Δεν υπάρχει αμφιβολία. Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά, με μεγάλο θύμα μια εικοσάχρονη γυναίκα και μάνα, είναι από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα που έχουν συμβεί στη χώρα μας. Εχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη, και ως έναν βαθμό, είναι απολύτως φυσιολογικό να απασχολεί τους πάντες. Από τον απλό πολίτη, που θέλει να εκφράσει τη γνώμη και το συναίσθημά του γι’ αυτό, μέχρι τα media.
Υπάρχουν πολλές πτυχές σ’ αυτήν την ιστορία για να παρατηρήσεις και να σχολιάσεις, εκ των οποίων κάποιες έχουν προεκτάσεις που μας αφορούν ως κοινωνία και είναι χρήσιμο να τίθενται επί τάπητος και να τις συζητάμε. Υπάρχει, όμως, μια λεπτή γραμμή που χωρίζει το σωστό από το λάθος, στις πάμπολλες αυτές συζητήσεις που γίνονται με αφορμή το θέμα.
Δεν θα σταθώ τόσο στην υπερβολή, στο γεγονός ότι όλες οι εκπομπές, από το πρωί μέχρι το βράδυ, ασχολούνται μ’ αυτό. Η εμμονή των media, όσο ενοχλητική κι αν καταντά από κάποιο σημείο και μετά, είναι φυσικό κι επόμενο να συμβαίνει, ειδικά όταν μιλάμε για ένα θέμα πρωτόγνωρης φρικαλεότητας και σχεδόν μακιαβελικής πλοκής. Ολοι, άλλωστε, μιλάμε γι’ αυτό. Το συζητάμε με τον γνωστό και τον φίλο, στον καφέ που καθόμαστε να πιούμε, το συζητάμε ακόμα και στην αναμονή στο ταμείο του σούπερ μάρκετ, με τον άγνωστο που περιμένει μπροστά μας. Προς το παρόν, μονοπωλεί το ενδιαφέρον και νομίζω ότι είναι νωρίς για να μας ενοχλεί που αυτό συμβαίνει.
Μιλάω, βέβαια, για την υπερβολή της ποσότητας. Γιατί υπάρχει και η άλλη υπερβολή, της ποιότητας του περιεχομένου. Κι εκείνη, δυστυχώς, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι ασυγχώρητη, ειδικά όταν προβάλλεται σε οθόνες, μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες τηλεθεατές. Πολλά παραδείγματα άστοχων προσεγγίσεων συγκεντρώνονται εδώ. «Αστοχες» είναι ο ελαφρύς χαρακτηρισμός. Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει και για επικίνδυνους.
Γιατί, ναι, μπορεί κάποιος να κάνει επικίνδυνους συνειρμούς ακούγοντας τον Σταύρο Μπαλάσκα να λέει, στην πρωινή εκπομπή όπου είχε κληθεί ως καλεσμένος να μιλήσει για το θέμα, ότι ο δράστης είναι βλάκας που δεν πήρε τηλέφωνο την αστυνομία μόλις σκότωσε τη γυναίκα του, γιατί έτσι, δεν θα πήγαινε ούτε τέσσερα χρόνια φυλακή.
Και δεν ξέρω τι συνειρμούς μπορεί να κάνει κάποιος, ακούγοντας τις αναλύσεις φυσιογνωμιστών για το πρόσωπο ενός δολοφόνου. Το είδα και το ξαναείδα να συμβαίνει, σε ενημερωτικές εκπομπές και σε πρωινάδικα. Εβγαλαν φυσιογνωμιστές για να αναλύσουν τα χαρακτηριστικά του πιλότου. Ισως έχει κάποιο νόημα να αναλύσει ένας ειδικός τη συμπεριφορά του δολοφόνου στις κάμερες, όταν έλεγε ψέματα για τα όσα συνέβησαν εκείνο το μοιραίο, για την Καρολάιν, βράδυ. Αλλά όχι μπροστά στις κάμερες, έτσι;
Εδώ, όμως, ακούσαμε μέχρι και να αναλύονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δολοφόνου και μοιραία, εμμέσως, να συσχετίζονται με τον χαρακτήρα του. Το τάδε δείχνει ότι είναι εσωστρεφής, το δείνα δείχνει ότι είναι ψυχρός, το άλλο ότι λέει ψέματα και πάει λέγοντας.
Μα, είναι δυνατόν να φτάνουν κάποιοι να προσεγγίζουν ένα έγκλημα με τέτοιο τρόπο; Βάζοντας στη σκαλέτα του τηλεοπτικού σχολιασμού τους χαρακτηριστικά προσώπου; Κατ’ αρχάς, μιλάμε για ατεκμηρίωτα πράγματα. Τα οποία όταν παρουσιάζεται ότι συνδέονται με ένα τόσο σοβαρό θέμα, υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργήσουν λάθος συνειρμούς. Να γεννήσουν αχρείαστες εντυπώσεις στο κοινό που παρακολουθεί.
Τα πρόσωπα των δολοφόνων δεν μιλάνε με τα χαρακτηριστικά τους. Δεν έχει σημασία αν έχουν σαρκώδη χείλη ή θεληματικό πιγούνι, γαμψή μύτη ή έντονα ζυγωματικά. Δεν έχει σημασία αν κατεβάζουν το βλέμμα όταν μιλάνε κι αν ζαρώνουν το μέτωπο ή στραβώνουν τα χείλη. Κι αν βάζουμε αυτά τα πράγματα στα τηλεοπτικά τραπέζια, όταν μιλάμε για εγκλήματα, περιμένοντας να βγει συμπέρασμα απ’ αυτά, τότε κινδυνεύουμε να χάσουμε σοβαρά την ουσία.
ΥΓ. Τι θα έλεγε, άραγε, ένας φυσιογνωμιστής για τον «Δολοφόνο με το αγγελικό πρόσωπο», την ταινία του Ζαν-Πιερ Μελβίλ;