Το μηχανάκι των εφηβικών μου χρόνων ήταν κίτρινο και θορυβούσε σαν κουνούπι. Honda-κι (το χαϊδευτικό του όνομα) 50άρι. Μια σταλιά. Θυμάμαι εκείνη την αίσθηση. Χθες αναδύθηκε στη σκέψη και με βαθιά συγκίνηση αντιλήφθηκα το πόσο ζωτικά πολύτιμο υπήρξε για τη δική μου ψυχοσύνθεση.
Ηταν το μέσον για να δραπετεύω. Απ’ ό,τι με στένευε, για ό,τι ασφυκτιούσα… Η συναρπαστική αίσθηση της πρώτης γκαζιάς, του αέρα που με χτυπούσε στο πρόσωπο, ακόμα ακόμα κι εκείνο το δάκρυ, που ο αέρας το κράταγε οριζοντίως στο μάτι (τότε, π.Χ., δεν επιβαλλόταν κράνος)… Πού πήγαινα; Στη χαρά. Εκεί που τουλάχιστον πίστευα ότι θα τη βρω.
«Τι κρίμα τα νιάτα να χαραμίζονται στους νέους». Από τις φράσεις που επανέρχονται στη σκέψη μου συχνά. Και ας έχουν τα νιάτα διευκολύνσεις. Ούριους ανέμους για χαρά. Η μη αίσθηση του χρόνου ή καλύτερα, η άγνοια του θανάτου, η διευκόλυνση τού να μη σε νοιάζει η άνεση, όπου να ’ναι ξυπνάς και κοιμάσαι (για όλα). Η συμμαχία του σώματος με τα θέλω. Η ακόρεστη σεξουαλικότητα. Η ομορφιά…
Ποιος δεν αυτοκαμαρώνεται ως όμορφος κοιτάζοντας τις νεανικές φωτογραφίες του; Ωστόσο, για τίποτα από τα παραπάνω δεν κάναμε «γιορτή». Δεν τα αξιολογούσαμε. Δεδομένα. Ακόμα και την ομορφιά την αντιπαλεύαμε χαζά. Ψαχουλευόμασταν ανεπαρκείς. Υποδόρια, τα νιάτα τα διατρέχει μελαγχολία. Μόνο τα νιάτα;
Σιγά μην αφορά μόνο τα νιάτα… Προ ημερών βρέθηκα σε χώρους κεφιού. Ξέχασαν οι άνθρωποι τη χαρά. Ξέχασαν –οι άνθρωποι– τη χαρά. Αντιστέκονται στη δόνηση της μουσικής. Δεν χορεύουν, κοιτάνε. Δεν γεύονται, φωτογραφίζουν. Δεν θαυμάζουν μικρά θαύματα που ανάβουν στα μάτια τους. Αναπόλησα δικούς μου, πολύτιμους. Τη σπινθηροβόλα διάθεση στο γέλιο, στο τραγούδι, στον χορό, στις εξομολογήσεις, στο «Πάμε;» – «Φύγαμε!».
Τώρα πια ξεχωρίζω τους ανθρώπους σε νεανικές ή γεροντικές ψυχές. Πολύ βαριά μού πέφτουν οι δεύτεροι όσο μεγαλώνω. Αναλωθήκαμε σε ένα σωρό διεκδικήσεις και αγνοήσαμε τη σημαντικότερη όλων. Το δικαίωμα στη χαρά. Μεγάλο πράγμα η χαρά! Η πεμπτουσία της χαράς που προκύπτει μέσα από τη βαθιά, μελαγχολική επίγνωση του εφήμερου, της μιας, όλης κι όλης, ζωής του καθενός μας. Του ακριβού χρόνου. Πώς τον ξοδεύουμε λες και είναι πάμφθηνος;
Επιασα τον εαυτό μου να ξετινάζει μέσα του όλα εκείνα τα συναισθήματα δραπέτευσης… Κάποτε ήταν εκείνο το μηχανάκι, το κίτρινο, με θόρυβο κουνουπιού… Αργότερα εκείνο το πρώτο μου αυτοκίνητο, που το ονόμαζα «Βουκεφάλα». Και κάθε, μα κάθε μου αυτοκίνητο.
Πάντα η γραφή. Οχημα σωτήριας διαφυγής… Η παρατηρητικότητα επίσης… Μεγάλη παρέα. Και οι άνθρωποι… Αυτοί και αν είναι! Οι όλο και πιο σπάνιοι. Αυτοί με τις νεανικές ψυχές. Σε αυτούς που κατευθυνόμουν όταν δραπέτευα με το μηχανάκι. Και πάντα, πάντα, πάντα! Αν δεν τους είχα; Αν δεν σε είχα; Φαντάσου να μην τους είχα!..