Το Epsilon έφυγε, το Opentv ήρθε. Και μαζί του ήρθε και ο Πάνος Κοκκινόπουλος με το «Ου Φονεύσεις», μια σειρά αυτοτελών επεισοδίων παρόμοια με την «10η Εντολή». Για να είμαι ειλικρινής, πριν το δω, ήμουν προκατειλημμένη. Αν και θεωρώ τον Κοκκινόπουλο πολύ ικανό στη δουλειά του, σκεφτόμουν ότι το επίπεδο της ελληνικής μυθοπλασίας έχει πέσει τόσο πολύ τελευταία, που δεν υπάρχει περίπτωση να βγει σειρά της προκοπής.
Το «Ου Φονεύσεις» όμως ήταν η έκπληξη, ανέλπιστα ευχάριστη μάλιστα. Καταρχάς, έβλεπες το γνωστό Κοκκινοπουλικό ύφος και την αισθητική, ανανεωμένα. Εβλεπες έναν σκηνοθέτη που έχει μεστώσει μέσα στην τέχνη του και σου δίνει αυτό που αγαπάς, αλλά πιο ζωντανό και φρέσκο. Σαν να τρως ένα αγαπημένο πιάτο σε μοντέρνο εστιατόριο, ένα αποδομημένο παστίτσιο ίσως από τα χέρια ενός μάστερ σεφ.
Δεύτερον, στο «Ου Φονεύσεις» απολάμβανες ερμηνείες. Πόσο καιρό είχα να δω στην τηλεόραση ερμηνεία όπως αυτή του Στέλιου Μάινα! (είναι μάταιο να περιγράφω τι έκανε εδώ, πρέπει να δεις για να το καταλάβεις) Και γενικά, όλο το καστ ήταν ένας κι ένας (Γιούλικα Σκαφιδά και Ηλιάνα Μαυρομάτη) κι έπαιζαν συγκλονιστικά. Προσωπικά, είχα πολύ καιρό να καθηλωθώ από τηλεοπτικές ερμηνείες.
Και βέβαια, απολάμβανες και μια καλή σκηνοθεσία. Φωτισμοί, μουσικές, γωνίες λήψεις, εφέ, όλα ήταν προσεγμένα κι έβγαζαν νόημα. Γενικά, η νέα σειρά που είδαμε στο Opentv απέδειξε ότι αν υπάρχει καλό σενάριο, καλή σκηνοθεσία και καλοί ηθοποιοί, μπορεί να γίνει καλή μυθοπλασία.
Το «Ου Φονεύσεις» ενθουσίασε πολύ κόσμο, όπως αποδείχτηκε απ’ την ανταπόκριση στα σόσιαλ μίντια, εκεί που τα τηλεοπτικά προϊόντα έχουν feedback με τον σημερινό τηλεθεατή. Στο τουίτερ ας πούμε, ο νέος Κοκκινόπουλος θριάμβευσε, κάτι που είναι σπάνιο να συμβεί. Συνήθως οι σειρές κι οι εκπομπές γίνονται trend γιατί οι χρήστες θέλουν να κοροϊδέψουν, να καυτηριάσουν, να κράξουν. Το ότι ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα καταφέρνει να σπάσει αυτή τη συνήθεια και να πάρει μαζί του τον χρήστη, σημαίνει μάλλον ότι είναι πραγματικά καλό.
Κάποιοι μάλιστα σύγκριναν τη σειρά με αυτές του Netflix. Υπερβολικό ίσως, αλλά απ’ την άλλη είναι όντως ένα πρόγραμμα που μπορεί να σε κάνει να κολλήσεις, όπως εκείνα του Netflix, και να περιμένεις το επόμενο επεισόδιο. Ας το παραδεχτούμε, αυτό είχε χρόνια να συμβεί στην ελληνική τηλεόραση.
Βεβαίως, το «Ου Φονεύσεις» απέχει απ’ τα σενάρια του Netflix, δεν έχει την αρτιότητα που κάνει μια σειρά τηλεοπτικό έργο τέχνης. Όπως σχολιάστηκε εύστοχα στο τουίτερ: τον δολοφονημένο εραστή της υπηρέτριας δεν τον αναζήτησε κανείς; Το GPS του κινητού του που πήγαινε στη βίλα; Οι γείτονες δεν είδαν ότι ο Μάινας λείπει δύο χρόνια; Η αστυνομία δεν βρήκε μέσα στο σπίτι γενετικό υλικό και τρίχες από τις2 υπηρέτριες;
Εννοείται ότι μια σειρά του Netflix δεν θα σου άφηνε περιθώρια για τέτοιους προβληματισμούς. Παρόλα αυτά, χαίρεσαι που βλέπεις μια ελληνική παραγωγή, ικανή να σε συνεπάρει, παρά τις όποιες σεναριακές της αδυναμίες, μια σειρά που (επιτέλους) μπορείς να παρακολουθήσεις ευχάριστα στη μικρή σου, απαξιωμένη οθόνη.
Ευχάριστα που λέει ο λόγος, την ψυχή μας στην κούλουρη πήγε το «Ου Φονεύσεις», δυσκολευτήκαμε να κοιμηθούμε το βράδυ. Αλλά αυτό ήταν και το ζητούμενο.
ΥΓ. Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο μακιγιάζ της σειράς. Τουλάχιστον στο πρώτο επεισόδιο, και ειδικά στις τελευταίες σκηνές, εκεί όπου ο Στέλιος Μάινας σαπίζει κλειδωμένος σ’ ένα κλουβί, ήταν ένα μακιγιάζ σπέσιαλ εφέ που σου έκοβε την ανάσα. Μια τηλεοπτική μεταμόρφωση αξιώσεων, που επίσης βλέπουμε σπάνια στις τηλεοπτικές οθόνες.