Και ενώ έφευγε με το άλογό του, την Ντόλυ, έγραφε το εικονίδιο: «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι». Αναφέρομαι στον Λούκυ Λουκ. Εκείνον της παιδικής μας ηλικίας. Μπορεί και να αναφέρομαι στον Σωτήρη Τσιόδρα. Τον ήρωα μιας κοινωνίας στη διαδρομή της προς την ενηλικίωση. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στην οθόνη της ζωής μας, τον συνέδεσα με αυτήν την τελευταία μελαγχολική εικόνα. Γιατί μέσα μου ένιωθα ότι άνθρωποι σαν τον συγκεκριμένο έχουν μια δική τους μοναχική διαδρομή πριν τους γνωρίσουμε εμείς και θα συνεχίσουν τον ίδιο βηματισμό και όταν αποχωρήσουν από τη σκηνή μας.
Μια διαδρομή που λογοδοτεί στη συνείδησή τους και ταλανίζεται από την ατομική ευθύνη. Εναν μοναχισμό, όχι μονόχνοτο, αλλά αυτάρκειας και ταπεινοσύνης. Μια ολότητα που κατακτιέται από αρχές, ήθος, επιείκεια και αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος αν και εκθειάστηκε πολύ… Οπως εκθειάζουμε οι Ελληνες… Αρα στον επόμενο τόνο θα του οφείλαμε μια βαρβάτη αποκαθήλωση… Οπως αποκαθηλώνουμε οι Ελληνες ό,τι πρώτα χειροκροτήσαμε… Μια διαδρομή, δηλαδή, τρενάκι του τρόμου. Επάνω, επάνω, επάνω… Σαδιστικά χαιρέκακα κάτω… Από το Ζήτω στο Σταύρωσον!
Αλλά ο Σωτήρης Τσιόδρας φρουρείται από ουσία και ουσιαστικά. Οπως ουσιαστικές σχέσεις. Ανήκει στην πάστα των ανθρώπων που καθρεφτίζουν τη διαδρομή τους στα μάτια των πολύτιμών τους και μόνον. Σε σχέσεις, όχι φευγαλέες, αλλά δομημένες, δουλεμένες, αυτάρκεις. Στο αρχέγονο της επαρχίας «Ποιανού είσαι εσύ;» να λάμπουν τα μάτια των παιδιών σου από περηφάνια. Ούτε μια στιγμή δεν μπερδεύτηκε το βήμα του ούτε μια στιγμή δεν κολακεύτηκε. Μας κοίταξε βαθιά όσο λίγοι, χωρίς να μας κοιτάει.
Αντιγράφω τις τελευταίες λέξεις ενός αποχαιρετισμού. Του δικού του προς όλους εμάς.
«Μου φτάνει που μ’ αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι. Πολύ… Μου φτάνε ι που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους. Πολύ…Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι’ αυτούς. Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι. Που δε με νοιάζει να με θυμούνται. Που μπορώ και κλαίω ακόμα…».
Ατιμο υποσυνείδητο… Ξανά και ξανά η τελευταία εικόνα του Λούκυ Λουκ ενώ αποχωρεί και στο εικονίδιο αναγράφει: «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόι»… Με μια παραλλαγή.
Μαθημένοι στη φτήνια, στα μικρά, στις φωνασκίες και τις μικρότητες, ξεχάσαμε τι αληθινά ορίζεται ως πλούτος. Πλούτος αισθημάτων, συναισθημάτων, αρχών. Γνώρισα έναν βαθύπλουτο καουμπόι. Τον λένε Σωτήρη Τσιόδρα. Και ναι! Με νοιάζει να τον θυμάμαι! Με νοιάζει ότι τον γνώρισα. Με νοιάζει πολύ και αυτός που τον επέλεξε. Με νοιάζει η παρακαταθήκη που αφήνει. Με νοιάζει να αναδείξουμε και άλλους κυρίους Τσιόδρες. Υπάρχουν.