Οι διάλογοι δεν είναι καθόλου φανταστικοί. Ο πρώτος: «Τα έχει πάρει ο Σημίτης;». «Εμείς δεν λέμε κάτι τέτοιο. Η αρμόδια Αρχή έδωσε την εντολή για έρευνα». Και ο δεύτερος: «Τα έχει πάρει ο Παυλόπουλος;». «Εμείς δεν λέμε κάτι τέτοιο. Γιατί, όμως, δεν έφτασε ποτέ στη Βουλή το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που επιρρίπτει ευθύνες σε πρώην υπουργούς της ΝΔ;».
Για τους εντελώς αμύητους αναγνώστες, ένα μικρό ιστορικό. Η υπόθεση αφορά το σύστημα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων C4I, το οποίο είχε παραγγείλει η κυβέρνηση Σημίτη και παρέλαβε η κυβέρνηση Καραμανλή. Ο αντιπρόσωπος της εταιρείας που έχασε τον διαγωνισμό, κατέθεσε στην Γαλλία ότι η ανταγωνίστρια εταιρεία κέρδισε επειδή (άφησε να εννοηθεί ότι) χρημάτισε τον πρωθυπουργό (και υπουργούς). Κάπως έτσι δόθηκε εντολή να ανοίξουν οι λογαριασμοί της οικογένειας Σημίτη. Επειδή, όμως, το σύστημα παρελήφθη από την επόμενη κυβέρνηση (Καραμανλή), ο εισαγγελέας που ερεύνησε την υπόθεση κατέληξε ότι τρεις υπουργοί αυτής της κυβέρνησης (Παυλόπουλος, Πολύδωρας, Μαρκογιαννάκης) επέφεραν ζημιά εκατομμυρίων στο Δημόσιο. Το βούλευμα που το καταγράφει αυτό δεν ανακοινώθηκε ποτέ στη Βουλή. Και το ΠΑΣΟΚ ρωτάει γιατί. Κάπου εδώ εμπλέκεται η σημερινή κυβέρνηση, η οποία εγκαλεί το μεν ΠΑΣΟΚ ότι δεν σέβεται τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη δε ΝΔ ότι παριστάνει τον Πόντιο Πιλάτο. Περίπου αυτή είναι εν συντομία η υπόθεση που εκτυλίσσεται και αρχίζει να αποκτά χαρακτηριστικά λασπομαχίας, με άγνωστη, επί του παρόντος, κατάληξη.
Σε μια κανονική χώρα, όλα αυτά θα ήταν λυμένα θεσμικά. Ενας, δύο ή περισσότεροι εισαγγελείς θα είχαν ερευνήσει την υπόθεση και θα είχαν αποφανθεί εγκαίρως και εγκύρως, ώστε να μην λέει ο καθένας ό,τι θέλει και να μη γίνονται παιχνίδια με επιλεκτικές διαρροές δικογραφιών ή με την απόκρυψη άλλων. Στην Ελλάδα, όμως, όπου η ενδεχόμενη ποινική ευθύνη των πολιτικών εξαρτάται αποκλειστικά από τους ίδιους (από την εκάστοτε πλειοψηφία της Βουλής), τα παιχνίδια αυτά είναι αναπόφευκτα.
Γι’ αυτό και ο ισχυρισμός των σημερινών «εμείς δεν εμπλεκόμαστε, ερευνά τη Δικαιοσύνη» είναι τουλάχιστον κωμικός. Κι επειδή τίθεται και ξανατίθεται το ερώτημα αν έχουμε να κάνουμε με «νέο ‘89», ας θυμηθούμε ότι και τότε η «ανεξάρτητη Δικαιοσύνη» ερεύνησε. Και το αποτέλεσμα ήταν «μεικτό»: αποκαλύφθηκαν και ένοχοι, αλλά στήθηκε και σκευωρία με κατασκευή ενόχων. Και όλα αυτά για καθαρά πολιτικούς λόγους: η τότε πλειοψηφία (Δεξιάς – παραδοσιακής Αριστεράς) ήθελε να κυριαρχήσει πλήρως διαλύοντας το (μεγάλο, τότε) ΠΑΣΟΚ.
Μπορεί οι ιστορικές αναλογίες να είναι σε πολλά διαφορετικές, αλλά η βασική πολιτική επιδίωξη είναι ίδια. Η σημερινή πλειοψηφία, που αποτελείται από ένα κομμάτι της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) και διάφορα κομμάτια και πρόσωπα της Δεξιάς (ΑΝΕΛ και «καραμανλικοί»), στοχεύοντας το (μικρό πλέον) ΠΑΣΟΚ, επιδιώκουν να πλήξουν, δια της πλαγίας οδού, την μητσοτακική ΝΔ, ώστε να αποκομίσουν οι ίδιοι εκλογικά οφέλη.
Από όλα αυτά προκύπτουν δύο ερωτήματα:
Πρώτον: δεν πρέπει να ερευνάται μια υπόθεση, όταν υπάρχουν ενδείξεις και υποψίες σκανδάλου με εμπλοκή πολιτικών προσώπων; Δεν υπάρχει δεύτερη απάντηση. Όμως, όταν φτάνουν σε Πρωθυπουργούς και Προέδρους Δημοκρατίας, ο συμβολισμός καθίσταται πολύ ισχυρός και πρέπει οι κινήσεις να είναι διπλά προσεκτικές. Και, σε κάθε περίπτωση, η εκκαθάριση πρέπει να είναι ταχεία. Δηλαδή, η αρμόδια Αρχή (που δεν είναι καθόλου δικαστική, αλλά διοικητική, δηλαδή διορίζεται από την κυβέρνηση), έχει πλέον στα χέρια της τα στοιχεία για τον πρώην πρωθυπουργό. Η επικεφαλής της Αρχής είναι ανώτατη δικαστής, επομένως (πρέπει να) είναι αδιανόητο να συμμετάσχει ή να επιτρέψει πολιτικά παιχνίδια. Κωλυσιεργία δεν νοείται, ώστε η υπόθεση να σέρνεται μέχρι τις εκλογές. Ας ξεψαχνίσει τα στοιχεία και ας μας πει αν ο Σημίτης «τα πήρε» ή όχι. Και τότε κάθε κατεργάρης θα πάει στον πάγκο του. Και κάποιοι δεν θα βρίσκουν τρύπα να κρυφτούν. Αν δεν συμβεί αυτό, η λασπομαχία θα συνεχιστεί και μετά τις εκλογές, καθώς η τότε πλειοψηφία, αν είναι διαφορετική, μπορεί να στραφεί εναντίον της σημερινής, κατά το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Ταχεία εκκαθάριση, λοιπόν, για να μάθουμε αν έχουμε μόνο σκάνδαλο ή και σκευωρία. Μόνο έτσι θα μάθουμε αν θα έχουμε «βρώμικο» ή «καθαρό» 2019.
Δεύτερον, είναι απορίας άξιον πού στοχεύει πολιτικά η σημερινή πλειοψηφία με την στοχοποίηση του Σημίτη. Η ΝΔ δεν πλήττεται. Η δημοσκοπική της εικόνα είναι σταθερή. Η συσπείρωσή της έχει πιάσει ταβάνι, δύσκολα θα χάσει ψηφοφόρους. Μόνο μία εξήγηση μπορεί να υπάρχει. Ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ να επιδιώκουν να… ενισχύσουν το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ), αποτρέποντας έτσι σημερινούς ψηφοφόρους του να μετακινηθούν προς την ΝΔ, κάτι που θα αύξανε της πιθανότητες της αυτοδυναμίας. Αυτό, πράγματι, μπορεί να το πετύχουν οι φωστήρες του ΣΥΡΙΖΑ: όλες οι φυλές του ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι συσπειρώνονται μπροστά στον κίνδυνο «να διαλυθεί η παράταξη». Κάτι ανάλογο συνέβη του 1989. Βεβαίως σήμερα δεν υφίσταται τέτοια παράταξη, αλλά ενδέχεται ο Τσίπρας (και ο ακροδεξιο-μεσαίος αχταρμάς, που συνοδοιπορεί μαζί του) να μην έχει υπολογίσει πού μπορεί να οδηγήσει μια πιθανή (μικρή ή μεγαλύτερη) άνοδος των ποσοστών του ΚΙΝΑΛ. Αν ήταν σε θέση να το υπολογίσουν, θα άκουγαν αυτά που λένε ορισμένοι συνεπείς αριστεροί του χώρου τους (με δύο δράμια παραπάνω μυαλό στο κεφάλι τους, εδώ) και όχι τις ανοησίες που εκτοξεύουν ανερυθρίαστα διάφορα πολιτικά μειράκια, τύπου Τζανακόπουλου και Βερναρδάκη (εδώ).
Οσοι είναι σε θέση να καταλάβουν, ας προσέξουν τι σημαίνει η «ετερογονία των σκοπών». Και όσοι δεν είναι, ας αρκεστούν στον συμβολισμό της φράσης αυτής του παλιού πρωτοπυγμάχου Μάικλ Τάισον: «Ολοι έχουν κάποιο σχέδιο μέχρι να φάνε μια μπουνιά στη μούρη». Ας αλλάξουν σχέδια ή ας φυλάνε τη μούρη τους. Το πρώτο είναι πιο εύκολο.