Ενώπιον του κινδύνου να βρεθεί εκτεθειμένη και κυρίως αδύναμη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της σύγχρονης συγκυρίας βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ενωση. Λίγους μήνες μετά την υπερψήφιση του Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου –προϊόν δυσχερών συμβιβασμών και αμφίβολης αποτελεσματικότητας– οι Ευρωπαίοι καλούνται να διαχειριστούν τις πιθανές επιπτώσεις μιας νέας προσφυγικής κρίσης εξαιτίας της επέκτασης του πολέμου στη Μέση Ανατολή και δη στον Λίβανο, όπου φιλοξενούνται σήμερα περισσότεροι από 2,5 εκατομμύρια εκτοπισμένοι από τη Συρία, το Ιράκ και την Παλαιστίνη, ενώ όσο συνεχίζονται οι ισραηλινές επιχειρήσεις, τόσο αυξάνεται ο αριθμός των Λιβανέζων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση που άνοιξε τον περασμένο μήνα, μετά την κίνηση της Γερμανίας να επαναφέρει τους ελέγχους στα σύνορά της, αποκτά πλέον άλλη δυναμική και ευρύτητα, με το Μεταναστευτικό να αποτελεί ξανά το κεντρικό ζήτημα που θα απασχολήσει τους ηγέτες στην επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής της 17ης-18ης Οκτωβρίου. Και αυτό διότι 14 κράτη-μέλη της Ενωσης, με πρωτοβουλία της Ολλανδίας και της Αυστρίας και στήριξη μεταξύ άλλων της Γερμανίας, της Γαλλίας, αλλά και της Ελλάδας προωθούν πρωτοβουλία διά της οποίας προτείνεται ο εμπλουτισμός –αν όχι η παράκαμψη– του Συμφώνου με περισσότερα και σαφώς πιο αυστηρά νομοθετικά εργαλεία.
Τι ζητάνε οι 14; Αλλαγή στη διαδικασία, άρα σχεδιασμό νέου νομοθετικού πλαισίου, όσον αφορά τις επιστροφές στις χώρες προέλευσης ή στις χώρες διέλευσης όσων δεν δικαιούνται άσυλο. Οπως λέει στο Protagon πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Μετανάστευσης, με ιδιαίτερη πείρα τόσο επί της ευρωπαϊκής νομοθεσίας όσο και στο πεδίο, η κίνηση αυτή αποτελεί επιβεβαίωση της άποψης που επικρατεί σταδιακά στην Ευρώπη ότι «καλό το νέο Σύμφωνο, αλλά δεν προβλέπει τίποτα για τις επιστροφές».
Η πρόταση δεν στοχεύει απλώς στην αντιμετώπιση μιας νέας κρίσης, αν αυτή τελικά προκύψει. Αναδεικνύει την αλλαγή του σκεπτικού στην κατεύθυνση μιας πιο σκληρής διαχείρισης του ζητήματος από όλο και περισσότερα κράτη-μέλη και όχι μόνο από τους γνωστούς «αντιδραστικούς» του πρόσφατου παρελθόντος. Φαίνεται ότι το φάντασμα του Μεταναστευτικού πλανάται ξανά πάνω από την Ευρώπη.
«Το μείζον σήμερα είναι αυτός του οποίου το αίτημα απορρίπτεται να επιστρέφει πάραυτα», επισημαίνει η πηγή μας, προσθέτοντας ότι «μέτρα όπως η διοικητική απέλαση έχουν χάσει την αξία τους». Υπενθυμίζεται ότι, για παράδειγμα στην Ελλάδα, αυτός του οποίου απορρίφθηκε το αίτημα ασύλου είτε κρατείται σε προαναχωρησιακό κέντρο, είτε αφήνεται ελεύθερος και οφείλει να φύγει από τη χώρα εντός συγκεκριμένου διαστήματος. Ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, εμπίπτουν αυτοί που «εξαφανίζονται». Ή αλλιώς, αυτοί εξαιτίας των οποίων κίνησε η Γερμανία το θέμα ανάσχεσης των δευτερογενών ροών.
Το έτερο, αλλά και πλέον σοβαρό πρόβλημα, είναι ότι οι τρίτες χώρες ουσιαστικά δεν δέχονται επιστροφές, αποφεύγοντας να τηρήσουν τις διμερείς δεσμεύσεις τους. Οπως έχει συμβεί κατά κόρον ακόμα και με την Τουρκία και την Κοινή Δήλωση του 2016. Εξ ου και οι 14 ζητούν έναν κοινό ευρωπαϊκό μηχανισμό επιστροφών, στον οποίο θα πρέπει να συμπεριληφθεί ο όρος της αιρεσιμότητας. «Αν για παράδειγμα το Πακιστάν δεν δέχεται πίσω τους υπηκόους του, τότε η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να αποσύρει μέρος των κονδυλίων που έχουν προβλεφθεί για επενδύσεις στην εν λόγω χώρα», τονίζει η πηγή μας.
Μένει να φανεί αν, εφόσον προχωρήσει η πρόταση, θα υπάρξει πρόβλεψη και για αυστηρότερη περιοριστική πολιτική, δηλαδή αναγκαστική κράτηση –και μάλιστα ανεξαρτήτως διάρκειας– για όσους βλέπουν το αίτημά τους να απορρίπτεται. Πρόκειται, βεβαίως, για άσκηση λεπτής ισορροπίας καθώς τα παραπάνω θα πρέπει να συμβαδίζουν με τις προβλέψεις του διεθνούς και δη του ανθρωπιστικού δικαίου.
Πάντως, αντίστοιχες αναφορές, στη βάση των οποίων αναπτύσσεται ο προβληματισμός των Ευρωπαίων περιλαμβάνονται και στο σχέδιο συμπερασμάτων της επερχόμενης Συνόδου Κορυφής, όπου πέρα από την ανάγκη άμεσης δράσης για την αύξηση των επιστροφών, καταγράφονται η ανάγκη αναζήτησης «νέων τρόπων αντιμετώπισης της παράτυπης μετανάστευσης», αλλά και η αποφασιστικότητα των 27 να «εξασφαλίσουν αποτελεσματικούς ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Ενωσης μέσω των διάφορων διαθέσιμων μέσων».
Οσα περιλαμβάνονται στο σχέδιο συμπερασμάτων δεν αφορούν, προφανώς, πρόσφυγες από τον Λίβανο. Διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρόκειται, κατά πολύ μεγάλη πλειοψηφία, για ανθρώπους που πράγματι δικαιούνται άσυλο, καθώς θα έχουν διαφύγει από μια εμπόλεμη ζώνη. Με αφορμή, λοιπόν, την κρίση στη Μέση Ανατολή, οι Ευρωπαίοι σπεύδουν αφενός να διορθώσουν τα δικά τους λάθη, δηλαδή το Σύμφωνο, αφετέρου να θωρακίσουν τα σύνορα της ΕΕ διά της αποτροπής, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους τον κίνδυνο γενικότερης έξαρσης των μεταναστευτικών ροών, κυρίως σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο.
Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή στην Αίγυπτο διαβιούν περισσότεροι από 6 εκατομμύρια πρόσφυγες, ενώ η αύξηση των μεταναστευτικών ροών στο εγγύς μέλλον εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης θεωρείται αναπόφευκτη. Οπως είχαμε επισημάνει προ λίγων εβδομάδων στο Ρrotagon η πιθανότερη κατάληξη της συζήτησης που άνοιξε, όχι τυχαία, ο καγκελάριος Σολτς ήταν να επιστρέψουμε στην εξωτερική διάσταση του Προσφυγικού. Οπως και συμβαίνει.
Στην Αθήνα έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση καθίσταται όλο και πιο ευάλωτη στην ανάγκη καλύτερης προστασίας των εξωτερικών συνόρων, εξ ου και το βασικό ελληνικό επιχείρημα είναι ότι οι επιχειρήσεις και τα μέσα φύλαξης σε ξηρά και θάλασσα πρέπει να ενισχυθούν με τη συνδρομή, προφανώς, των υπολοίπων κρατών-μελών, ενώ αισθάνονται σε έναν βαθμό δικαιωμένοι σε σχέση με την «αυστηρή, αλλά δίκαιη», όπως συνηθίζουν να λένε οι εκπρόσωποι της κυβέρνηση, μεταναστευτική πολιτική της χώρας –εννοώντας προφανώς ότι μπορεί να δέχονται κατηγορίες για παράνομες μεθόδους αποτροπής εισόδου στη χώρα, αλλά το επίδικο είναι να μην περάσει το μήνυμα ότι η Ελλάδα ακολουθεί μια πολιτική σχεδόν ανοικτών συνόρων.
Oπως επισήμανε προσφάτως ο υπουργός Μετανάστευσης Νίκος Παναγιωτόπουλος, «η συζήτηση για την ασφάλεια των συνόρων έχει ανοίξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα επεκταθεί. Η πολιτική στροφή στην Ευρώπη θα καταλήξει σε αυστηρότερη διαχείριση του προβλήματος». Πράγματι το ζήτημα έχει σαφείς πολιτικές προεκτάσεις, καθώς η εργαλειοποίηση του από συγκεκριμένες δυνάμεις έχει οδηγήσει στη ραγδαία άνοδο της ούλτρα Δεξιάς σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει αποφύγει τον κίνδυνο που την ακολουθεί διαρκώς τα τελευταία χρόνια: οι κινήσεις και τα μέτρα που λαμβάνει να θεωρούνται «too little, too late». Ανεπαρκείς και καθυστερημένες.