Εχω χάσει το μέτρημα πια. Πόσες πυρκαγιές έχω βιώσει από κοντά στην Ελλάδα, άλλες ως ρεπόρτερ, άλλες ως κάτοικος σε περιοχή πληττόμενη; Μένω στα βόρεια της Κηφισιάς, στην Αθήνα, κοντά στους πρόποδες της Νέας Πεντέλης. Το 2007, τέτοιες ημέρες Αυγούστου, από τη βεράντα του διαμερίσματός μου «ποτίζαμε» συνεχώς τα κλαδιά των πεύκων μας για να μη μας κάψουν οι φοβερές φλόγες που κατέβαιναν από το βουνό. Κάηκε η μισή περιοχή – ευτυχώς δεν κατέβηκε πιο πολύ η φωτιά στις κατοικίες. Ένα μέρος αυτής, όμως, οικοπεδοποιήθηκε. Βάλαμε πλάτη και ψυχή και αποφύγαμε το… εντελώς ξεπούλημα στους οικοπεδοφάγους. Διοργανώσαμε άπειρες εκδηλώσεις αναδάσωσης, και δόξα των Θεώ, σήμερα μπορώ και στέκομαι δίπλα σε μια πανστρατιά από πεύκα που, τόσα χρόνια μετά, έχουν φτάσει στο μπόι μου των 1,83 μ.!
Το 1993 και το 1995, στον Αγιο Στέφανο Αττικής και στην Πεντέλη, φοβερές πάλι φωτιές. Έβλεπα, στη δεύτερη, την εστία περίπου πέντε χιλιόμετρα μακριά. Δεν άντεχες την πυρά, καιγόταν το πρόσωπό σου, μου έδιναν κρέμες οι πυροσβέστες, αμάθητος ήμουν, ήταν η πρώτη μου… πυρ-αποστολή! Ημουν σ’ ένα κοίλωμα του βουνού, και άκουγα «ουρλιαχτά» και «τσιριχτά» που δεν καταλάβαινες τι ήταν, μέχρι που πυροσβέστης μου είπε ότι είναι από ζώα του δάσους που καίγονται!
Εκείνος ο πυροσβέστης, ο Τάσος Μ., έγινε έκτοτε ο μέντοράς μου στις φωτιές. Μου εξηγούσε ποιες ήταν βαλμένες από χέρι οικοπεδοφάγων, ποιες από μανιακούς, ψυχοπαθείς εμπρηστές και ποιες από εμάς –τους απρόσεκτους πολίτες, που πετάμε το τσιγάρο από το παράθυρο όπως οδηγάμε, που δεν ξεχορταριάζουμε τα οικόπεδά μας, και όταν αποφασίζουμε να το κάνουμε, δεν ξέρουμε πώς (πιάνει ένας αέρας κατά ριπάς και γίνονται όλα στάχτη σε ελάχιστο χρόνο), ή μας έρχεται η φαεινή ιδέα να κάνουμε μπάρμπεκιου στην αυλή, στη βεράντα ή σε ανοικτό χώρο…
Η Πεντέλη πρέπει να έχει «φιλοξενήσει» τις περισσότερες πυρκαγιές στην Αττική. Εχω μετρήσει τουλάχιστον 15 από το 1989 και μετά, αλλά δεν έχω καταφέρει να μετρήσω (ή να ψάξω) πόσα σπίτια ξεφύτρωσαν εκεί όπου χλωρίδα και πανίδα εξαφανίστηκαν. Μία φίλη οικολόγος, η Αντιγόνη Λέρου, που χρόνια ασχολείται με τις αναδασώσεις, μου έλεγε ότι για να ξαναγίνει καλλιεργήσιμο το χώμα από δάσος που έχει καεί, πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δέκα χρόνια!
Η φωτιά στην Αρχαία Ολυμπία φέρνει ξανά στη μνήμη τον όλεθρο του Αυγούστου του 2007 στην Ηλεία. Πάλι εκεί, στο μέτωπο, να μην ξέρεις από πού έρχεται το κακό και πού πηγαίνει. Σου μένει η εικόνα μια τεράστιας φλόγας, που μπορεί να καλύπτει και χιλιόμετρα, και πίσω της, σαν φόντο θαρρείς, ένα τεράστιο, ατελείωτο μαύρο πέπλο καπνού. Η μυρωδιά δεν περιγράφεται. Τις αντιδράσεις του σώματος δεν τις θυμάσαι – ίσως μόνο το διαρκές τσούξιμο στα μάτια από τη φωτιά, και τα δάκρυά σου. Οι άνθρωποι, ο τρόμος τους, οι φωνές, τα ουρλιαχτά, οι προσευχές, «Θεέ μου! Παναγιά μου!». Και τα αμέτρητα «γιατί;».
Δεν απαντάται εύκολα το τελευταίο. Ξέρεις ότι εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια η Φύση εκρήγνυται. Καιρικά φαινόμενα, ατυχήματα και ανθρώπινο χέρι. Δεν υπάρχει κάτι άλλο…
Νωπό είναι ακόμα το Μάτι. Εκεί, τα ερωτήματα σιγά-σιγά απαντώνται και φωτογραφίζουν ένα κράτος που απουσίαζε. Οχι μόνο από τη στιγμή που ξέσπασε η φωτιά και μετά, αλλά κυρίως πριν εκδηλωθεί το κακό. Τις λίγες ημέρες πριν και τα πολλά χρόνια πιο πριν! Η αυθαιρεσία, στο Μάτι, μαζί και με πλήρη, εγκληματική ανικανότητα της κρατικής Αρχής, γέννησε νομίζω τη μεγαλύτερη πύρινη τραγωδία που βιώσαμε ποτέ.
Τώρα, «χάζεψα» και χαζεύω ακόμα ό,τι άφησαν πίσω τους οι φλόγες και οι καπνοί από τη Βαρυμπόμπη. Δεκαπέντε λεπτά οδικώς από το σπίτι μου. Ευτυχώς, δεν είχαμε τόσα ανθρώπινα θύματα. Θα έχουμε, όμως, στα επόμενα χρόνια. Γιατί κάθε πυρκαγιά αφήνει πίσω της κακά συμπτώματα. Σου στερεί αέρα. Σου τρώει οξυγόνο. Άρα, και ζωή!