Το θέμα της Εκθεσης στις φετινές Πανελλαδικές Εξετάσεις ήρθε στη δημοσιότητα μέσω της κριτικής του πρώην υπουργού Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Φίλη, επειδή προήλθε από επεξεργασία άρθρου φιλοκυβερνητικής εφημερίδας (βλ. εδώ στο Protagon), ενώ διατυπώθηκαν και άλλες κριτικές από τα αριστερά γιατί (το θέμα) αναφέρεται σε δυστοπικό μέλλον, ή γιατί κάνει μνεία στους μεγάλους ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα (αντί να μιλάει μόνο για τον ναζισμό). Νομίζω όμως ότι το κυριότερο στοιχείο που θα έπρεπε να αποτελέσει θέμα δημόσιας συζήτησης και αντικείμενο ενδελεχούς ανάλυσης είναι ακριβώς το ερώτημα στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν οι μαθητές.
Ετσι, με βάση την περιγραφή μιας πιθανής μελλοντικής δυστοπικής κοινωνίας ζητήθηκε από τους μαθητές να απαντήσουν στα ερωτήματα:
α) Με ποια εφόδια πιστεύεις ότι θα μπορέσεις να αντιμετωπίσεις τον κόσμο στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι ανησυχίες που περιγράφονται στο παραπάνω απόσπασμα;
β) Με ποιες συγκεκριμένες δράσεις, κατά τη γνώμη σου, θα μπορούσατε εσείς οι νέοι να βελτιώσετε τον κόσμο;
Έχει ενδιαφέρον ότι αυτό το θέμα αντιμετωπίσθηκε γενικά ως εύκολο, τη στιγμή που το μέλλον της εκπαίδευσης στο πλαίσιο της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης αποτελεί διεθνώς ένα μεγάλο ζητούμενο (αλλά εδώ και πολλά χρόνια η πλειοψηφία των υποψηφίων στις Πανελλαδικές εξασκείται στην παράθεση γλυκανάλατων φράσεων που γιατρεύουν πάσαν νόσον…). Το ζήτημα όμως (σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής) δεν τελειώνει με τον προσδιορισμό των αναγκαίων εφοδίων για τον κόσμο του «αύριο», καθώς δεν είναι καθόλου αυτονόητο το πώς μπορεί να αποκτηθούν από τα παιδιά αυτά τα εφόδια.
Πράγματι, πέρα και ίσως πιο σημαντικό από τις αίθουσες και τους διαδραστικούς πίνακες, καθοριστικό στοιχείο της επιτυχημένης απόκτησης γνώσεων και ικανοτήτων είναι οι στάσεις των μαθητών απέναντι στις εκπαιδευτικές πρακτικές, όπως είναι ο τρόπος διαβάσματος, το ενδιαφέρον για τα αντικείμενα που διδάσκονται, η επιμέλεια, η προσοχή, η διάθεση για εργασία κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν μέρος του πολιτισμικού κεφαλαίου (όπως το έχει εισαγάγει ο Μπουρντιέ) και το οποίο συμπεριλαμβάνει γνώσεις σε πολλούς τομείς, ικανότητες, επαφή με τις τέχνες και τα γράμματα και τρόπους συμπεριφοράς που προσιδιάζουν σε συγκεκριμένους χώρους και χαρακτηρίζουν αυτό που λέγεται «καλλιεργημένος» άνθρωπος.
Όπως είναι φανερό, αυτά τα γνωρίσματα και η καλλιέργειά τους στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας αποτελούν βασικό παράγοντα υψηλών σχολικών επιδόσεων και έχουν άμεση σχέση με τα soft skills, η σημασία των οποίων τονίζεται ιδιαίτερα στο πλαίσιο της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Επιπλέον, η γενικότερη πνευματική καλλιέργεια, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, αποτελούν αναγκαία συνθήκη για τη διαπαιδαγώγηση υπεύθυνων πολιτών, πράγμα από το οποίο εξαρτάται η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και, βέβαια, κυριαρχεί το στερεότυπο των νέων που έχουν ενδιαφέρον να μάθουν και θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο (που αποτυπώνεται και στο ερώτημα της έκθεσης). Έχει όμως σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα;
Όπως είδαμε, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι συνάρτηση του πολιτισμικού κεφαλαίου των νέων. Πολύ περιληπτικά, ναι μεν η οικογένεια αποτελεί σημαντικό παράγοντα καλλιέργειας, αυτό όμως συνδέεται συνήθως με την οικονομική και κοινωνική της θέση.
Έτσι τα παιδιά εμφανίζονται στο σχολείο έχοντας μεγάλες διαφορές ως προς το πολιτισμικό κεφάλαιο, που επιδρούν με τη σειρά τους στον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές αποδίδουν στις συγκεκριμένες σχολικές πρακτικές. Έτσι αυξάνεται σταδιακά η διαφοροποίηση μεταξύ τους και ως προς το τελικό αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κι αυτό επειδή το σχολείο (ως δεύτερος παράγοντας) έχει στην πράξη μηδαμινή επίδραση στον τομέα της δημιουργίας πολιτισμικού κεφαλαίου.
Επιπλέον, φαίνεται πως βρισκόμαστε σε μία εποχή που μειώνεται εντυπωσιακά το ενδιαφέρον των νέων για τις διάφορες εκφάνσεις του πολιτισμού, όπως και για τη γνώση, ακόμα και από οικογένειες με σημαντικό πολιτισμικό κεφάλαιο. Αυτή η αδιαφορία ενισχύεται ανάμεσα σε αρκετές από τις διάφορες παρέες των νέων, πράγμα που εισάγει ακόμα έναν ανασταλτικό παράγοντα. Μάλιστα, έχει σημασία η κουλτούρα της πλειοψηφίας των νέων η οποία έχει πρότυπα που αποκλίνουν από αυτά της υψηλής κουλτούρας που είναι συναφής με το περιεχόμενο του πολιτισμικού κεφαλαίου.
Να ένα χτυπητό παράδειγμα: Η εφημερίδα «Τα Νέα», το 1998 σε έρευνα της V-PRC που είχε γίνει σε άτομα ηλικίας 15–24 ετών, χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Οταν οι νέοι μιλούν για τα πρότυπά τους το σκηνικό μπερδεύεται. Ο αέρας φέρνει κάτι από το ταμπεραμέντο της Μελίνας, η οποία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό, 19,8%, την αγωνιστικότητα του Τσε Γκεβάρα, την αναρχική φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τον αλτρουισμό της Μητέρας Τερέζας… Η καρδιά θαυμάζει την Αλίκη, η λογική όμως ψηφίζει Μελίνα και Τσε Γκεβάρα».
Σήμερα τα πρότυπα σε μεγάλες κατηγορίες νέων έχουν αλλάξει αισθητά (και όχι μόνο στην Ελλάδα):
Το κύριο θέμα ενός σχετικά πρόσφατου τεύχους του γερμανικού περιοδικού «Spiegel» ήταν «Η γοητεία των gangster rapers». Στο άρθρο αναφέρεται ότι:
«Οι gangsters δεν αποτελούν τώρα πια πρότυπα μόνο των νέων που πιστεύουν ότι η άρνηση κάθε φιλοδοξίας είναι επιλογή και όχι αποτυχία αλλά πολλών νέων ανεξαρτήτως του οικονομικού υποβάθρου της οικογένειας και πολιτισμικού επιπέδου».
Θα προσθέσουμε εδώ ότι το κυνήγι του εύκολου χρήματος ως στόχος ζωής, χωρίς την απόκτηση γνωσιακών δεξιοτήτων, οι χαμηλές – υπανάπτυκτες επικοινωνιακές ικανότητες, η αίσθηση της ασφάλειας από την επιφαινόμενη ανάδειξη πλούτου (αρκετά κοσμήματα και τατουάζ) και ισχύος μέσω παράνομων δράσεων, αποτελούν τον ελκυστικότερο πυρήνα φαντασίωσης για πολλούς σημερινούς νέους, καθώς την αντιμετωπίζουν ως την «ευκολότερη» λύση.
Προφανώς εδώ δεν διαφαίνεται κάποιο ενδιαφέρον (αυτών) των νέων να αλλάξουν τον κόσμο και αυτό κάνει το δεύτερο ερώτημα του θέματος των Πανελλαδικών να φαίνεται σαν τραγική ειρωνεία (Με ποιες συγκεκριμένες δράσεις, κατά τη γνώμη σου, θα μπορούσατε εσείς οι νέοι να βελτιώσετε τον κόσμο;)
Οι τάσεις αυτές, αν συνεχιστούν, αποτελούν προφανώς μία βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας, τόσο λόγω της αυξανόμενης ταξικής διαφοροποίησης, όσο και λόγω της επερχόμενης αδυναμίας συμμετοχής στις προηγμένες αγορές εργασίας, λόγω της έλλειψης δεξιοτήτων. Και θα συνεχιστούν, όσο η δημόσια συζήτηση και οι σχετικές αναλύσεις για την εκπαιδευτική πολιτική στηρίζονται σε στερεότυπα που σταδιακά χάνουν την ισχύ τους.
Σ.Σ.: Το κείμενο αυτό στηρίχθηκε σε μία εισήγηση που παρουσιάσαμε με την (υποψήφια διδάκτορα του ΕΜΠ) Θεανώ Κρασσά στο πρόσφατο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο «Εκπαίδευση και Πολιτισμός στον 21ο αιώνα» (23-25 Απριλίου 2021).