Δεν υπάρχει πιο εγγυημένο και ανέξοδο ταξίδι στον χρόνο από το ψαχούλεμα παλιών περιοδικών στο εξοχικό. Ξέρετε ποια εννοώ. Τα καταχωνιασμένα, χρόνια τώρα (καμιά φορά και δεκαετίες), κάτω από ξεφούσκωτες πλαστικές πισίνες, παλαιολιθικά επιτραπέζια και ολίγα κόμικς ή «Μίκυ Μάους». Δεν έχουν πεταχτεί, εξ αμελείας.
Κάποιος τα ξέχασε επί τούτω εκεί ή βαριόταν να τα πετάξει στο πλαίσιο κάποιου ξεσκονίσματος, κάτι η θερινή ραστώνη, κάτι ο μόχθος και το άλγος από τον βίο του χειμώνα («ήρθα να ξεκουραστώ, ξεκαθαρίσματα θα κάνω τώρα;»). Ετσι, αυτά ξέμειναν εκεί, παρά τα απανωτά πηγαινέλα από μικρές και μεγάλες πατούσες με υπολείμματα άμμου, λίγο τσαλακωμένα, με ξεχαρβαλωμένες σελίδες, απτά πάντως πειστήρια μιας άλλης, ξεχασμένης ζωής.
Οπως έγραφε στις αρχές Ιουνίου ο Μπράιαν Ντίλον στους «New York Times» (του οποίου τη συμβουλή εισάκουσα): «Τα παλιά περιοδικά είναι φθηνές χρονομηχανές, αρχαιολογίες συλλογικής επιθυμίας. Βρείτε ένα έντυπο τεύχος, του εξιδεικευμένου ή του λαϊκού Τύπου, κατά προτίμηση πάνω από 20 ετών (αν και τα 10 θα κάνουν τη δουλειά) και διαβάστε το από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν θα κάνετε καμια βαθιά κατάδυση, δεν θα εξαφανιστείτε σε καμία κουνελότρυπα – αντιθέτως, η ανάγνωσή σας θα είναι μια πλάγια τομή σε μια κουλτούρα, μια τάξη ή ένα κοινωνικό περιβάλλον».
Είπα και εγώ φέτος να ξεφυλλίσω αυτά τα ξεχασμένα έντυπα του εξοχικού κάπως πιο συνειδητοποιημένα, επιδιδόμενη σε έναν αυθαίρετο ερανισμό μικρών και μεγάλων ψηγμάτων από το παρελθόν. Υπόσχομαι να μην «κλέψω», αλιεύοντας επιπλέον, φαντεζί υλικό από το Ιντερνετ. Θα χρησιμοποιήσω μόνο ό,τι έχω εδώ, μπροστά μου. Είναι μετρημένα (τέσσερα-πέντε), ελληνικά και ξένα, όλα τους καλοκαιρινά τεύχη.
Μύκονος και πυρκαγιές
Πάμε λοιπόν. Ανοίγω το πρώτο. Δεκαπέντε χρόνια πίσω, σε ένα τεύχος του «Ταχυδρόμου» (30/8/2008). Αρκετό καιρό πριν αναδυθεί στο ΤikTok το hashtag #No Mykonos και τo «Κουρούτα: H Mύκονος της Ηλείας», ο Γιώργος Βέλτσος μας ξεναγεί σε μια άλλη άδολη νήσο μέσα από τα μάτια του παιδικού του φίλου μυκονιάτη ξυλουργού Ηλία Δελόπουλου (φωτογραφίζεται μάλιστα δίπλα του την ώρα που εκείνος χτυπάει στα βράχια ένα χταπόδι).
Τα λόγια του Δελόπουλου, μεταξύ άλλων, σχεδόν… προφητικά της φετινής πολύωρης συσκότισης στη Χώρα: «Η Μύκονος ήταν σκοτεινή και ωραία. Θυμάμαι πως όταν ήρθε η ΔΕΗ στο νησί και μετακόμισε η Ηλεκτρική εκτός πόλεως δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε στη γειτονιά από την πολλή ησυχία. Τώρα, με την πολλή φασαρία των μπαρ, κοιμόμαστε. Το θέμα είναι οι Μυκονιάτες να μην κοιμούνται και στον ξύπνιο. Γιατί είναι τόσο πολλοί οι επιτήδειοι, που οι συμπατριώτες μου κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν, σαν υπνοβάτες. Φοβάμαι πως, αν ποτέ ξυπνήσουν, θα είναι αργά».
Καθώς φαίνεται, o νταλκάς για την αλματώδη «Μyconization» των νησιών είχε ήδη ξεκινήσει. Αλλά δεν ήταν για τους πολλούς. Στις τελευταίες σελίδες του περιοδικού, στα κοσμικά («Low profile stories») ο Αρης Βασιλειάδης μας ξεναγεί στις διασημότητες που επισκέπτονται τη δαιμονοποιημένη σήμερα νήσο μέσα από ευφάνταστες λεζάντες, π.χ. «Ο Βαλεντίνο στη Μύκονο για να κατασκοπεύσει τους έλληνες σχεδιαστές» ή «Η 42χρονη Βρετανίδα Λίζα Χάρλεϊ, πρώην μοντέλο, ηθοποιός, σχεδιάστρια και νυν Μυκονιάτισσα, με τον ινδό σύντροφό της Ασόν Ναγιάρ…».
Στο ίδιο τεύχος, σαν να μην πέρασε μια μέρα, εκτενές ρεπορτάζ «Ιστορίες γύρω από τη φωτιά» του Γιάννη Παπαδημητρίου, με φιλοξενούμενους τρεις ξένους πιλότους, από τους πρωταγωνιστές της πυρόσβεσης στις μεγάλες πυρκαγιές της Πελοποννήσου (2007). «Μετέφεραν μέχρι και 17 τόνους νερό σε μια πτήση ανάμεσα σε απότομες πλαγιές και χαράδρες». Οπως λέει, στο πλαίσιο του ρεπορτάζ, ο νοτιοαφρικανός κυβερνήτης Κρίστιαν Πρινγκλ: «Στην αρχή, όταν ήρθα εδώ, τα πρώτα δύο χρόνια, είχα την εντύπωση ότι τεράστιες φωτιές αντιμετώπιζα μόνο στην Αυστραλία. Μετά την εμπειρία όμως της Πάρνηθας και της Πελοποννήσου άλλαξα γνώμη».
Προς στιγμήν σκέφτομαι να καταχωνιάσω και πάλι κάπου το περιοδικό και να κατέβω προς τη θάλασσα, αλλά φοβάμαι μη δω πάλι τον ουρανό κατακόκκινο, όχι από τα πορφυρά ξεσπάσματα του δειλινού, αλλά από κάποια γειτονική φωτιά (εδώ στην πολύπαθη Εύβοια έχουμε και φέτος μια ευρεία γκάμα, στην Κάρυστο, στα βουνά ανάμεσα σε Ψαχνά και Νέα Αρτάκη, στο Δοκό Χαλκίδας κ.τ.λ.).
Fast forward στο 1999
Το επόμενο στη μικρή ξεχασμένη ντάνα είναι ένα θερινό τεύχος του περιοδικού Newsweek (21 Iουνίου 1999) με πανηγυρικό εξώφυλλο για το τέλος του πολέμου στο Κόσοβο (ξέσπασε το 1998 και κράτησε ενάμιση χρόνο) και τίτλο που ηχεί έτι τραγικότερος σήμερα: «Θα πάρει η Ευρώπη μαθήματα από το Κόσοβο;». Στις μέσα σελίδες αντικρίζω ολοζώντανο τον Oσάμα μπιν Λάντεν μαζί με ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα για τον υιό Μπους (με τίτλο «Ηere comes the son»), ο οποίος φυσικά προαλείφεται για διάδοχος-πλανητάρχης στις προεδρικές εκλογές του 2000 – η αλήθεια είναι πως μόλις το αντικρίζω, νιώθω το στομάχι μου να αναδεύεται.
Μέσα σε κάποια σελίδα με κουτσομπολιά για celebrities, το μάτι μου πέφτει στα ψιλά γράμματα: «Ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε ένα ακόμη καλύτερο ντιλ. Η πρώην σύζυγός του Μάρλα Μέιπλς φέρεται να συμβιβάστηκε με 2 εκατ. δολάρια, ψίχουλα για τον real estate man των 5 δισεκατομμυρίων. “Αποφάσισα να προχωρήσω στη ζωή μου”, λέει η Μέιπλς». Αυτός να δεις προχώρημα που θα κάνει, κυρία Μέιπλς. Ισως το πιο ενδιαφέρον από όλα να είναι η ολοσέλιδη καταχώριση με τους καουμπόηδες της Marlboro, χαρμάνια ενός τελείως άλλου κόσμου.
Στο τεύχος του Time με την ίδια ακριβώς ημερομηνία (ο πατέρας μου ήταν συνδρομητής και το κουβαλούσε μαζί του στις διακοπές), το (αέναο) ερώτημα επαναδιατυπώνεται στο εξώφυλλο: «Νίκησε ο πόλεμος;». Αυτή τη φορά προτιμώ να κρατήσω ένα αστείο νούμερο: «147 εκατομμύρια: o αριθμός των ανθρώπων που έχουν συνδεθεί στο Ιντερνετ σε ολόκληρο τον κόσμο (οι μισοί εξ αυτών από τις ΗΠΑ)» . Να θυμίσω (μετά από ένα εξαιρετικά γρήγορο γκουγκλάρισμα) ότι ο αντίστοιχος αριθμός φέτος, 24 χρόνια μετά, είναι 5,18 δισ., δηλαδή το 64,6 % του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι δε ΗΠΑ έρχονται τρίτες και καταϊδρωμένες (311,3 εκατ.), μετά την Κίνα (1.050 εκατ.) και την Ινδία (692 εκατ.).
Πριν από το #MeToo
Σπεύδω επίσης να αντιγράψω ένα από τα γράμματα των αναγνωστών: «“Είμαι η γυναίκα στο εξώφυλλο του τεύχους της 15ης Μαρτίου ‘Η αλήθεια για τα σώματα των γυναικών’” γράφει η Σίλβια Νεβίνσκι από τη Νέα Υόρκη, “και ένιωσα αποτροπιασμό από γράμμα του δόκτορος P…J.C…”, ενός γυναικολόγου από την Αμβέρσα του Βελγίου, που αντιδρά στη φωτογραφία μου. Επικρίνει την απουσία γυναικείων χαρακτηριστικών πάνω μου και δηλώνει ότι “η μόνη θηλυκή λεπτομέρεια… ήταν το μέικ-απ στις βλεφαρίδες μου”. Θα ήθελα να πω στον κ. C… πόσο λυπάμαι για τις ασθενείς του. Είμαι γυναίκα και περήφανη για αυτό. Είμαι ακόμα χορεύτρια. Eχω πλατείς ώμους γιατί ο χορογράφος για τον οποίο δουλεύω μας κάνει να χρησιμοποιούμε πολύ τον κορμό και τους βραχίονές μας. Και κανείς δεν έχει παραπονεθεί για το μέγεθος του στήθους μου. Αναρωτιέμαι αν ο γιατρός έχει παρατηρήσει πόσο διαφορετικές είναι οι γυναίκες και πως το να είσαι γυναίκα είναι κάτι πολύ περισσότερο από το να έχεις ένα σώμα γεμάτο από τα λεγόμενα “τυπικά γυναικεία χαρακτηριστικά”».
Λίγο παρελθόν ακόμα
Σε ένα ακόμη τεύχος του Newsweek, ίδιας χρονιάς και ίδιου μήνα (7/6/1999), με τον «Σλόμπο» που θέλουμε να ξεχάσουμε στο εξώφυλλο («Μιλόσεβιτς υπό πολιορκία»), στέκομαι στην τελευταία λέξη της τεχνολογίας της εποχής: το νέο δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι της Οlympus (V-90 Digital Voice Recorder) με το εργονομικό ντιζάιν «που σου έχει το Play δίπλα από τον αντίχειρά σου» και «το Μenu/Folder που αποθηκεύει μέχρι και 99 αρχεία».
Εντονη η παρουσία εδώ του ισπανικού ΕΟΤ με απανωτές καταχωρίσεις «Βravo España», με σήμα τον ήλιο του Μιρό, τις εποχές δηλαδή που χτιζόταν το θαύμα του ισπανικού τουρισμού. Πολύ πριν αρχίσουν ο υπερτουρισμός, το αντιτουριστικό κίνημα και οι ευφάνταστοι τρόποι ανάσχεσης των «guiris», όπως αποκαλούν οι Ισπανοί απαξιωτικά τους ξένους επισκέπτες (θυμίζω τις φετινές ψεύτικες πινακίδες στη Μαγιόρκα που προειδοποιούν, αγγλιστί, για δήθεν κατολισθήσεις και μέδουσες!).
Χωρίς τελευταίες σελίδες
Φθάνω αισίως στο τελευταίο κομμάτι της ταπεινής, τσαλακωμένης συλλογής μου, ένα τεύχος του Τime αρκετά πιο πρόσφατο (8-15 Ιουλίου 2013). Η Λορέιν Μπράκο των «Sopranos» γράφει για τον άρτι (τότε) αποδημήσαντα συμπρωταγωνιστή της Τζέιμς Γκαντολφίνι. «Η πρώτη φορά που είδα τον Τζέιμς ήταν στο Μπρόντγουεϊ, στο “Λεωφορείον ο Πόθος” με τον Αλεκ Μπάλντουιν και την Τζέσικα Λανγκ. Με θυμάμαι να ψάχνω στο πρόγραμμα να δω ποιος ήταν ο ηθοποιός που έπαιζε τον Στιβ. Πέρασα το δάχτυλό μου πάνω από το όνομά του και είπα δυνατά: “Tζέιμς Γκα-ντολ-φί-νι. Μα, είναι Ιταλός!”».
Ολα τα λεφτά είναι, φυσικά, μια ολοσέλιδη καταχώριση του «Tokyo 2020». Είναι να μη σε πιάνουν τα γέλια με τις πολυάνθρωπες φιέστες που ετοίμαζαν οι δύστυχοι οι Ιάπωνες, αυτοί οι ίδιοι που αναγκάστηκαν (το 2021 και όχι το 2020) να βάλουν στα άδεια στάδια τα παλαμάκια-κονσέρβα και, αν ενθυμούμαι καλώς, και συρτάκι-κονσέρβα για τους έλληνες ολυμπιονίκες (θα το άκουσε και ο Τεντόγλου).
«Το Τόκιο θα φιλοξενήσει ένα καταπληκτικό πάρτι στο κέντρο της πόλης, που θα βασιστεί στo στήσιμο των πρώτων στην Ιστορία “downtown Games”. Η καρδιά των Αγώνων θα χτυπά στην καρδιά μιας αληθινά δυναμικής παγκόσμιας πρωτεύουσας και θα είναι απόλυτα ενταγμένη στη ζωή των 35 εκατομμυρίων κατοίκων της». Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα.
Προς στιγμήν λέω να πετάξω όλα τα τεύχη μου στα σκουπίδια. Για κάποιο λόγο τα κρατώ για μια ακόμη χρονιά (φθάνει μόνο να μην τα σουτάρει κανένας άλλος, πιο νοικοκύρης, ένοικος του σπιτιού). Ισως για να μου θυμίζουν κάθε πολύπαθο καλοκαίρι ότι, μολονότι πλησιάζουμε κάθε τόσο στο τέλος της Ιστορίας, αυτή καταφέρνει πάντα να μας ξεγλιστράει. Πού θα πάει, μπορεί κάποια στιγμή να τα πουλήσω όσο όσο στο eBay του 2050.