| Nikos Libertas / SOOC
Απόψεις

Μα πώς μπορεί;

Για πολλούς δεν πειράζει που ο Τσίπρας ή ο Τραμπ κάνουν λάθη ή επιδεικνύουν άγνοια· αρκεί να υποστηρίζουν αυτό που υποστηρίζουν και αυτοί. Ομως, μήπως μαζί με την επικράτηση της κουλτούρας της μετα-αλήθειας, σχετικοποιείται σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και η σημασία της γνώσης;
Κωνσταντίνος Καραλής

Πριν λίγο καιρό ακούσαμε από τον Αλέξη Τσίπρα πως στην Κατοχή οι Eλληνες άκουγαν Deutsche Welle, που ήταν το ελβετικό δημόσιο ραδιόφωνο και λίγο αργότερα είπε με στόμφο στη Βουλή ότι το 3 στα 14 είναι μικρότερο από το 3%. Και όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν σε μία μακριά αλυσίδα ανακριβειών, αστοχιών και λαθών, από τότε που έγινε Πρωθυπουργός της χώρας.

Το ότι όλα αυτά δηλώνουν άγνοια ακόμη και βασικών πραγμάτων είναι προφανές. Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο αυτό, όσο η άνεση με την οποία αυτά εκφέρονται στον δημόσιο λόγο από άνθρωπο σε τόσο υψηλό πολιτικό αξίωμα. Μια άνεση που η μόνη της εξήγηση είναι ότι η άγνοια και τα λάθη τέτοιου τύπου δεν πρέπει να προκαλούν και μεγάλο πολιτικό ή προσωπικό κόστος, γιατί αλλιώς θα φρόντιζαν ο πρώην Πρωθυπουργός, ή ο Τραμπ, ή οι δημοσιογράφοι που κάθε τόσο κάνουν γραμματικά και συντατικά λάθη στην τηλεόραση, να μην αποκαλύπτονται.

Νομίζω ότι η εξήγηση αυτού του φαινομένου βρίσκεται στην εξάπλωση μιας κουλτούρας μετα-αλήθειας (post truth) της έκφρασης που επέλεξε το Λεξικό της Οξφόρδης ως την πιο χαρακτηριστική του 2016 καθώς χρησιμοποιήθηκε πάρα πολλές φορές ιδίως στις προεδρικές εκλογές που κέρδισε ο Τραμπ και στο δημοψήφισμα για το Brexit.
Ο όρος αυτός δηλώνει σύμφωνα με το Λεξικό «τις συνθήκες κατά τις οποίες αντικειμενικά γεγονότα ασκούν μικρότερη επιρροή στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης απ’ό,τι το συναίσθημα και η προσωπική πίστη». Σ’αυτό το πλαίσιο τα γεγονότα δεν αρκούν να αλλάξουν γνώμες και πεποιθήσεις, ακόμα κι αν έρχονται σε ευθεία αντίθεση προς αυτές.

Ενα χαρακτηριστικό σχετικό πείραμα έγινε με φοιτητές του Στάνφορντ. Για αυτό το πείραμα, οι ερευνητές συγκρότησαν δύο ομάδες φοιτητών, που είχαν αντίθετη άποψη για τη θανατική ποινή (οι μισοί ήταν υπέρ, θεωρώντας ότι έτσι καταπολεμάται το έγκλημα, ενώ οι άλλοι μισοί ήταν εναντίον, θεωρώντας ότι δεν έχει καμία επίδραση σε αυτό). Στις δύο αυτές ομάδες φοιτητών παρουσιάστηκαν δύο έρευνες (που τις είχαν κατασκευάσει οι ερευνητές ειδικά για το συγκεκριμένο πείραμα). Οι έρευνες αυτές παρουσίαζαν αντιτιθέμενες στατιστικές για το ζήτημα της θανατικής ποινής και την επίδρασή της στην καταπολέμηση του εγκλήματος. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό.

Οι φοιτητές που αρχικά υποστήριζαν τη θανατική ποινή, θεώρησαν τα στοιχεία της έρευνας που συνηγορούσε υπέρ της θανατικής ποινής ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα, ενώ τα στοιχεία της άλλης έρευνας που έδιναν αντίθετα αποτελέσματα, ως αναξιόπιστα. Αντίστοιχα, οι φοιτητές που ήταν εναντίον της θανατικής ποινής αξιολόγησαν τις δύο αυτές έρευνες αντίστροφα. Μάλιστα, όταν στο τέλος της έρευνας οι φοιτητές ρωτήθηκαν για το αν άλλαξαν γνώμη, οι μεν που υποστήριζαν τη θανατική ποινή είχαν πειστεί ακόμη περισσότερο ότι είχαν δίκιο, όπως και οι αντίθετοι σ΄αυτήν.

Μέσα λοιπόν στη συνεχώς διευρυνόμενη κουλτούρα της μετα-αλήθειας, όλο και περισσότεροι άνθρωποι δημιουργούν ένα αυτοαναφορικό σύμπαν, όπου έχουν δίκιο επειδή έχουν δίκιο, αναφωνώντας σαν άλλος Καϊάφας, «τί χρείαν έχομεν μαρτύρων;» χωρίς ωστόσο να έχουν καμία άλλη μαρτυρία υπέρ της ορθότητας των θέσεών τους, πέρα από το ότι είναι οι θέσεις που αυτοί δέχονται ως ορθές. Βλέπουμε έτσι ότι το ζήτημα της επαληθευσιμότητας /διαψευσιμότητας, από τα κεντρικά ζητήματα της επιστημολογίας, επανέρχεται και γίνεται ένα από τα κεντρικά ζητήματα της σύγχρονης πολιτικής και του μέλλοντος της δημοκρατίας. Αξίζει εδώ να δούμε τις αναλογίες μεταξύ της σύγχρονης κοινωνίας της μετα-αλήθειας και της ορθότητας μιας επιστημονικής θεωρίας, όπως την όρισαν στο βιβλίο τους του 1970 «In the Web of being» οι W.V. Quine και J.S.Ullian, όπου υποστήριξαν πως αυτό που κάνει τις επιστημονικές προτάσεις αληθείς, δεν είναι η πιστή αντιστοιχία τους με τα εξωτερικά γεγονότα, αλλά η εσωτερική τους συνεκτικότητα και η πειστική τους αφήγηση την οποία δημιουργοὐν.

Υποβάλλω λοιπόν την ιδέα, πως μεταξύ αυτών για τους οποίους δεν είναι τα γεγονότα που παίζουν ρόλο αλλά οι απόψεις και οι στάσεις ανεξάρτητα από αυτά, σχετικοποιείται και η σημασία των λανθασμένων αναφορών.

Eτσι, για πολλούς δεν πειράζει που ο Τσίπρας ή ο Τραμπ κάνουν λάθη ή επιδεικνύουν άγνοια, αρκεί να υποστηρίζουν αυτό που υποστηρίζουν και αυτοί. Ομως, μήπως μαζί με την επικράτηση της κουλτούρας της μετα-αλήθειας, σχετικοποιείται σε διάφορα τμήματα του πληθυσμού και η σημασία της γνώσης; Αν ναι, πρόκεται για δυσοίωνη κοινωνική εξέλιξη, αφού συμβαίνει σε συνθήκες αυξανόμενης πολυπλοκότητας των σύγχρονων κοινωνιών και των οικονομιών τους, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια σε υποβάθμιση στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού, αλλά και σε κρίση του δημοκρατικού πολιτεύματος, με ψηφοφόρους που δεν σκέφτονται κριτικά (λόγω της επικράτησης των συναισθημάτων έναντι της λογικής, με σταδιακή μείωση της κριτικής ικανότητας). Ακόμα και τα απογοητευτικά αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών στην PISA, για τα οποία γίνεται τόση συζήτηση, μπορούν να ενταχθούν στο γενικότερο ερμηνευτικό σχήμα μιας κοινωνίας που σταδιακά υποβαθμίζει τη σημασία των γεγονότων και της ικανότητας για κριτική ανάλυση του εξωτερικού κόσμου (που υποκαθιστά με καταγγελίες και το σηκωμένο δάχτυλο, όπως έγραφα και τις προάλλες). Γιατί τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες και η κατανόηση κειμένου αφορούν μια έλλογη σχέση με τον εξωτερικό κόσμο, για την οποία απαιτείται εκπαίδευση, και η οποία δεν ευνοείται από την κουλτούρα της μετα-αλήθειας.

Και μέσα σ’αυτήν την κουλτούρα δημιουργείται άνετα ο χώρος για την διάδοση των fake news, τα οποία ευνοούνται από την κυριαρχία στερεοτύπων και προκαταλήψεων, που επιτρέπουν την άκριτη αποδοχή τους, καθώς διαθέτουν παρόμοια δομή με στοιχεία της πραγματικότητας. Εστιάζοντας σε αυτό το σημείο, πως τα fake news είναι μιμητισμός ακριβείας, και «αποτελούν μια ύπουλη και επικίνδυνη μορφή αποπλάνησης που σκάβει το δρόμο προς την καρδιά με ψευδή επιχειρήματα», ο Πάπας Φραγκίσκος τοποθέτησε με μία γενναία παρομοίωση τις απαρχές τους στη Γένεση, παρομοιάζοντας τα fake news με το φίδι στον Κήπο της Εδέμ. Το φίδι που, με ψεύτικα επιχειρήματα, κατάφερε την Εύα να φάει το μήλο. Ε, λοιπόν, μετά από μία τόσο σημαντική πνευματική και πολιτική πορεία πολλών αιώνων, φαίνεται πως η κοινωνία (ή τουλάχιστον κάποια τμήματά της – και όχι μόνο στην Ελλάδα) επιχειρεί μία –πραγματική-στροφή 360 μοιρών (!) δίνοντας και πάλι το λόγο στο Φίδι της Εδέμ.