Ας πούμε ότι το φθινόπωρο του 2021 ο Μητσοτάκης αποφασίζει ξαφνικά να κάνει εκλογές. Κι αν δεν σας κάνει το φθινόπωρο του 2021 ή το θεωρείτε απίθανο, ας το μεταθέσουμε για την άνοιξη ή το φθινόπωρο του 2022. Σε κάθε περίπτωση, για να αποφασίσει ο Πρωθυπουργός να πάει σε εκλογές, θα σημαίνει ότι το κάνει σε ευνοϊκό για αυτόν χρόνο. Δηλαδή θα προηγείται, δημοσκοπικά τουλάχιστον.
Τι θα έχει σίγουρα προηγηθεί των εκλογών αυτών (στο καθαρά πολιτικό πεδίο); Η εκλογή ηγεσίας στο Κίνημα Αλλαγής. Με δύο σενάρια. Ενα, να επανεκλεγεί η Φώφη Γεννηματά και, δεύτερο, να έχει κερδίσει ο Ανδρέας Λοβέρδος. «Και γιατί τα συνδέεις αυτά τα δύο;» θα ρωτήσετε. Ε, πώς; Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, τίποτα ουσιώδες δεν γίνεται σε αυτό τον τόπο που να μη συνδέεται με το ΠΑΣΟΚ.
Γίνονται το λοιπόν εκλογές, τις οποίες κερδίζει ο Μητσοτάκης. «Γιατί τόση βεβαιότητα;» θα ξαναρωτήσετε. Εντάξει, ας πούμε ότι είμαι προκατειλημμένος. Οποιος αναγνώστης πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει ο Τσίπρας, ας σταματήσει εδώ την ανάγνωση, διότι τα ίδια δεδομένα κοιτάζουμε, αλλά διαφορετικά τα αντιλαμβανόμαστε. Συνεχίζω επί του δικού μου (προκατειλημμένου) σεναρίου.
Ο Μητσοτάκης κερδίζει τις εκλογές με μικρή, μεσαία ή μεγάλη διαφορά, Με την απλή αναλογική δεν σχηματίζεται κυβέρνηση. Οπότε σε τριάντα-σαράντα μέρες πάμε σε επαναληπτικές εκλογές. «Και γιατί αποκλείεις κυβέρνηση συνεργασίας;» θα ρωτήσετε πάλι. «Γιατί να μην κάνει κυβέρνηση ο Μητσοτάκης με το ΚΙΝΑΛ ή ο Τσίπρας με το ΚΙΝΑΛ και κάποιον ακόμα; Ενδέχεται να βγαίνουν τα κουκιά και για τα δυο σενάρια».
Το αποκλείω για δύο λόγους. Πρώτον, διότι ο Κυριάκος δεν θα θέλει κυβέρνηση συνεργασίας αν μπορεί με δεύτερες εκλογές να πετύχει αυτοδυναμία. Ποιος έχει τη δυνατότητα της απόλυτης ελευθερίας και επιλέγει τη μερική δέσμευση; Δεύτερον, διότι μια κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος θα είναι συνώνυμο της πολιτικής ανωμαλίας, ειδικά αν η διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ είναι μεσαία ή μεγάλη.
«Ναι, αλλά αν ο Κυριάκος αρνηθεί κατηγορηματικά τη συζήτηση για κυβέρνηση συνεργασίας, αυτό θα του κάνει ζημιά στις επαναληπτικές» θα πείτε. Ενδέχεται, αν και μόλις προκηρυχθούν εκλογές, όλα ξεκινούν απ’ την αρχή, ειδικά γι’ αυτόν που έχει προοπτική εξουσίας. Αλλά δεν θα είναι ο Κυριάκος που θα αρνηθεί. Θα είναι είτε η Φώφη είτε ο Λοβέρδος. Θα είναι οι ίδιοι επίσης που θα αρνηθούν στον Τσίπρα το ίδιο πράγμα, όταν αυτός θα πάρει διερευνητική εντολή.
«Μα πώς προεξοφλείς αυτή τη στάση Φώφης και Ανδρέα;» θα ρωτήσετε. Διότι, παρά την αντιπαράθεση των δύο αυτών, οι πραγματικές διαφορές τους ως προς τη μακροχρόνια στρατηγική του ΚΙΝΑΛ δεν είναι τόσο μεγάλες. Κανένας από τους δύο δεν μπορεί να αποδεχτεί ασμένως μια κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ, δίχως να φοβηθεί την άμεση και πλήρη απορρόφηση του ΚΙΝΑΛ από τη Δεξιά. Αντιστοίχως, κανένας τους δεν θα τολμήσει μια κυβερνητική συνεργασία με τον δεύτερο Τσίπρα, φλερτάροντας με μια αίσθηση πολιτικής ανωμαλίας και κινδυνεύοντας να εγκαταλειφθεί από τους αντι-Συριζαίους ψηφοφόρους του.
Το ΚΙΝΑΛ, είτε με τη μία εκδοχή ηγεσίας είτε με την άλλη, μετά τις πρώτες εκλογές θα παραστήσει τον αυτόνομο πολιτικό πόλο. Γι’ αυτό, στις κρούσεις που θα του κάνουν ένθεν κακείθεν, είναι υποχρεωμένο να προτείνει συμμαχική κυβέρνηση, δίχως πρωθυπουργία Μητσοτάκη ή Τσίπρα. Ο πρώτος δεν θα το συζητήσει καν, ο δεύτερος, και να το συζητήσει τυπικά, δεν θα το αποδεχτεί ουσιαστικά, διότι έτσι θα αναγνωρίσει στο ΚΙΝΑΛ την ισχύ δεύτερου πόλου.
Το τι θα κάνουν η Γεννηματά ή ο Λοβέρδος μετά τις επαναληπτικές εκλογές σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, είναι άλλο ζήτημα. Μετά τις εκλογές της απλής αναλογικής, όμως, είναι υποχρεωμένοι να μη συμπράξουν με κανέναν. Οπότε, όλη αυτή η συζήτηση για τον ποιον στηρίζει ο Τσίπρας για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ είναι άνευ ουσίας. Οι εξελίξεις είναι ήδη προδιαγεγραμμένες και δείχνουν διπλές κάλπες, όποτε κι αν στηθούν αυτές.