«Ηταν μονόδρομος», μου είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα, σαν να ντρεπόταν λίγο που αναγκαζόταν να παραδεχτεί το αδιέξοδο. «Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που νοίκιαζα μου ζήτησε μεγαλύτερο ενοίκιο, χάνει, λέει, που δεν το κάνει Airbnb. Βάλε και τα υπόλοιπα, τους λογαριασμούς, τα ψώνια, τα κοινόχρηστα, δεν βγαίνει με τίποτα. Φαντάσου να είχα και παιδί. Πήρα τη μάνα μου και της είπα: έρχομαι».
Η φίλη, ετών 40 και κάτι, κοιμάται εδώ και λίγες ημέρες στο παιδικό της δωμάτιο. Κάτω από αφίσες του Bon Jovi και των Roxette, με «Μανίνες» και «Κλικ» μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου και με Bibi-bo ξεχασμένες στον πάτο της ντουλάπας, κάτω από εφηβικά και παιδικά απομεινάρια ρουχισμού.
«“Δεν τα πέταξα, μήπως τα θέλεις;”, μου είπε η μάνα μου. Λες και θα χωράω εγώ τώρα στο τζιν του λυκείου. Εχει φυλάξει μέχρι και τη σχολική τσάντα μου το άτομο. Καλά, από αυτή την άποψη την έχω καταβρεί. Σκάβω μέσα στα ντουλάπια του δωματίου σαν Ιντιάνα Τζόουνς στη Γη των αναμνήσεων. Βρήκα κι ένα πορτοφόλι που έχει ακόμα μέσα δραχμές, και ένα εισιτήριο για τη συναυλία των Rolling Stones, στην Ελλάδα τού μακρινού ’90. Ηταν και το ημερολόγιό μου μέσα στην τσάντα, καταχωνιασμένο. Τι γράφαμε, ρε φίλη, τότε!»
«15 Ιουλίου 1997,
Πέρασα στο ΑΠΘ! Βρήκα και σπίτι κοντά. Είμαι πολύ χαρούμενη που επιτέλους θα φύγω από το πατρικό και θα μείνω μόνη μου. Υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι όταν τελειώσω τη σχολή, θα επιστρέψω Αθήνα και θα βρω ένα τέλειο διαμέρισμα στο κέντρο με θέα Λυκαβηττό, όπως στη σειρά του Παπακαλιάτη».
Το βρήκε το διαμέρισμα στον Λυκαβηττό, αλλά όχι για πολύ. Μετά τα 30 της αποφάσισε να οπισθοχωρήσει από τα μεγάλα όνειρα με θέα σε λόφους και να βρει κάτι πιο οικονομικό, σε γειτονιές που μπορούσαν να ανταποκριθούν στο πορτοφόλι της. Είχε μόλις χτυπήσει και η κρίση, βλέπετε, αλλά τουλάχιστον τα ενοίκια δεν είχαν ακόμα φουσκώσει από τις ορμόνες της βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Κάπως έτσι, η φίλη μου πορεύτηκε σε ένα ταπεινό δυαράκι ισογείου, με την ελπίδα ότι κάποτε θα έβρισκε τη θέα των ονείρων της στο σκληρό ριάλιτι της ζωής. Σιγά που θα την έβρισκε. Ούτε αυτή τη βρήκε, ούτε πολλοί ακόμα της γενιάς της. Στα τριάντα και στα σαράντα τους αναγκάζονται να κάνουν ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω και να βρεθούν ξανά στο πατρικό τους. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, το να μείνεις μόνος έχει μετατραπεί σε σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Μπορεί να το καταφέρεις, αλλά θα πρέπει να φτάσεις πενήντα. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η ηλικία που οι νέοι βρίσκουν το δικό τους σπίτι σε Ευρώπη και ΗΠΑ ανεβαίνει διαρκώς. Οι μετρήσεις της Eurostat για την Ελλάδα λένε ότι το 71,1% των ενηλίκων έως 34 ετών ζουν ακόμα με τους γονείς τους.
Οσο για τους millennials, την αμέσως προηγούμενη γενιά, η μετακόμιση στο πατρικό λόγω αδυναμίας να τα βγάλουν πέρα με τα έξοδα είναι ένα πιθανό σενάριο. Oπως και η οικονομική στήριξη από τους γονείς τους. Να έχεις φτάσει στα 45, να μένεις με τους γονείς σου και να παίρνεις χαρτζιλίκι. Oχι γιατί δεν δουλεύεις. Αντιθέτως, σκίζεσαι στη δουλειά, αλλά αυτό πια δεν αρκεί.
Τι μεγάλη ήττα για μια ολόκληρη γενιά να βλέπει τη ζωή της να στριμώχνεται σε δωμάτια όπου κάποτε φώλιαζαν όνειρα και προσδοκίες. Και να προσπαθεί να απεγκλωβιστεί αλλά να μην τα καταφέρνει. Και τι αστείο να ακούν το κράτος να τους λέει: γεννήστε γιατί χανόμαστε… Πώς να γεννήσουμε, βρε άνθρωποι; Στο παιδικό μας δωμάτιο με το χαρτζιλίκι της μαμάς;
«Εβγαλα τις αφίσες του Bon Jovi και έβαλα μια αφίσα του Λυκαβηττού. Ξαπλώνω στο παιδικό κρεβάτι και τη χαζεύω δαγκώνοντας τοστάκια που μου φτιάχνει η μαμά. Κανονικό ταξίδι στον χωροχρόνο, νομίζω ότι θα την ακούσω να μου λέει “στρώσου να διαβάσεις’’ και “τι ώρα γύρισες χθες;’’ Καλά είναι, δεν μπορώ να πω, με φροντίζει η καημένη σαν μωρό. Μεταμορφώνομαι σε Μπέντζαμιν Μπάτον, φίλη μου. Αν μου έφευγαν και οι ρυτίδες δεν θα είχα πρόβλημα».
Δυστυχώς, οι ρυτίδες δεν θα φύγουν. Μάλλον θα γίνουν πιο βαθιές με τη ματαίωση ονείρων που βιώνουμε.