Είναι παράδοξο, αλλά η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης δύο διαχρονικά ανταγωνιστικών ιδεολογικών αντιλήψεων. Διότι ενώ σε μια πρώτη ανάγνωση είναι δύο διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις και στρατηγικές που αντιπαρατίθενται, στο δεύτερο πλάνο πρόκειται για τις ιδεολογικές διαφορές δύο μοντέλων που εν τέλει καταλήγουν στο θεμελιώδες δίλημμα των δυτικών κοινωνιών τα τελευταία 50 χρόνια: Οικονομία ή κοινωνία; Ποια έχει προτεραιότητα; Με ποιον θα πας και ποιον θα αφήσεις, τώρα και στην κρίση του Covid-19.
Οι διαμετρικά αντίθετες αυτές στρατηγικές δεν είναι αναπάντεχες. Πηγάζουν από τις αντίθετες πολιτικές προτεραιότητες μεταξύ της φιλελεύθερης-σοσιαλδημοκρατικής Ευρώπης και της νεοφιλελεύθερης Βρετανίας και φυσικά των ΗΠΑ. Από τη μια η προτεραιότητα για την κυριαρχία των αγορών εις βάρος ακόμα και της κοινωνικής συνοχής και από την άλλη το αντίστροφο. Η κοινωνική συνοχή ως παράγων ευημερίας και οικονομικής ανάπτυξης.
Σε όλες τις χώρες της δυτικής Ενωσης οι αρχές του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας διαμόρφωσαν τελικά τις σύγχρονες δημοκρατίες. Δηλαδή: αστική δημοκρατία, φιλελεύθερη με δικαιώματα αλλά και κοινωνικό κράτος που εγγυάται ένα επίπεδο ζωής για όλους τους πολίτες. Η επιδημία του κορονοϊού δοκιμάζει τις αντοχές αυτής της Ευρώπης. Αλλά θα δοκιμάσει και αυτές της άλλης.
Σε όρους προσέγγισης της κρίσης, η διαφορά είναι η γνωστή και θεμελιώδης: από τη μία το μοντέλο επιβολής καραντίνας και απομόνωσης, με την προσωπική και κοινωνική ευθύνη του καθενός, την οποία ακολουθεί σχεδόν όλος ο κόσμος, κατά την προτροπή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Από την άλλη η θεωρία της «ανοσίας της αγέλης» την οποία ακολουθούν η Βρετανία, και εν μέρει η Ολλανδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, αν και ο Τραμπ μπροστά στον φόβο μιας κοινωνικής καταστροφής έκανε πίσω. Μόνο ο Μπόρις Τζόνσον εμφανίστηκε πείσμων, επιδεικνύοντας αντανακλαστικά που ενδεχομένως να αποβούν εις βάρος του λαού του.
Την υγειονομική και επιδημιολογική διαφορά των δύο μοντέλων την έχουν αναλύσει ήδη κορυφαίοι επιστήμονες. Σε όρους πολιτικής όμως, η προσέγγιση της Βρετανίας μοιάζει τρομακτικά με την επιλογή του Brexit. To Ηνωμένο Βασίλειο αποφασίζει να επιλέξει και εδώ τον δικό του δρόμο, υπακούοντας στην ξακουστή ιδεοληπτική νησιωτικότητά του και επιστρατεύοντας το περίφημο «ομίχλη στο Κανάλι, η ήπειρος αποκλείστηκε». Ετσι, μολονότι έχουμε και επισήμως πανδημία εδώ και μία εβδομάδα, το Λονδίνο επέλεξε μικρής κλίμακας περιορισμούς επειδή θεωρεί πως με τους πολίτες να μπαίνουν σε καραντίνα και με τα σχολεία να κλείνουν θα πληγεί η βρετανική οικονομία. Η κυβέρνηση Τζόνσον υποβάλλει τους πολίτες σε ένα μακάβριο τεστ αντοχής, ώστε να αντέξουν οι επιχειρήσεις και οι αξίες, εμφανίζεται διατεθειμένο να θυσιάσει τη δημόσια υγεία στον βωμό του πλούτου. Ασφαλώς επικρίνεται σφόδρα και είναι πιθανόν ο Τζόνσον να αλλάξει ρότα, υπό τον πολιτικό και ηθικό εφιάλτη δεκάδων χιλιάδων νεκρών.
Ομως η αντίληψη με την οποία προσέγγισε η Ντάουνινγκ Στριτ την κρίση δεν είναι μια ιδιαιτερότητα του αμφιλεγόμενου Μπόρις· έχει βαθιές ρίζες στη Βρετανία. Αυτή δεν είναι η κληρονομιά της Θάτσερ; Η κληρονομιά της πολιτικής που διέλυσε το κοινωνικό κράτος, θεωρώντας ότι οι αγορές θα δίνουν –πάντα– τη λύση; Ομως οι αγορές τώρα δεν συμφωνούν ακριβώς και σίγουρα δεν παράγουν λύσεις: τα χρηματιστήρια καταρρέουν προεξοφλώντας την περιδίνηση της παγκόσμιας οικονομίας φυσικά και της βρετανικής –ζούμε σε έναν διασυνδεδεμένο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο και το Νησί δεν μπορεί να γλιτώσει έτσι απλά.
Αντιθέτως είναι τα δημόσια συστήματα υγείας που καλούνται να σηκώσουν το βάρος παντού για να «σωθούν» οι κοινωνίες. Είναι το κατασυκοφαντημένο κοινωνικό κράτος που καλείται να ορθώσει το ανάστημά του στην παγκόσμια αυτή απειλή. Είναι τα υποχρηματοδοτούμενα, όπως συνέβη στην Ελλάδα, νοσοκομεία που καλούνται να αντισταθούν.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τι θα συμβεί στο τέλος, ποιο μοντέλο θα φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα. Αν κρίνει κανείς από τη μεταστροφή που τελικά καταγράφεται στη Βρετανία και τα χωρίς προηγούμενο περιοριστικά μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη, η κοινωνία προηγείται της οικονομίας. Το ποια σχέση θα υπάρξει ανάμεσά τους, αν δηλαδή θα ξαναβρεί ύστερα από δεκαετίες η Σοσιαλδημοκρατία τον ρόλο της ή θα ξαναπάρουν τα ηνία οι οικονομικοί μηχανισμοί, είναι μια μεγάλη συζήτηση.
Αλλα ας την κάνουμε, με το καλό, όταν ξεπεραστεί η κρίση.