική πραγματικότητα που βιώνουν μέχρι σήμερα οι Ελληνοκύπριοι.

Το Κυπριακό, φυσικά, δεν ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1974. Ήταν το ζήτημα που καθόρισε την ελληνική εξωτερική πολιτική ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Αλλά και λειτούργησε ως αιτίας ρήξης σειράς ελλαδικών κυβερνήσεων με τον Μακάριο. Τα δύο μέρη όχι απλώς δεν συμφωνούσαν σε σειρά κομβικών ζητημάτων, όπως για παράδειγμα στην οδό που θα έπρεπε να ακολουθηθεί για την πολυπόθητη Ένωση, άλλα έφθασαν οριακά σε ρήξη. Είτε το 1964, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου σκέφτηκε να επιβληθεί δια των όπλων στον Μακάριο, είτε το 1966 όταν ο Στεφανόπουλος πέταξε τους Ελληνοκύπριους από τις διαπραγματεύσεις μιλώντας απευθείας με τους Τούρκους. Είτε, ακόμα, το 2004 όταν ο Τάσσος Παπαδόπουλος τορπίλισε το Σχέδιο Ανάν, με το μυθικό «παρέλαβα κράτος, δεν θα παραδώσω κοινότητα».

Ανεξαρτήτως της επωδού περί «χαμένων ευκαιριών» επίλυσης του Κυπριακού, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι στη διαχρονία ο Μακάριος υπέπεσε σε σειρά λαθών, φέρνοντας σε αρκετές περιπτώσεις την Ελλάδα ένα βήμα μακριά από την ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία. Όπως, επίσης, ότι με τις επιλογές του ο Αρχιεπίσκοπος αμφισβήτησε το σύστημα ασφαλείας που με κόπο έστησαν οι ελλαδικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις του Κέντρου και της Δεξιάς. Το δε Κυπριακό έγινε πεδίο δόξας λαμπρό για την ανάπτυξη κάθε είδους λαϊκισμού και μαξιμαλισμού, απ’ όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις.

Δεν είναι μυστικό ότι έως σήμερα πολλοί στην Ελλάδα και στην Κύπρο βλέπουν αλλήλους ως βάρος. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο παρελθόν, απλώνεται όμως και στο σήμερα. Πώς θα εξελισσόταν ένας ελληνοτουρκικός διάλογος χωρίς το Κυπριακό στη μέση; Το ερώτημα μένει αναπάντητο διότι απλώς δεν υπάρχει ελληνοτουρκικός διάλογος χωρίς το Κυπριακό στη μέση. «Αθήνα και Λευκωσία απορρίπτουμε το χρεοκοπημένο δόγμα ότι η ακινησία παράγει κίνηση. Ούτε, βέβαια, συμβιβαζόμαστε με την μοιρολατρική διαπίστωση πως κάθε νέος χρόνος θα είναι ίδιος ή χειρότερος από τον προηγούμενο», είπε μεταξύ άλλων ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο Προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας.

Η Ελλάδα έχει ιστορικό χρέος να σταθεί στο πλευρό της Κύπρου. Αυτό δεν πρόκειται να παραγραφεί ποτέ. Αμφότερες, όμως, πρέπει να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να επουλωθεί το τραύμα. Δεν αρκεί να μένουν ενωμένες έναντι του κοινού εχθρού. Οφείλουν να σκεφτούν «έξω από το κουτί», όπως ήδη φαίνεται να κάνει ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης, επιδιώκοντας τη διπλωματική και γεωπολιτική ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τη συμπερίληψή της σε μια σειρά συμμαχιών και εν τέλει τον απογαλακτισμό της, όσο αυτό είναι δυνατόν, από την Ελλάδα. Ειδικά το τελευταίο θα είναι λυτρωτικό για όλες τις πλευρές. Ακόμα και αν η λύση του Κυπριακού δεν έλθει ποτέ. Τα τραύματα κλείνουν κρατώντας ζωντανή τη μνήμη. Αλλά και αφήνοντας πίσω τα σκοτεινά σημεία του παρελθόντος.