Κάποιος ξένος μπορεί και να γελούσε με την κατάστασή μας. Εμείς, το καμάρι του πλανήτη, ο λαός που πέτυχε το θαύμα, αυτοί για τους οποίους είχε να λέει ολόκληρος Γιουβάλ Νόα Χαράρι, κλείνονται πάλι μέσα. Ναι, εμείς που εντυπωσιάσαμε τον πλανήτη. Που όλοι μας οι νεκροί ήταν όσοι πέθαιναν στην Ιταλία σε μισή ώρα.
Εμείς, λοιπόν, μένουμε και πάλι σπίτι. Ισως, ξέρετε, αν έλειπαν όλα αυτά, αν ο κομπασμός είχε διατηρηθεί στο μέτρο της σεμνότητας, τώρα να ήμασταν κάπως καλύτερα. Διότι το δύσκολο δεν είναι να ελέγξεις μία πανδημία αν τους κλείσεις όλους μέσα, αλλά αν τους έχεις έξω, τηρώντας τα απαραίτητα μέτρα. Φτάσαμε να λέμε ότι πετύχαμε εθνική νίκη επειδή καθίσαμε στον καναπέ και βλέπαμε Netflix. Και τώρα, πάλι μέσα. Λογικά, δεν χρειάζεται καμπάνια. Εκτός και αν τυπώσουν τίποτα φυλλάδια για να τα δίνουν σε όποιον ξένο έρχεται στη χώρα. Οι υπόλοιποι τα ξέρουμε όλα.
Το δεύτερο lockdown πιστοποιεί την αποτυχία της χώρας στον έλεγχο της πανδημίας. Και μία εθνική αποτυχία βαραίνει τους πάντες. Πρωτίστως όμως την κυβέρνηση, η οποία χρεώνεται την ευθύνη και πληρώνει τον πολιτικό λογαριασμό – ο οικονομικός θα βγει στο τέλος από τις τσέπες των πολιτών.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την πανδημία περίπου ως φυσική καταστροφή, για την οποία δεν μπορείς να κάνεις και πολλά ή μάλλον μπορείς να κάνεις αρκετά, αλλά μέχρι ένα σημείο. Δείχνει, άλλωστε, προς Παρίσι, Λονδίνο, Μαδρίτη, θεωρώντας τις εξελίξεις λίγο ως πολύ αναπόφευκτες. Δεν δείχνει όμως και προς το Ελσίνκι. Σήμερα η Φινλανδία δεν είναι στα κόκκινα. Τι έκαναν εκεί; Τον Μάρτιο είχαν και αυτοί lockdown, όχι τόσο αυστηρό όσο οι υπόλοιποι. Και στη συνέχεια σχεδόν κάθε κάτοικος της χώρας εγκατέστησε στο κινητό του την εφαρμογή ιχνηλάτησης και ενημέρωσης για την πανδημία. Αν είχες έρθει σε επαφή με ενδεχόμενο κρούσμα, η τηλεφωνική ιχνηλάτηση θα χρειαστεί τέσσερις μέρες – αν σε βρει. Με την εφαρμογή ειδοποιείσαι το αργότερο σε δύο μέρες. Βέβαια, και σε αυτήν την περίπτωση γυρίζουμε πάλι στην ατομική ευθύνη. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που δοκίμασαν να υιοθετήσουν αντίστοιχες εφαρμογές, το εγχείρημα σκόνταψε στη δυσπιστία των πολιτών και στη δυσκαμψία του νομικού πλαισίου. Ας μην κοροϊδευόμαστε, κάτι τέτοιο θα γινόταν και εδώ. Ομως δεν το τολμήσαμε.
Εδώ χάσαμε το ψυχολογικό μέτρο με το τέλος της πρώτης καραντίνας. Οχι βέβαια επειδή άνοιξε ο τουρισμός – σωστά άνοιξε. Αλλά επειδή καλλιεργήθηκε ένα κλίμα ευφορίας με στοιχεία από κατάσταση παιδικής χαράς. Εκεί κολλάει, αλλού δεν κολλάει. Κάποιες συναθροίσεις μολύνουν και κάποιες άλλες, ειδικά αν είναι για καλό σκοπό, δεν μολύνουν. Κέντρα που ανοιγοκλείνουν, πλατείες που γεμίζουν, έλεγχοι που γίνονται για τα μάτια και πάει λέγοντας. Αντιφατικές συμπεριφορές που σχημάτισαν το πρόσωπο της αποτυχίας.
Η χώρα κλείνει με την ελπίδα να είναι σε θέση να ξανανοίξει τον Δεκέμβριο, μήπως και κινηθεί κάπως η χριστουγεννιάτικη αγορά. Ακόμα και αν αυτό το αισιόδοξο σενάριο διασταυρωθεί με την πραγματικότητα, είναι εξαιρετικά πιθανό να βρεθούμε μπροστά σε νέο lockdown μετά την Πρωτοχρονιά. Η λογική λέει ότι όπως περάσαμε το πρώτο, έτσι θα περάσουμε και το δεύτερο. Εχουμε μάθει τη ρουτίνα της καραντίνας. Ομως δυστυχώς δεν είναι έτσι. Η κόπωση και η ψυχολογική επιβάρυνση θα μας πιέσουν περισσότερο, μαζί με τις οικονομικές επιπτώσεις. Ενδεχομένως θα πείτε ότι αυτά δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με όσα έχουν περάσει προηγούμενες γενιές. Σωστό, αλλά ο καθένας αισθάνεται το βάρος ανάλογα με το πόσο αντέχει η πλάτη του. Και οι δικές μας πλάτες είναι καχεκτικές σε σχέση με τις πλάτες των γονιών ή των παππούδων μας.
Για άλλη μία φορά μπαίνουμε σε στενωπό, αλλά δεν ξέρουμε πού βγάζει. Κλεινόμαστε σπίτι για να «αναμετρηθούμε» και πάλι με τους ανθρώπους μας ή, ακόμα πιο δύσκολα, με τον εαυτό μας. Μένουμε μέσα και βλαστημάμε. Την τύχη μας, την κυβέρνηση, τον κακό μας τον καιρό. Οπου και αν πέσει η βλαστήμια, αποκλείεται να βρει άδικο.