Θυμάμαι σαν τώρα την περίοδο που για να αποκτήσει κανείς τηλεφωνική γραμμή στο σπίτι του, περίμενε τρία και τέσσερα χρόνια. Εβαζε μέσον βουλευτές για να παρέμβει στον ΟΤΕ, αγόραζε πανάκριβα γραμμές από αγγελίες στις εφημερίδες ή έψαχνε κανέναν καρκινοπαθή συγγενή του να τον δηλώσει φιλοξενούμενο, μήπως και μπει σε λίστα προτεραιότητας. Τότε φωνάζαμε «δεν είμαστε ευρωπαϊκή χώρα» και ήταν πάνδημη απαίτηση να μπούμε επιτέλους στην ψηφιακή τηλεφωνία που είχε απεριόριστες γραμμές, δεν έμπαινε ο ένας μέσα στη συνομιλία του άλλου και δεν χρειαζόταν να πεις στον συνομιλητή σου «πάρε το μηδέν», όταν αντί για ανθρώπινες φωνές άκουγες παράσιτα. Τη δουλειά ανέλαβε η Siemens με τον Κόκκαλη. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα κι αφού όλοι είχαμε από δύο τηλέφωνα που λειτουργούσαν άψογα, ανακαλύψαμε ότι αυτή η κατεπείγουσα μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή της τηλεφωνίας στοίχισε πολύ, έγινε μέσω διάτρητων διαγωνισμών και αποτελούσε μέγα σκάνδαλο.
Θυμάμαι σαν τώρα τα χρόνια που το εθνικό μας δίκτυο ήταν στο μαύρο του το χάλι. Η Κόρινθος απείχε από την Αθήνα δύο ώρες, η Τρίπολη τέσσερις, η Ηπειρος ήταν πιο μακριά και από την Αμερική. Τότε όλοι ανεξαιρέτως ουρλιάζαμε ότι το οδικό μας δίκτυο είναι χειρότερο απ’ της Ζιμπάμπουε, ότι σκοτώνεται κόσμος στην άσφαλτο και ότι δεν υπάρχει οικονομική ανάπτυξη ή τουρισμός αν χρειάζεσαι ολοήμερο ταξίδι για να φθάσεις στην Πάτρα. Η χρηματοδότηση ήρθε από ευρωπαϊκά λεφτά και τη δουλειά ανέλαβε η Ακτωρ του Μπόμπολα. Δύο δεκαετίες αργότερα και αφού το Θεσσαλονίκη-Τρίπολη έγινε υπόθεση έξι ωρών, ανακαλύψαμε ότι οι δρόμοι αυτοί κόστισαν «μαύρο χαβιάρι», αρχίσαμε να διαιρούμε δισεκατομμύρια με χιλιόμετρα για να δούμε «πόσα φάγανε» οι διαπλεκόμενοι και περάσαμε γενεές δεκατέσσερις εκείνους που σπατάλησαν τα ΕΣΠΑ μόνο σε ανισόπεδους κόμβους και λεωφόρους, αφήνοντας άλλους κλάδους της οικονομίας δίχως ενίσχυση.
Ετσι πάει το πράγμα. Αυτά που για μια γενιά είναι αναγκαία και κατεπείγοντα, για την επόμενη (που απολαμβάνει όσα πέτυχαν οι προηγούμενοι) είναι ανορθολογισμοί και καταχρηστικές πράξεις που υποθήκευσαν τη δική της ζωή. Η πρώτη γενιά απαιτεί, η δεύτερη κριτικάρει και δικάζει. Το ίδιο είχαμε κάνει κι εμείς. Οι πατεράδες μας απαιτούσαν να φύγουν από τα παραπήγματα για να μας μεγαλώσουν σε διαμερίσματα, εμείς (μέσα από τις άσχημες αλλά ζεστές πολυκατοικίες μας) ξεσκίσαμε τον Καραμανλή της πρώτης εποχής επειδή χάλασε τον χαρακτήρα των πόλεων με την αντιπαροχή. Η τρίτη γενιά άρχισε να ξανασουλουπώνει το αστικό της περιβάλλον.
Γιατί τα γράφω αυτά; Διότι θα την ξαναζήσουμε την ιστορία αυτή. Σήμερα καθόμαστε ήσυχα ήσυχα και ακούμε τον Κυριάκο να αναγγέλλει την αγορά 18 Rafale, τεσσάρων φρεγατών, πυραύλων και τορπιλών, με την άνεση ανθρώπου που πάει στο περίπτερο και παίρνει τσιγάρα. Πολύ καλά κάνει, όταν ο Ερντογάν έχει τρελαθεί και το «Oruc Reis» σουλατσάρει ανενόχλητο μέσα στην υφαλοκρηπίδα μας.
Ο μπόμπιρας, όμως, που σήμερα πάει πρώτη φορά σχολείο (και η μάνα του υπερασπίζεται το δικαίωμά του να μη φορά μάσκα) όταν γίνει 25 χρόνων, θα βάλει στο YouTube την ομιλία Μητσοτάκη και θα φρίξει. «Μα πώς αγόραζαν έτσι όπλα;» θα αναρωτηθεί. «Πώς σκορπούσαν δισεκατομμύρια που τώρα πληρώνω εγώ;» Και αν γίνει αναλυτής ή δημοσιογράφος ή πολιτικός, θα βάλει κάτω νούμερα, συμβάσεις, αναθέσεις, τιμές και την τελική χρησιμότητα όσων αποκτήθηκαν, για να αποφανθεί ως εκ των υστέρων προφήτης: «Αυτοί καταχρέωσαν και υποθήκευσαν το μέλλον της γενιάς μου».