Απόψεις

Μαντάμ Σουσούδοι και γιοι πλύστρας

Πού πάμε; Για τι αξίζει πραγματικά να τρέχουμε από όσα τρέχουμε; Πόση ζωή χρωστάμε; Ολα αλλιώς! Ζούμε μέρες νέου κόσμου στον παλιό μας. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, χαζεύεις μερικούς να φωτογραφίζουν από τον καναπέ τους τμήμα πισίνας και να οργανώνουν διαλόγους της φαντασίας τους
Ρέα Βιτάλη

Τις θυμάμαι εκείνες τις ταινίες των παιδικών μου χρόνων. Τον πλούσιο υποδυόταν συνήθως ο Κωνσταντάρας. Εισερχόταν στο γραφείο του εργοστασίου του μόνο για να υπογράψει επιπόλαια και να φύγει σβέλτα με το σπορ αυτοκίνητό του για διασκέδαση. Ηταν έτσι η αλήθεια;

Πόσο ασχημονήσαμε επάνω σε εμπνευσμένα μυαλά αυτοδημιούργητων που έστησαν τη βιομηχανία, το εμπόριο, την επιχειρηματικότητα στη χώρα μας. Πόσο επιτρέψαμε να μας καθοδηγεί η αιώνια ζηλοφθονία μας για όποιον σήκωνε ανάστημα πέραν του μέσου όρου. Ενας διαχωρισμός που βόλευε την ψυχοσύνθεση μας, εμποτισμένος από τα μαύρα στοιχεία-ζουμιά του DNA μας. Οπου φτωχός σήμαινε τίμιος και καλοσυνάτος, ενώ πλούσιος κακός και κλέφτης.

Να μην τα πολυλογώ, θυμάμαι ότι η οποιαδήποτε αναφορά σε πατέρα μεροκαματιάρη προσέθετε ένα ακόμα παράσημο στο τέκνο, ιδιαιτέρως αν είχε βλέψεις πολιτικής αναρρίχησης, οπότε και επιβαλλόταν. Αρκεί να θυμηθούμε τον Τσοβόλα (πέραν της ιστορικής φράσης-εντολής του Παπανδρέου προς αυτόν «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα!») στη δήλωσή του «Εγώ, ο γιός τού αγωγιάτη». Η συνέχεια ήταν διαφορετική. Καθώς όλα τα έδωσε ο κάθε «Τσοβόλας» και όλα τα έλαβαν όλοι.

Η σκυτάλη πέρασε από αρχηγό σε αρχηγό και από κόμμα σε κόμμα. Εχει νόημα να τα θυμίσω; Αγαρμπα απλώθηκαν όλοι πέρα από τα πόδια τους. Χάθηκε κάθε μέτρο. Εν δυνάμει πλούσιοι που μισούσαν πλουσίους. Αυτό κι αν είναι κοκτέιλ δυναμίτης! Εμειναν ελάχιστοι νοήμονες στα μετόπισθεν. Οχι, συγχωρεμένε Πάγκαλε. Δεν τα φάγαμε όλοι μαζί. Ας δεχτούμε ότι στιγμιαία, παραπλεύρως, ωφεληθήκαμε όλοι. Μα δεν είναι το ίδιο πράγμα.

Μετά ήρθαν οι θυμοί. Οπως όταν από κακοαναθρεμμένο παιδί πάρεις το παιχνίδι από τα χέρια. Ηρθε ένας γόης και πάτησε επάνω στους θυμούς. Να αποτελειώσει τα διαχρονικά εγκλήματα της φυλής μας. Απείλησε ότι θα τινάξει τον κόσμο στον αέρα. Τιναχτήκαμε εμείς, τινάζονται αυτοί, αυτός καλά κρατεί. Με τον συγκεκριμένο έμοιασε να τελείωσαν οι έρωτες. Ο Ελληνας ψηφίζει ερωτευμένος (η ανάλυση αυτού είναι θέμα για άλλο κείμενο). Ακολούθως, κάναμε προξενιό στον εαυτό μας. Με νου και γνώση.

Και πού είμαστε τώρα; Ελπίζοντας κάποτε σε υγιή αντιπολίτευση και όχι άλλη διχόνοια. Αλλά… Αχ, αλλά! Σε ετούτο τον κόσμο ετούτης της εποχής τα θέματα τα παγκόσμια είναι και απολύτως ασφυκτικά τοπικά. Καινούργιος κόσμος για όλα! Πόλεμοι νέου τύπου. Κοινωνικές διαφορές τερατώδεις. Πάει η μεσαία τάξη των παιδικών μας χρόνων, που ζούσε με αξιοπρέπεια και μέτρο. Η κατανάλωση ύπουλα θερίζει. Μεταναστευτικά θηριώδη κύματα πατάνε γη με τα πιο τελευταίου τύπου κινητά στα χέρια. Κλιματική αλλαγή μη ανεκτή. Πληθυσμός που δεν τον χωράει η γη.

Η Ευρώπη γερνάει, η Αφρική γεννάει. Επαγγέλματα αφανίζονται. Πρώτη φορά ο στόχος, όχι η καλυτέρευση της ζωής του ανθρώπου, αλλά η εργασία του κάθε ανθρώπου, πολυμετωπικά. Δεν είναι ο αμαξάς που έγινε ταξιτζής. Είναι όλα τα επαγγέλματα που γίνονται μηχανήματα. Φόβος μπροστά στο άγνωστο. Πλούτος; Ποιος να κορδωθεί σήμερα; Ιλιγγιώδεις περιουσίες σε φτύνουν, φτωχαδάκι. Πόσο μάλλον η φτώχεια φτώχεια. Παράλληλα με «Καρντάσιαν» του κερατά. Και σκάει και ένας κορονοϊός να τα κάνει όλα λίμπα! Να σπείρει ερωτηματικά, αμφιβολίες. Ενα φρένο σε κόσμο άφρενο.

Πού πάμε; Για τι αξίζει πραγματικά να τρέχουμε από όσα τρέχουμε; Πόση ζωή χρωστάμε; Ολα αλλιώς! Ζούμε μέρες νέου κόσμου στον παλιό μας. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, χαζεύεις μερικούς να φωτογραφίζουν από τον καναπέ τους τμήμα πισίνας και να οργανώνουν διαλόγους της φαντασίας τους. «Και για να τους προλάβω, ναι, το σπίτι έχει πισίνα σχεδόν 40 χρόνια, από το 1985 που χτίστηκε. Αν είχα κάτι να κρύψω δεν θα το φωτογράφιζα. Τον χορτασμένο μη φοβάσαι, τον γιο της πλύστρας να φοβάσαι».

Ολα αυτά ως φανταστικό διάλογο, ερωταπαντήσεις με τον εαυτό. Και στη συνέχεια, μετά τον κουρνιαχτό, «Θα ήθελα να διορθώσω κάτι που έγραψα χτες. Η φράση “μη φοβάσαι τον χορτασμένο, τον γιο της πλύστρας να φοβάσαι” αποδίδεται εσφαλμένα στον Λένιν. Ο Λένιν δεν θα είχε γράψει ποτέ κάτι τόσο απαξιωτικό και εγώ όφειλα να το έχω αξιολογήσει και διασταυρώσει». Ολέ! Δηλαδή εκείνη ασπάστηκε τη φράση του υποτιθέμενου Λένιν αλλά έφριξε με τη φράση του Λένιν-Λένιν;

Αγαπητοί μου αναγνώστες, σας έγραψα πιο πάνω «όλα αλλιώς». Νέος κόσμος στον παλιό. Ωστόσο ελάχιστα έμειναν ίδια διαχρονικά. Οι «Μαντάμ Σουσούδοι». (Βγαίνει σε μοντέλο για γυναίκες και άνδρες). Την πιο χαμηλή φτώχεια τη συνάντησα στον δήθεν πλούτο. Φτωχόπλουτος. Χωρίς σωτηρία. Ας υπάρχει, μωρέ.