«Επιτέλους, ο Λάνθιμος έκανε μια φυσιολογική ταινία, γι’ αυτό κερδίζει», ήταν ένα – ατράνταχτο – επιχείρημα στον νέο εθνικό διχασμό. Αυτόν που σοβεί στα ανερμάτιστα ελληνικά σόσιαλ μίντια με την επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου και της «Ευνοούμενής» του, εκεί έξω.
Ωπα! Τι σημαίνει «φυσιολογική», καταρχάς, και το επαναλαμβάνουν τόσες γραφίδες των σόσιαλ μίντια; Στην Ελλάδα «φυσιολογικά» μπορούν να θεωρούνται πολλά. Από το να γίνεται ζήτημα αιχμής πώς κλέβει το πρωτάθλημα ο ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό, μέχρι το να κατηγορούνται ιερόδουλες για τον ωχαδελφισμό των παντρεμένων πελατών τους. Από το να θεωρείται «λεβεντιά» το bulling μέχρι θανάτου ή ο εξοβελισμός των προσφυγόπουλων από τα θρανία «μας», μέχρι τον φονικό ξυλοδαρμό ενός νέου, μπροστά σε δεκάδες αδιάφορα μάτια.
«Φυσιολογική», λοιπόν; Με ποια έννοια; Μήπως ο Γιώργος Λάνθιμος έκανε απλώς την δουλειά του ως κινηματογραφιστής, πάνω σε ένα σενάριο που αυτή τη φορά ανήκε σε δύο Βρετανούς και όχι στον συνεργάτη του Ευθύμη Φιλίππου; Ώστε να φτάσει η ταινία του να τιμηθεί ως βρετανική με εφτά βρετανικά βραβεία BAFTA και ως αγγλόφωνη να τρέχει ήδη στην κούρσα των Όσκαρ, με δέκα υποψηφιότητες.
«Είναι καλός σκηνοθέτης, αλλά δεν είναι auteur / δημιουργός». Αλλο επιχείρημα. Σοβαρό. Από κριτές παντογνώστες των εύκολων κλικ. «Εχει κάνει βιντεοκλίπ του Σάκη». «Είναι ενοχλητική τόση κουλτούρα, που επιβραβεύεται κιόλας».
Τα επιχειρήματα στα ελληνικά σόσιαλ μίντια, είναι γνωστό, δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Ισως μόνον μια ευκολία να ανακηρύσσουν κάτι ως «αντεθνικό» ή «πολύ εθνικό», «ελληνικό» (που υπονοεί πολλά για το «δαιμόνιο της μοναδικής φυλής»), «ρατσιστικό», «φασιστικό». Και μια ευκολία σε κάθε αναγνώριση, όπως τα βραβεία του Λάνθιμου, να ανακράζουν με εθνική περηφάνια «Α ρε Ελλαδάρα». Ή να διατυμπανίζουν την «σημασία του να είσαι Έλληνας», «καλύτερος από όλους». Ή, αντίθετα, να θυμούνται τον πατροπαράδοτο «ελληνικότατο φθόνο», που θέλει την κατσίκα του γείτονα να ψοφάει (ενίοτε μαζί με τον γείτονα).
Αλλά από αυτό έως το να μπαίνουν με τόση ευκολία σε γηπεδική ατμόσφαιρα (πώς είναι το ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός, αλλά συχνά ακόμη πιο χυδαία, ειδικά στα tweets) υπάρχει μεγάλη απόσταση. Πώς γίνεται κάθε γνώμη για την ταινία του Λάνθιμου και για τον ίδιο να αποτελεί τη θρυαλλίδα ενός – ακόμη – εθνικού διχασμού; Μήπως χάσαμε το μέτρο του… διχασμού;
Ανάμεσα στο «είναι κουλτουριάρης» γιατί «έχει πολλές σιωπές» και «δύσκολα, ακατάληπτα νοήματα», όπως οι μεν ισχυρίζονται στα σόσιαλ μίντια, και στο «ο Λάνθιμος είναι ό,τι καλύτερο έχει βγάλει η Ελλάδα και θα τους νικήσει όλους» που κραυγάζουν οι δε, εντάσσοντάς τον με εθνικοπατριωτική κατάνυξη στο #Greece_at_its_Best (μαζί με τον Τσιτσιπά), χωράνε πολλές συνεδρίες ψυχανάλυσης για όσους εξακολουθούν να διατηρούν σώας τας φρένας.
Θα μου πείτε, εδώ έφτασε κανάλι εθνικής εμβέλειας να κάνει ολόκληρο, σοβαρό, θέμα ότι ο Λάνθιμος υποστηρίζεται από χούλιγκαν. Παρουσιάζοντας, πάλι σοβαρά, την σκωπτική (εμφανέστατα!), ειρωνική ομάδα στο facebook, «Λάνθιμος Χούλιγκανς» των 15.000 σχεδόν likes, της οποίας τα μέλη της ισχυρίζονται ότι θα αναχαιτίσουν με κατάληψη του Kodak Theatre, στην τελετή απονομής των Όσκαρ, τους «κουαρονικούς». Ήτοι, τους οπαδούς του «ακόμη πιο κουλτουριάρη» Μεξικανού Αλφόνσο Κουαρόν, με την ασπρόμαυρη «Roma» του, παραγωγής Netflix. «Υπέρ του Γιώργαρου»! Και είναι έτοιμοι για «ένσταση» στην Ακαδημία των Όσκαρ, αν βραβευτεί ο Κουαρόν.
Σε κόντρα ή, ακόμη περισσότερο, σε διχασμό να βρισκόμαστε. Σάμπως τα ίδια δεν γίνονταν και με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τις διεθνείς αναγνωρίσεις του; Το παράσημο του «λαϊκού» (αν όχι λαϊκιστή) το φοράμε εύκολα αν είναι να καγχάσουμε για τους «κουλτουριάρηδες», «ακατανόητους». Άλλο, αν όπως και στην περίπτωση του ρατσισμού, αποτάσσουμε και το «λαϊκό» και το «λαϊκίστικο» και το «ρατσιστικό» μας, όταν δεν γράφει καλά στο ταμπλό των σόσιαλ μίντια. Τότε, θυμόμαστε την «πολιτική ορθότητα» και οχυρωνόμαστε βολικά πίσω της.
Ας θυμηθούμε λίγο. Έστω και στην χώρα με την πιο ασθενή μνήμη («η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη / κύριο όνομα των θλίψεων», που έγραφε η ποιήτρια Κική Δημουλά). Ας θυμηθούμε ότι ο Γιώργος Λάνθιμος από την αφαιρετική «Κινέτα» του, όταν παραδεχόταν και ο ίδιος ότι «στην Ελλάδα δεν μπορείς, δεν υπάρχουν τα φόντα, να υπάρξεις ούτε να ζήσεις ως κινηματογραφιστής», ως τον επιθετικά παράλογο «Κυνόδοντά» του και από τον «Αστακό» του ως την πολυβραβευμένη ήδη «Ευνοούμενή» του, προσπαθούσε να κάνει «δικό του» σινεμά. Απλά. Και ανάμεσα, μαθαίνοντας πώς και με ποιους παίζεται το παιχνίδι των διεθνών κινηματογραφικών δημοσίων σχέσεων, κατάφερνε να φέρει την Ρέιτσελ Γουάιζ, τον Κόλιν Φάρελ, την Νικόλ Κίντμαν, την Λιά Σεντού και τώρα την Ολίβια Κόλμαν και την πολύφερνη Έμα Στόουν στα κινηματογραφικά πλάνα του. Και βρετανικά κεφάλαια και βρετανικό σενάριο στα νερά του. Για τις «δικές του» ταινίες. Όποιες είναι αυτές και σε όποιον αρέσουν.
Το ομολογώ. Δεν είμαι φαν των ταινιών του Λάνθιμου. Αν με ρωτήσετε είμαι φαν μόνον της ησυχίας με την οποία έκανε όλα αυτά που έκανε, βρήκε άκρες και πέτυχε αυτά που πέτυχε. Προσωπικά δεν εύχομαι «να ψοφήσει η κατσίκα του». Ούτε βρίσκω τον λόγο, αληθινά, για τέτοιο εθνικό διχασμό στα σόσιαλ μίντια, επειδή ένας έλληνας κινηματογραφιστής, με την όποια «γραφή», έφτασε ως τα Όσκαρ. Είτε από τη μια, είτε από την άλλη πλευρά.
Οι παλιοί όλον αυτόν τον άχρηστο θόρυβο τον έλεγαν «παραλαλήματα». Μήπως, λέω μήπως, όπου ακούς τόσα πολλά παραλαλήματα, πρέπει να περιμένεις και επέλαση από (αδηφάγες) κότες;