Δεν θα ήταν καλύτερα αν υπήρχε διακομματική συνεννόηση και συναίνεση για τη Συμφωνία των Πρεσπών; Οπωσδήποτε. Αλλά πόσοι πιστεύουν ειλικρινά ότι αυτό ήταν εφικτό; Εδώ δεν υπήρξε τέτοια συναίνεση για πολύ κρισιμότερα ζητήματα στην Ιστορία μας. Ο Βενιζέλος καταγγελλόταν από την αντιπολίτευση το 1912, παραμονή των Βαλκανικών Πολέμων, επειδή πρόσδεσε την Ελλάδα στη συμμαχία των βαλκανικών κρατών με όρους δήθεν καταστροφικούς εθνικά. Και δεν χρειάζεται να θυμίσουμε το βροντερό «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» που δονούσε πλατείες και βουλευτικά έδρανα τον καιρό που υπογραφόταν η συμφωνία ένταξης της χώρας στο υποτιθέμενο alter ego του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.
Δεν υπήρχε περίπτωση να υπερψηφίσει η σημερινή Νέα Δημοκρατία οποιαδήποτε συμφωνία για το όνομα του άβολου γείτονα που θα την τοποθετούσε απέναντι στο «εθνικό αίσθημα». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει ούτε κατά διάνοια το πολιτικό ανάστημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή και ο φιλελευθερισμός του Μητσοτακέικου, με οποιονδήποτε ή οποιαδήποτε εκπρόσωπό του, δεν άφησε ποτέ τη σφραγίδα του σε ένα κόμμα αρχαϊκά συντηρητικό, μέσα στο οποίο ήταν πάντοτε ξένο σώμα. Οσο για το ΚΙΝΑΛ, μια αυτοαναφορική σύναξη πολιτικών γερόντων, σαν reunion παλιών συμμαθητών, ο σεβασμός προς ιστορικά λείψανα επιβάλλει εδώ σιωπή.
Είναι ιδανική για την Ελλάδα η Συμφωνία των Πρεσπών; Ασφαλώς όχι. Προτιμότερο θα ήταν ένα όνομα όπως Ανω Μακεδονία, που δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο για υπόνοιες διαιρεμένου έθνους. Και καλό θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, να υπήρχε αντιστοιχία ανάμεσα στην ονομασία αυτού του κράτους και την ιθαγένεια-υπηκοότητα των πολιτών του. Αλλά, αν δεν θέλουμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, η συμφωνία αυτή έρχεται να συμμαζέψει ό,τι μπορούσε να συμμαζευτεί έπειτα από μια εθνική ήττα. Ο πόλεμος για το όνομα είχε χαθεί από καιρό και ευθύνεται για αυτό η τύφλωση όλων εκείνων που σήμερα ζητούν και τα ρέστα. Με δεδομένη την ήττα μας, ο συμβιβασμός μάς δίνει περισσότερα από όσα μπορούσαμε να ελπίζουμε.
Δεν υπάρχει προηγούμενο στην παγκόσμια Ιστορία που μια χώρα να άλλαξε όνομα και εθνικά σύμβολα κατ’ απαίτηση μιας άλλης χώρας. Το επιχείρημα που διακινείται, ότι κοτζάμ Μεγάλη Βρετανία, για να γίνει δεκτή στην ΕΟΚ, άλλαξε δήθεν το επίσημο όνομά της σε Ηνωμένο Βασίλειο, επειδή το απαιτούσε ο Ντε Γκολ λόγω της γαλλικής Βρετάνης, είναι άλλος ένας από τους πολλούς αστικούς μας μύθους των τελευταίων δεκαετιών, όπως η περιβόητη δήλωση Κίσινγκερ, οι πέντε εκατομμύρια λέξεις της ελληνικής γλώσσας, το ότι η ελληνική παραλίγο να γίνει επίσημη γλώσσα των ΗΠΑ κ.λπ.
Η ρητή παραίτηση των γειτόνων μας από τη διεκδίκηση της αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς, η επίσης ρητή αναγνώριση ότι η γλώσσα τους είναι σλαβική και δεν έχει καμία σχέση με κάποια αρχαία μακεδονική γλώσσα θα έπρεπε να καθησυχάζουν όσους ανησυχούσαν αληθινά για σφετερισμό της ελληνικής Ιστορίας. Των άλλων η ανησυχία έχει διαφορετική αιτία. Είναι η ανασφάλεια των απογόνων Μικρασιατών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην ελληνική Μακεδονία πριν από εκατό χρόνια, ανασφάλεια που τους κάνει να αισθάνονται πως μόνο δια της αποκλειστικότητας μπορούν να κατοχυρώσουν το δικαίωμά τους να αποκαλούνται Μακεδόνες. Αίσθημα αδικαιολόγητο, αν μη τι άλλο επειδή η δημιουργική επίδρασή τους στην καινούργια εστία τους, η οικονομική, πολιτισμική και γεωπολιτική υπεροχή τους έναντι των γειτόνων θα έπρεπε να τους δίνουν περισσότερη αυτοπεποίθηση.
Θα έχει η Ελλάδα τα οφέλη που είναι λογικό να προσδοκά από τη Συμφωνία των Πρεσπών (ανάκτηση κύρους και μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή, εξοικονόμηση πολιτικής-διπλωματικής ενέργειας για άλλα, σημαντικότερα μέτωπα κ.λπ.); Είναι πιθανό, αλλά όχι βέβαιο, όπως σχεδόν τίποτα δεν είναι βέβαιο στην Ιστορία. Γι’ αυτό θα μιλήσω προσωπικά, ως ένας ευρωπαϊστής Ελληνας, αρκετά ταξιδεμένος, θέλω να πιστεύω εξωστρεφής (δεν θα έλεγα κοσμοπολίτης), που διατηρεί όμως και κάποιες «παραδοσιακές» εθνικές ευαισθησίες.
Για περισσότερα από είκοσι χρόνια, στις επαφές μου με αλλοδαπούς, αλλά και με ελληνικά ακροατήρια, βρισκόμουν σε ένα σχιζοφρενικό δίλημμα, όταν έπρεπε να αναφερθώ στην ακατονόμαστη. Να την πω Σκόπια; Θα ήταν ανακριβές, παραπλανητικό και έβλεπα ήδη τα ειρωνικά χαμόγελα των ξένων, που με έκαναν να αισθάνομαι γραφικός. Να την πω Μακεδονία; Δεν θα μου άρεσε, γιατί πίστευα και πιστεύω ότι η χώρα αυτή είναι μεν σωστό να μοιράζεται το όνομα, όχι όμως να το μονοπωλεί. Να την πω FYROM; Θα ήταν παράδοξα κωμικό (ακόμη «πρώην γιουγκοσλαβική» για μια κρατική οντότητα που υφίσταται ήδη δεκαετίες μετά την έκλειψη της Γιουγκοσλαβίας;). Θα ήταν επίσης στρουθοκαμηλισμός (να φαντάζομαι ότι εξαφανίστηκε το όνομα, επειδή το έκρυψα μέσα σε ένα αλλόκοτο ακρωνύμιο). Και στο κάτω κάτω δεν ήμουν εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους σε επίσημη αποστολή για να εκτίθεμαι με τέτοιες γελοιότητες.
Αυτή η σχιζοφρενική κατάσταση δεν ήταν μόνο πρόβλημα δικό μου και άλλων σαν εμένα. Δήλωνε μια γενικότερη αδυναμία της χώρας μας να αναγνωρίσει και να διαχειριστεί την πραγματικότητα, με συνέπεια να αναλώνεται σε μάχες με ανεμόμυλους. Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι θετική εξέλιξη προπαντός επειδή δείχνει ότι, έστω για στενότερα ή και ιδιοτελή συμφέροντα (αλλά έτσι γίνεται συνήθως), μπορούμε να απαλλαγούμε από τις σιδερόμπαλες που μας κρατούν φυλακισμένους σε ιδεοληψίες και να περπατήσουμε επιτέλους μέσα στον κόσμο.