Απόψεις

Λειψά επιχειρήματα και ήρωες ξενέρωτοι

Ενώ η γλώσσα είναι μία και οι λέξεις ίδιες, ο τρόπος που τις χρησιμοποιεί το κάθε είδος λόγου είναι διαφορετικός: ο αποδεικτικός τού δοκιμίου στοχεύει να σε πείσει και χρειάζεται επιχείρημα, ενώ ο λογοτεχνικός χρησιμοποιεί εικόνες, αφηγήσεις και τερτίπια για να σε σαγηνεύσει, να σου παρουσιάσει μια «κατασκευή» σαν να ήτανε αληθινή
Κώστας Λογαράς

Δεν ξεκίνησε σωστά η συνεξέταση Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Η αποτυχία στις Πανελλαδικές δημιούργησε κάκιστο προηγούμενο. Ομως το σύστημα της ενιαίας εξέτασης είναι το πιο άρτιο για τη διδασκαλία της γλώσσας από τη μεταπολίτευση και δώθε. Η παράλληλη προσέγγιση δοκιμιακού και λογοτεχνικού κειμένου δίνει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ο μαθητής ότι είναι άλλη η συναισθηματική προσέγγιση των πραγμάτων κι άλλο πράγμα η λογική τους επεξεργασία.

Οτι ενώ η γλώσσα είναι μία και οι λέξεις ίδιες, όμως ο τρόπος που τις χρησιμοποιεί το κάθε είδος λόγου είναι διαφορετικός: ο αποδεικτικός τού δοκιμίου στοχεύει να σε πείσει και χρειάζεται επιχείρημα, ενώ ο λογοτεχνικός  χρησιμοποιεί εικόνες, αφηγήσεις και τερτίπια για να σε σαγηνεύσει, να σου παρουσιάσει μια «κατασκευή» σαν να ήτανε αληθινή. Δεν μπορεί αυτά τα δύο να συγχέονται.

Στην καθημερινότητα αυτό σημαίνει ότι ο μαθητής μαθαίνει να ξεχωρίζει τον αποδεικτικό λόγο τού πολιτικού  από τον συναισθηματικό τού δημαγωγού. Και το αντίθετο: δεν μπορείς να πείσεις λογικά, χρησιμοποιώντας τα εκφραστικά μέσα τής λογοτεχνίας.

Ως παράδειγμα φέρνω το «αποτυχημένο» κείμενο τού πολύ καλού συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη. Ένα καθαρά πολιτικό κείμενο αλλά γραμμένο με τον τρόπο της λογοτεχνίας. Δηλαδή αναπόδεικτο. Ούτε ένα επιχείρημα και καμία τεκμηρίωση.  Με «αλήθειες» μεν,  αλλά μόνο μ’ αυτές δεν πείθεις κανέναν. Αποθέτεις στον αναγνώστη να φανταστεί ο ίδιος τα τεκμήρια, έξω  από το κείμενο. Αυτός που έτσι κι αλλιώς συμφωνεί μαζί σου, τα φέρνει ο ίδιος στο μυαλό του και «πείθεται». Ο άλλος όμως δεν μπαίνει σ’ αυτή τη διαδικασία – κάνοντας καλά απ’ τη μεριά του – κι όχι μόνο διαφωνεί μαζί σου αλλά του δίνεις πάτημα να σε κατηγορήσει για κακόβουλο.

Το ίδιο αποτυχημένο θα ήταν ένα λογοτεχνικό κείμενο που θα επεδίωκε τη συναισθηματική απόλαυση τού αναγνώστη, αλλά δοσμένο με την αυστηρή επιχειρηματολογία του δοκιμίου.

Η συνεξέταση λοιπόν στοχεύει στην εκμάθηση της γλώσσας ως μέσου κατανόησης των ιδεών του συγγραφέα – λογοτέχνη ή δοκιμιογράφου, αδιακρίτως· αν σωστά ή όχι έχει χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο λεξιλόγιο· αν η τάδε σύνταξη, τα ρηματικά πρόσωπα, εξυπηρετούν το στόχο του ή μη· γιατί το επιχείρημα είναι λειψό ή οι ήρωες άνευροι κι αδύναμοι; Κατά πόσο αυτή η οργάνωση του δοκιμίου ή η κλιμάκωση του λογοτεχνικού λόγου εξυπηρετεί το στόχο του συγγραφέα;

Η αντιπαραβολή, στη συνεξέταση, καλλιεργώντας την κριτική σκέψη και τον προβληματισμό,  σού ζητάει να μπεις βαθιά στο μεδούλι των κειμένων (αλλά και εντός σου). Είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να καταλάβει ο μαθητής πως όταν το περιεχόμενο (οι ιδέες) δεν ταυτίζεται με τη μορφή ( εκφραστικά μέσα) προκύπτει ένα ιδεολογικό, αισθητικό τερατούργημα. Έτσι διακρίνει το ψεύτικο απ’ το αληθινό, την αισθητική ευτέλεια από την αναμφισβήτητη αξία, τον ορθολογισμό απ’ τον παραλογισμό.

Η μαθητεία στη γλώσσα την οποία πετυχαίνει η ενιαία εξέταση «λογικού και λυρικού λόγου» θα μπορούσε ακόμα να αμβλύνει  κάποιες αντεγκλήσεις μεταξύ μας, τις παρεξηγήσεις  για θέματα που ενώ απαιτούν επιχειρήματα, χρησιμοποιείται λόγος θυμικός συναισθηματισμός· και για άλλα  που, ενώ χρειάζονται ελαφράδα και ευφορία ψυχική,  όμως παίρνουν διαστάσεις ελληνοτουρκικής διένεξης και καταλήγουν σε κανονικές συρράξεις (βλέπε social media).

Όμως, για να γυρίσουμε στο πραγματικό διακύβευμα απ’ το οποίο εξαρτάται πάντα η επιτυχία ενός συστήματος: Πώς θα διδαχτούνε όλα αυτά; Χρειάζεται γερή σκευή, γνώση της γλώσσας εκ μέρους του εκπαιδευτικού. Αλλά και οργάνωση ενός χαοτικού υλικού ώστε να δοθεί συγκροτημένα και θεματικά, από κοινού, τόσο στο δοκιμιακό όσο και στο λογοτεχνικό λόγο. Τούτο σημαίνει ώρες μπελαλίδικης προεργασίας! Η ευκολία μιας προετοιμασίας στο γόνατο, δεν φτουράει στη συνεξέταση.

Κυκλοφορούν άπειρα βοηθήματα. Αλλά, αν ο εκπαιδευτικός κρεμαστεί πάνω τους και μεταφέρει στους μαθητές τις απαντήσεις που δίνει το λυσάρι, θα είναι δώρο άδωρο. Θα έχουμε γυρίσει πάλι στην παπαγαλία. Αυτή τη φορά πιο ανιαρή από ποτέ: στην παπαγαλία του καθηγητή.