| CreativeProtagon
Απόψεις

Μετά την 7η Ιουλίου…

Με νίκη και αυτοδυναμία ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τον πολιτικό χρόνο και την άνεση να αναδιατάξει τη χώρα και να αναδειχθεί ο ίδιος σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη για τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο στον χώρο της Δεξιάς αλλά και σε αυτόν του Κέντρου. Ετσι, προκύπτει το ερώτημα τι είδους αντιπολίτευση θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Αλλαγής
Μιχάλης Μιχαήλ

Σχεδόν ένα δεκαήμερο πριν από τις εκλογές και δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να έχει αμφιβολίες ότι ο νικητής είναι γνωστός, ή μάλλον που να μην αποδέχεται ότι νικήτρια της μεθεπόμενης Κυριακής θα είναι η ΝΔ. Και ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ορκιστεί Πρωθυπουργός.  Το καταλυτικό αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, η σύγχυση και η αμηχανία που προκάλεσε στον ΣΥΡΙΖΑ, ο αέρας των δημοσκοπήσεων έκτοτε, συνηγορούν ότι η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση θα είναι στις 8 Ιουλίου η νέα κυβέρνηση και μάλιστα, κατά πάσα πιθανότητα,  αυτοδύναμη. Ως εκ τούτου αναδεικνύεται το ερώτημα: έχουν πολιτικό ενδιαφέρον οι εκλογές;

Θαρρώ πως ναι! Επειδή το τελικό αποτέλεσμα θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό σκηνικό για τα επόμενα χρόνια. Θα  επηρεάσει  τη διαμόρφωση του νέου πολιτικού συστήματος, αφού φαίνεται να έκλεισε ο ιστορικός κύκλος της Μεταπολίτευσης και να ανοίγει ένας νέος. Και πάλι , όπως το 1974, αρχίζοντας από τη ΝΔ.

Στις 7 Ιουλίου ξεκαθαρίζει το τοπίο στο κεντροδεξιό φάσμα του πολιτικού τόξου. Η ΝΔ ξαναγίνεται ο βασικός κορμός της Κεντροδεξιάς και της Δεξιάς παράταξης και όλα τα κομματίδια που προέκυψαν εξαιτίας περνούν στο περιθώριο. Τα απομεινάρια τους  ενσωματώνονται άνευ όρων στο ρεύμα της νίκης, αναζητώντας μια γωνιά εξουσίας. Διευθετούνται, με άλλα λόγια, οι λογαριασμοί στην περίφημη  «δεξιά πολυκατοικία», μολονότι σε ορισμένους δεν αρέσει που η ευκαιρία αυτή δίνεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Ο κ. Μητσοτάκης όμως είναι αυτός που έχει καταφέρει να ομογενοποιήσει την παράταξή του. Στα τρία χρόνια της προεδρίας του, πήρε ένα κόμμα διπλά και τριπλά ηττημένο, χωρίς ουσιαστικά να έχει συνέλθει από το τραύμα του ιστορικού χαμηλού του 18,85% του Μαΐου του 2012 και το έχει μετατρέψει σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Ο ίδιος μαζεύει όλα τα «χαρτιά» στα χέρια του και βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση να τα παίξει επιτυχώς, με διπλό μάλιστα στόχο: αφενός να διορθώσει το μπάχαλο που προκάλεσε στη χώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και να φέρει τα πάνω κάτω σε οικονομικό και θεσμικό επίπεδο για να βγει οριστικά η Ελλάδα από τη κρίση και αφετέρου, εφόσον το πετύχει, να  κερδίσει το στοίχημα ώστε να γίνει ο ίδιος ο νέος της ηγέτης για τα επόμενα τέσσερα ή και παραπάνω χρόνια.

Ετσι, η διεκδίκηση της αυτοδυναμίας –κάτι που έχει να συμβεί 10 χρόνια– είναι θεμελιώδης επιδίωξη. Ο κ. Μητσοτάκης  γίνεται, για την επόμενη κοινοβουλευτική θητεία, ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, αναμφισβήτητα στη Δεξιά αλλά επίσης και στο Κέντρο.

Υπό αυτά τα δεδομένα δεν προκύπτει για μεγάλο χρονικό διάστημα το κενό στον χώρο του Κέντρου και η ανάγκη ίδρυσης ενός νέου φορέα, όπως άφησε να εννοηθεί ο Βαγγέλης Βενιζέλος και έσπευσαν να το υιοθετήσουν αρκετοί που ασπάζονται τις απόψεις του. Εφόσον μάλιστα, στις εκλογές στηρίξουν τη ΝΔ –απολύτως θεμιτή επιλογή– δεν θα υπάρξουν τα περιθώρια πολιτικών πρωτοβουλιών. Προϊόντος του χρόνου ίδωμεν.

Το πολιτικό ενδιαφέρον των επικείμενων εκλογών είναι μεγαλύτερο στο υπόλοιπο φάσμα του πολιτικού τόξου. Στο μετεκλογικό τοπίο της Κεντροαριστεράς. Και δεν είναι τόσο ο μάλλον δευτερεύουσας σημασίας τελικά συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Αλλαγής.

Ο κατακερματισμός και η ανοικτή διαμάχη όλων των δυνάμεων στον ευρύτερο χώρο δείχνει μια παράταξη σε αναβρασμό με συνέπεια να γίνεται πολύ εύθραυστη η ισορροπία κυβέρνησης (ΝΔ) και αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ ), η σταθερότητα της οποίας είναι απαραίτητη για να κλείσει οριστικά το κεφάλαιο της κρίσης. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υπενθυμίζουν ότι ο βαθμός επιτυχίας του κ. Μητσοτάκη εξαρτάται και από τη συμπεριφορά  και τη σταθερότητα της αντιπολίτευσης.

Οι τελικοί λογαριασμοί ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ δεν θα διευθετηθούν στην κάλπη της 7ης Ιουλίου, αλλά στις μεθεπόμενες εκλογές. Και θα προσδιοριστούν από δύο παράγοντες. Το κατά πόσον ο ΣΥΡΙΖΑ θα λειτουργήσει ως συστημική αξιωματική αντιπολίτευση αποβάλλοντας τον λαϊκισμό. Το κατά πόσον δηλαδή θα μετεξελιχθεί  σε υπεύθυνη πολιτική δύναμη χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες  έχοντας αποκοπεί μάλιστα από τους μηχανισμούς που έστησε στο Κράτος.

Ο δεύτερος  καθοριστικός παράγοντας αφορά στις αντοχές του ΚΙΝΑΛ. Από το κατά πόσον, δηλαδή, θα είναι υπεύθυνη και συναινετική αντιπολίτευση στη ΝΔ, απορρίπτοντας  τα αντιδεξιά σύνδρομα, εκ προοιμίου. Και από το κατά πόσον θα καταφέρει να υπερισχύσει στον ανταγωνισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η διατήρηση δυνάμεων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και η διάθεση για εκσυγχρονιστικό μεταρρυθμιστικό λόγο, όπως έδειξε με το πρόγραμμά του, είναι θετικά στοιχεία για να το καταφέρει. Το αν θα τα καταφέρει είναι άλλο θέμα…