| CreativeProtagon / Shutterstock
Απόψεις

Πανελλαδικές: Μαζί με τα παιδιά μας παλεύουμε να ενηλικιωθούμε

Λέμε ότι ενηλικιωνόμαστε πραγματικά όταν πεθαίνουν και οι δύο γονείς μας. Αυτό δείχνει την πολύ λάθος αντίληψη που έχουμε για την ενηλικίωση. Στην πραγματικότητα, νομίζω ότι αλλού μετριέται το πόσο πέτυχες να γίνεις όντως ενήλικας: Οταν έρθει η ώρα να «πετάξουν» τα παιδιά σου. Κι αυτό είναι μια σκέψη για τα παιδιά των Πανελλαδικών
Μαρία Δεδούση

Τις τελευταίες μέρες παρατηρώ ένα κόκαλο που έχει κυριολεκτικά πεταχτεί στον αριστερό ώμο μου. Οπως είμαι και αδύνατη (η κλασική «φάε, παιδάκι μου, σαν τον άγιο Ονούφριο είσαι» περίπτωση της γενιάς της γιαγιάς μου), το κόκαλο δείχνει να θέλει να σκίσει το δέρμα και να βγει από το σώμα, να αυτονομηθεί.

Το κόκαλο αυτό ήρθε και συνδέθηκε με τη μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μου. Ο,τι κι αν το προκάλεσε, εμένα μου φαίνεται ότι συμβολίζει τα βάρη που έχει κουβαλήσει ο ώμος μου, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Βάρη που εγώ επέλεξα. Κι έναν κύκλο που κλείνει· αυτό με τους κύκλους που κλείνουν και ανοίγουν και ανοιγοκλείνουν, πόσο εκπληκτικό ανθρώπινο εφεύρημα για να βολεύουμε τα άγχη μας, τις νομοτέλειές μας, τους περιορισμούς μας και, κυρίως, τις αποτυχίες μας… Χωρίζεις: «Εκλεισε ένας κύκλος», απολύεσαι: «Εκλεισε κι άλλος κύκλος», και ούτω καθεξής. Κάθε ματαίωση και κύκλος, ολοστρόγγυλη η ζωή μας.

Αύριο ο γιος μου ξεκινάει τις Πανελλαδικές. Σε δύο μήνες ενηλικιώνεται και επίσημα. Τον τελευταίο καιρό δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο. Δύσκολα συγκεντρώνομαι να δουλέψω, να γράψω (που εγώ γράφω και στον ύπνο μου), δεν κοιμάμαι καλά, κάπως σαν να περιφέρομαι ασκόπως με το μυαλό κολλημένο στο γεγονός ότι κλείνει αυτός ο κατά φαντασίαν κύκλος της ζωής μας ως τετράδα: Τα δύο παιδιά μου, εγώ και ο ξεχαρβαλωμένος ώμος μου θα πρέπει σιγά σιγά να πάρουμε χωριστούς δρόμους, ελπίζω τουλάχιστον με τον ώμο να μείνουμε οι δύο μας παρέα λίγο ακόμη.

«Ολοι τα περάσαμε», μου είπε τις προάλλες το «αφεντικό» εδώ, που μιλάμε και μου κάνει και λίγο τον ψυχολόγο, διότι έτσι είναι οι καλοί κόουτς, κάνουν και τους ψυχολόγους στους παίκτες τους. Σωστό. Ολοι τα περάσανε και τα περνάνε και τώρα χιλιάδες γονείς. Αυτό που δεν θα πει φωναχτά κανείς τους και δεν έχω πει φωναχτά κι εγώ είναι η δική μας αγωνία, όχι για τα παιδιά μας, αλλά για τον εαυτό μας.

Τα παιδιά μας, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα τη βρουν την άκρη τους· ακόμη κι εκείνοι οι γονείς που είναι χωμένοι στις δικές τους προβολές και προσδοκίες το ξέρουν κατά βάθος. Εντάξει, μπορεί να μην περάσει πρώτος στην Ιατρική, όπως εσύ για κάποιους εντελώς δικούς σου λόγους ονειρεύεσαι, μπορεί να μην περάσει και καθόλου, αλλά θα τη βρει την άκρη του, επειδή αυτός (αυτή) είναι ΜΟΛΙΣ 18 ετών και έχει όλους τους κύκλους μπροστά του –καλώς εχόντων των πραγμάτων–, να τους ανοίξει, να τους κλείσει, να τους τετραγωνίσει, να τους πατήσει κάτω, να τους βγάλει τα μάτια, να τους κάνει ό,τι θέλει.

Θυμάμαι τον εαυτό μου στα 18 και τον παρατηρώ σήμερα και γελάω. Ενα παιδί χαμένο στο Διάστημα, που δεν ήξερε όχι αν και τι να σπουδάσει, αλλά ούτε καν πώς να βάλει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο για να προχωρήσει. Ενα παιδί, κυρίως, που έτρεχε για να ξεφύγει από αυτό που φαινόταν σαν ένα μέλλον που προδιέγραψαν άλλοι γι’ αυτό. Ενα μέλλον ασφαλές, χωρίς αμφιβολία, αλλά τόσο ασύμβατο με αυτό που ήμουν, που όλο μου το είναι (το) κλώτσησε δυνατά. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα στα 18 για τις πραγματικές μου δεξιότητες, τους πραγματικούς περιορισμούς μου και τις πραγματικές μου δυνατότητες. Ούτε για τις πραγματικές προσδοκίες και επιθυμίες από και για τον εαυτό μου.

Η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς; Δεν ξέρω. Η τύχη είναι αυτό που λέει η λέξη: τυχαίο πράγμα. Το θέμα είναι εσύ τι την κάνεις. Με κάποιον τρόπο όλοι τη βρήκαμε την άκρη μας και, αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τους ανθρώπους γύρω του, θα καταλάβει ότι καθένας έγινε τελικά –σε γενικές γραμμές– αυτό που ο ίδιος επέλεξε…

Πήραμε τα φύλλα που μας μοιράστηκαν και παίξαμε όπως μπορούσε, αλλά κυρίως όπως ήθελε καθένας μας. Μερικοί τόλμησαν να τα πετάξουν στο τραπέζι και να ζητήσουν άλλα, κάποιοι άλλοι έπαιξαν safe κρατώντας τα δύο επτάρια και ελπίζοντας σε ένα καρέ, άντε σε ένα ταπεινό φουλ που θα τους κρατούσε στο παιχνίδι.

Και να ’μαστε τώρα, μεγάλοι και «ενήλικες», με τον μεγάλο όγκο της τύχης, των κύκλων, των προσδοκιών και των ματαιώσεων πίσω μας και όχι μπροστά μας. Πολύ δύσκολο να μην επιχειρήσεις να διατηρήσεις την προσωπική σου ψευδαίσθηση μεταθέτοντάς τα όλα αυτά στα παιδιά σου. Ακόμη πιο δύσκολο να αποκόψεις ξαφνικά τον εαυτό σου από αυτό που για πολλά χρόνια ήταν σκοπός ζωής, ένα «γέμισμα» της ύπαρξής σου, το απόλυτο πραγματικό ή προσποιητό φόκους. Η αυτοπλήρωση του «εγώ έχω παιδιά». Αρα, μη με ρωτάς τι κάνω εγώ και πώς είμαι εγώ και τι στοχεύω εγώ, διότι «έχω παιδιά», εκεί ξεκινάνε και τελειώνουν όλα, η απόλυτη αυτοδικαιολόγηση.

Οχι. Ούτε ξεκινάνε ούτε τελειώνουν όλα εκεί, ούτε και δικαιολογούν τίποτε. Θα το διαπιστώσουμε σύντομα κάποιοι από εμάς, βλέποντας έναν νεαρό γίγαντα να δοκιμάζει τα φτερά του στον κόσμο των ενηλίκων. Τα φτερά που τον βοήθησες –ή τον εμπόδισες– να αναπτύξει αρκετά. Θα μετρήσουμε πάνω στα φτερά αυτά, που προσπαθούν με αστείο και αδέξιο τρόπο να κουβαλήσουν ένα πλάσμα 20 πόντους ψηλότερο από σένα, τους δικούς μας κύκλους, τις δικές μας επιτυχίες, αποτυχίες, ματαιώσεις, τους δρόμους που διανύσαμε και, πάνω από όλα, αυτό που μένει από εμάς όταν φεύγει από πάνω μας το πολύ βολικό προς εαυτόν έτερο «βάρος»: Θα μετρήσουμε το προσωπικό μας ειδικό βάρος, ποιοι είμαστε, ποιοι γίναμε.

Θέλω να πιάσω τον γιο μου και να του τα πω όλα αυτά, μην αγχώνεσαι, πουλάκι μου, εγώ που με βλέπεις είμαι εκατόν τρεις χιλιάδες φορές πιο πανικόβλητη από σένα για το μέλλον. Οχι το δικό σου μέλλον, το δικό μου. Επειδή μαζί παλεύουμε τόσα χρόνια να ενηλικιωθούμε και ίσως τελικά εσύ τα κατάφερες καλύτερα από μένα. Και είναι πολύ ευκολότερο να παλεύεις να ενηλικιωθείς στα 18, παρά στα 50φεύγα.

Ημουν κι εγώ στα χαρτιά που σου μοιράστηκαν. Κοίτα τα καλά, πέτα όσα δεν θες, άσ’ τα πίσω σου,  μην παγιδεύεσαι στις δικές μου αδυναμίες, πήγαινε εκεί να γράψεις ό,τι γράψεις και μην αγχώνεσαι. Θα τη βρεις την άκρη.

Και σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες να (παλέψω για να) γίνω κι εγώ ενήλικας.