Αυτή είναι μία ιστορία 25ετούς αδράνειας, όχι μόνο από την πλευρά της Ελλάδας, αλλά ολόκληρης της Ευρώπης.
Ήταν Οκτώβριος του 1999 όταν ο τότε ευρωβουλευτής του Συνασπισμού και μετέπειτα πρόεδρός του Αλέκος Αλαβάνος απηύθυνε γραπτή ερώτηση στην Κομισιόν για τις απώλειες στο δίκτυο ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ. Το σκεπτικό του ήταν ότι η ΕΕ χρηματοδοτούσε έργα για το δίκτυο στην Αττική, και επειδή υπήρχαν πληροφορίες για μεγάλες ποσότητες νερού που χάνονταν λόγω διαρροών, ζητούσε να μάθει τα εξής:
- Εάν υπάρχουν διεθνώς αποδεκτά ποσοστά απώλειας κατά τη μεταφορά του νερού μέσω των δικτύων ύδρευσης και πού κυμαίνονται αυτά
- Εάν έχει η Κομισιόν στοιχεία για τις απώλειες της ΕΥΔΑΠ
- Και, εάν υπάρχει πρόβλημα, τι μέτρα προτίθεται η Κομισιόν να λάβει
Η απάντηση στον Αλαβάνο ήρθε περίπου δύο μήνες μετά, διά στόματος Μισέλ Μπαρνιέ, του σημερινού πρωθυπουργού της Γαλλίας, που τότε ήταν Επίτροπος Περιφερειακής Πολιτικής και Μεταρρυθμίσεων.
Κατ’ αρχάς ο Μπαρνιέ ξεκαθάριζε τι σημαίνουν απώλειες υδάτων σε ένα δίκτυο ύδρευσης. Απαντώντας στον Αλαβάνο, ανέφερε ότι οι απώλειες υπάγονται σε αυτό που εκείνοι λένε “μη καταγραφείσες καταναλώσεις”. Τι είναι αυτές; Είναι κατά κύριο λόγο απώλειες, αλλά και νερό που χρησιμοποιείται από τα στόμια υδροληψίας από τους πυροσβέστες, και νερό για το πότισμα των πάρκων και τον καθαρισμό. Με λίγα λόγια, είναι το νερό που δεν τιμολογείται, που δεν έχουν οι εταιρείες ύδρευσης έσοδα από αυτό.
Ο Μπαρνιέ συνέχιζε την απάντησή του ξεκαθαρίζοντας επίσης ότι δεν υπάρχει διεθνές πρότυπο για τις απώλειες. «Ωστόσο, τα αποκαλούμενα “αποδεκτά” επίπεδα μη καταγραφείσας κατανάλωσης είναι της τάξης του 8% έως 15%, όπου ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται λίγο-πολύ στο επίπεδο του 15%», ανέφερε με νόημα για να συνεχίσει: «Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας διαβίβασαν οι ελληνικές αρχές, το επίπεδο μη καταγραφείσας κατανάλωσης ύδατος, στο δίκτυο της εταιρείας που ανέφερε το Αξιότιμο Μέλος του Κοινοβουλίου, είναι της τάξης του 23%. Στόχος των εν λόγω αρχών είναι να μειώσουν το ποσοστό αυτό σε 15% εντός της προσεχούς οκταετίας». Και κατέληγε ο Μπαρνιέ ότι η Επιτροπή έχει επίγνωση του προβλήματος, ότι παρακολουθεί στενά την εξέλιξη της κατάστασης και ότι είναι έτοιμη να εξετάσει κάθε ενδεχόμενη συνδρομή του Ταμείου Συνοχής, αρκεί βέβαια οι ελληνικές αρχές να καταθέσουν ανάλογο αίτημα.
Fast Forward 22 χρόνια μετά, στο 2021. Στο σχέδιο σύμβασης μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και της ΕΥΔΑΠ που υπεγράφη τότε, στις υποχρεώσεις, αναφέρονται και κάποιοι στόχοι σε σχέση με τις απώλειες ύδατος. Συγκεκριμένα, ότι εντός ενός (1) έτους απο την ημέρα που θα τεθεί σε ισχύ η σύμβαση, η ΕΥΔΑΠ “θα υποβάλει στο Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών και στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας σχέδιο εντοπισμού, ελέγχου και μείωσης των απωλειών/διαρροών”. Από τη σύμβαση μαθαίνουμε επίσης ότι οι απώλειες της ΕΥΔΑΠ, το 2021, ανέρχονται στο 25% και ότι με το σχέδιο εντοπισμού της ΕΥΔΑΠ σκοπός είναι έως και το 2025 να πέσουν οι απώλειες στο 22% ή και λιγότερο – στόχος που μάλιστα συνδέεται και με μπόνους (ή ρήτρα αν δεν επιτευχθεί) στην τιμή που πληρώνει η ΕΥΔΑΠ στο Δημόσιο για το νερό που προμηθεύεται.
Σε αυτό το σημείο χρήσιμο είναι να κάνουμε μία ανασκόπηση: το 1999 οι ελληνικές αρχές λένε στην Κομισιόν -σύμφωνα πάντα με την απάντηση Μπαρνιέ- ότι εντός οκταετίας, δηλαδή έως το 2007, στόχος τους είναι να ρίξουν τις απώλειες από το 23% στο 15%. Το 2021 οι απώλειες της ΕΥΔΑΠ φτάνουν το 25%, δηλαδή δύο μονάδες περισσότερο απ’ ό,τι το 1999, και στόχος πλέον είναι εντός τετραετίας, να τις ρίξουν στο 22%, μία μονάδα λιγότερο απ’ ό,τι το 1999…
Δεν είναι όμως μόνο η ΕΥΔΑΠ
Fast Forward στο 2024. Αναφερόμενος γενικότερα σε απώλειες νερού, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης κάνει λόγο για ποσοστά ύψους 40%-50% (συνέντευξη στα Παραπολιτικά, τέλη Ιουλίου 2024), και για ποσοστά που φτάνουν έως και το 40%-45% (συνέντευξη στον ΣΚΑΪ, Σεπτέμβριος 2024). Στην παρουσίαση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τις πρωτοβουλίες του όσον αφορά την αντιμετώπιση της λειψυδρίας, περιλαμβάνονταν και στοιχεία για μεγάλες διαρροές στα δίκτυα: “το 2019 (κατά δήλωση των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης – ΔΕΥΑ που συμπληρώνουν τα στοιχεία), το συνολικό ποσοστό απωλειών κυμαινόταν από 9,5% έως 62% με την μέση τιμή να ανέρχεται στο 35,6% – μη συστηματική καταγραφή των απωλειών σε αρκετές περιπτώσεις (δεν υπάρχει συστηματική παρακολούθηση της συνολικής κατανάλωσης, αλλά και της συνολικής υδροληψίας επομένως οι απώλειες είναι άγνωστες)”.
Δεν είναι όμως μόνο η ΕΥΔΑΠ και οι ΔΕΥΑ. Για την ακρίβεια, δεν είναι μόνο η Ελλάδα.
Δύο δεκαετίες μετά την απάντηση του τότε ευρωπαίου Επιτρόπου Μπαρνιέ, ότι “τα αποκαλούμενα “αποδεκτά” επίπεδα μη καταγραφείσας κατανάλωσης είναι της τάξης του 8% έως 15%, όπου ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κυμαίνεται λίγο-πολύ στο επίπεδο του 15%”, φαίνεται ότι οι απώλειες έχουν αυξηθεί πολύ στην Ευρώπη. Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Εθνικών Ενώσεων Υπηρεσιών Υδάτων (EurEau), η οποία έχει μέλη σε 33 χώρες, το μέσο ποσοστό για τις απώλειες νερού -αυτού που δεν φέρνει έσοδα στις εταιρείες ύδρευσης- ανέρχεται στο 25%. Η έκθεση αυτή της EurEau δημοσιεύθηκε το 2021 και είναι η τελευταία που περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με το θέμα.
Κάποια ποσοστά απωλειών ανά χώρα: Βουλγαρία 60%, Ρουμανία περίπου 41%, Ιταλία 40%, Μάλτα 39%, Σλοβακία 31%, Πορτογαλία και Νορβηγία λίγο κάτω από το 30%. Στον αντίποδα, Ολλανδία και Γερμανία κάτω από 5%, Δανία περίπου 7%, Εσθονία 11%, Φινλανδία 16%, Τσεχία 17%, Γαλλία 19%. Άλλες τέσσερις χώρες βρίσκονται πέριξ του 20% (Βέλγιο, Ελβετια, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο), ενώ λίγο πιο πάνω, στο 22-23% περίπου συναντούμε την Κύπρο και την Ισπανία. Η Ελλάδα βρίσκεται ακριβώς στον μέσο όρο, στο 25%. Βέβαια το 1999 που έδινε την απάντηση ο Μπαρνιέ δεν είχαν ακόμα ενταχθεί στην ΕΕ η Βουλγαρία και η Ρουμανία που κατέχουν τις υψηλότερες θέσεις στις απώλειες.
Όμως, παρά το γεγονός ότι εδώ και δύο δεκαετίες η κλιματική αλλαγή, που έγινε στην πορεία κλιματική κρίση, απασχολεί όλο και περισσότερο τις Βρυξέλλες, έπρεπε να περάσουν χρόνια και χρόνια για να βγει ένας κανονισμός που να περιλαμβάνει και το θέμα των απωλειών των δικτύων ύδρευσης.
H ευρωπαϊκή Οδηγία για το Πόσιμο Νερό (Drinking Water Directive – DWD) δημοσιεύθηκε στα τέλη του 2020. Εντός της σημειώνεται ότι υπάρχει γενική έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τις διαρροές νερού, οι οποίες οφείλονται στην έλλειψη επενδύσεων, συντήρης και ανανέωσης των υποδομών ύδρευσης και ως εκ τούτου, οι χώρες μέλη της ΕΕ καλούνται πλέον να αξιολογήσουν τα επίπεδα απωλειών. Σύμφωνα με την οδηγία, οι χώρες μέλη θα πρέπει να ενημερώσουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για αυτές τις απώλειες έως τις αρχές του 2026.
Αφού αρχίσει να λαμβάνει τα στοιχεία η Κομισιόν θα περάσουν άλλα δύο χρόνια, δηλαδή πάμε στις αρχές του 2028, για να αποφασίσει ένα όριο για τα ποσοστά απωλειών (αυτό που ο Μπαρνιέ έλεγε το 1999 αποδεκτό όριο και το έβαζε ανάμεσα στο 8% και το 15%). Και αφού θεσπιστεί το όριο για τα ποσοστά απωλειών από την Κομισιόν το 2028, οι χώρες μέλη που το υπερβαίνουν θα έχουν στη διάθεσή τους άλλα δύο χρόνια για να υποβάλουν σχέδιο δράσης, ώστε να “συμμορφωθούν”. Δηλαδή, καλές αρχές του 2030.
Αλλά και πάλι αυτό δεν είναι και τόσο σίγουρο. Σε όλα τα παραπάνω, η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εθνικών Ενώσεων Υπηρεσιών Υδάτων, έχει εντοπίσει ένα θέμα. Το 2021, λίγους μήνες αφότου δημοσιεύτηκε η ευρωπαϊκή Οδηγία για το Πόσιμο Νερό, η Ομοσπονδία έθεσε το ζήτημα ότι δεν υπάρχει εφικτή/συμφωνημένη ευρωπαϊκή μεθοδολογία για τον υπολογισμό των διαρροών και ότι συνεργάζεται με την Κομισιόν για τον τρόπο εφαρμογής των διατάξεων όσον αφορά τις απώλειες. Δύο χρόνια μετά, τον Νοέμβριο του 2023, η Ομοσπονδία σε ανακοίνωσή της ανέφερε ότι το ζήτημα του υπολογισμού συνεχίζει να υφίσταται, καθώς στην οδηγία αναφέρεται μία πιθανή μέθοδος αλλά ταυτόχρονα αφήνει ανοικτό παράθυρο για χρήση και «άλλης κατάλληλης μεθόδου», χωρίς να προσδιορίζεται ποια. Και εάν το πρόβλημα συνεχίζει να υφίσταται στα τέλη του 2023, είναι αμφίβολο εάν τα στοιχεία που θα δοθούν στην Κομισιόν θα είναι αξιόπιστα. Γιατί;
«Η οδηγία δίνει στα κράτη μέλη προθεσμία έως τον Ιανουάριο του 2026 για να κοινοποιήσουν τις αξιολογήσεις τους στην Επιτροπή. Οι εθνικές αρχές, με τη σειρά τους, θα χρειαστεί να συλλέξουν τα σχετικά δεδομένα από τους φορείς εκμετάλλευσης πόσιμου νερού κατά τη διάρκεια του 2025. Αυτό σημαίνει ότι τα πιο πρόσφατα δεδομένα πλήρους έτους διαθέσιμα για υποβολή εκθέσεων από τους φορείς εκμετάλλευσης θα καλύπτουν μόνο το 2024. Αυτό αφήνει πολύ λίγο χρόνο στους φορείς εκμετάλλευσης να προσαρμόσουν τον εξοπλισμό, τις μεθόδους και τις διαδικασίες συλλογής δεδομένων τους σε έναν δυνητικά νέο δείκτη», υποστήριζε η Ομοσπονδία τον Νοέμβριο του 2023.
Και εάν λάβουμε υπόψη το παράδειγμα της Ελλάδας, πιθανώς να μην προλαβαίνουμε ούτε το 2025. Πριν από λίγες ημέρες, στις 11 Σεπτεμβρίου 2024, στην παρουσίαση του υπουργείου Περιβάλλοντος για τα μέτρα κατά της λειψυδρίας, αποκαλύφθηκε ότι, όσον αφορά τις Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης Αποχέτευσης, σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή των απωλειών επειδή δεν υπάρχει συστηματική παρακολούθηση της συνολικής κατανάλωσης, αλλά και της συνολικής υδροληψίας. Οπότε πώς θα δηλώσουν στοιχεία για τις απώλειες;
Τελικά, ίσως η λύση να είναι ο «χορός της βροχής».