Η συνταγή είναι παλιά. «Τυφλοσούρτης» όπως έλεγαν κάποτε. Την κάνεις με κλειστά τα μάτια. Σαν γλυκό του κουταλιού: ρίχνεις σε μια κατσαρόλα τη ζάχαρη, το νερό και το φρούτο της αρεσκείας σου. Τι μπορεί να πάει λάθος; Ακόμη κι αν δεν δέσει όπως πρέπει, σίγουρα θα τρώγεται.
Ετσι και με τις δύο πιο πολυσυζητημένες παραστάσεις της εφετινής θεατρικής σεζόν, που έκαναν «σκονάκι» από τον «παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο». Πώς γεμίζεις ένα θέατρο σε μία Αθήνα με εκατοντάδες σκηνές στα πιο πιθανά και απίθανα μέρη; Πώς τραβάς το ενδιαφέρον ενός κοινού αποχαυνωμένου από τα τηλεοπτικά ριάλιτι, ώστε να σηκωθεί από τον καναπέ και να μετοικήσει στο βελούδινο κάθισμα ενός θεάτρου;
Η λύση είναι μία. Η συνταγή κλασική, σαν γλυκό βύσσινο. Και το όνομα αυτής, Αλίκη Βουγιουκλάκη. Με την αναβίωση στο σανίδι δύο ταινιών στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει. Τα «Χτυποκάρδια στο Θρανίο» του 1963 και «Η Νεράιδα και το Παληκάρι» του 1969. Με την Κατερίνα Γερονικολού να πρωταγωνιστεί στην πρώτη και τη Μαρία Κορινθίου στη δεύτερη.
Εσπευσαν να διευκρινίσουν οι δύο πρωταγωνίστριες και οι λοιποί πρωταγωνιστές, ότι δεν πρόκειται να υποδυθούν τη Βουγιουκλάκη, αλλά τον ρόλο που υποδύθηκε η Βουγιουκλάκη. Αντε όμως να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Και το χειρότερο, άντε να αποδείξεις ότι δεν υποδύεσαι τη Βουγιουκλάκη, που υποδυόταν την Λίζα Πετροβασίλη και το Κατερινιώ Βροντάκη αντίστοιχα.
Και κάπως έτσι, γεμίσαμε από αναλύσεις που θα ζήλευε ακόμη κι ένας θεατρολόγος με ειδίκευση στον Σαίξπηρ. Ποια είναι η πιο σωστή προσέγγιση; Αυτή της Γερονικολού, η οποία προτίμησε να παραμείνει καστανή και να μην ενδώσει στο ντεκαπάζ; Ή αυτή της Κορινθίου που από μελαχρινή έγινε κατάξανθη μπας και μπει στο «πετσί του ρόλου»;
Μακριά από τις συζητήσεις κομμωτηρίου, το ζήτημα είναι άλλο. Ότι εν έτει 2018 η απόλυτη πρωταγωνίστρια αναδεικνύεται και πάλι η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Κι ας πέθανε στις 23 Ιουλίου του 1996, φαίνεται πως η γέννησή της, στις 20 Ιουλίου του 1934, παραμένει πολύ πιο ισχυρή.
Ξαναπουλώντας την Αλίκη, γεμίζοντας μία θεατρική σκηνή είτε με σχολικές ποδιές και «Χόρευε τουίστ» είτε με σπαστή κρητική διάλεκτο και «Φουρτουνάτσηδες και Βροντάτσηδες – Βροντάτσηδες και Φουρτουνάτσηδες» είναι σαν να νεκρανασταίνεις μία άλλη εποχή, πιο ειδυλλιακή όταν πλέον την βλέπεις μέσα από τα γυαλιά της πρεσβυωπίας -ας μην γελιόμαστε, αυτές οι αναβιώσεις απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε ένα μεγαλύτερο ηλικιακά θεατρόφιλο κοινό.
Τι κι αν όλοι πλέον κυκλοφορούν υπνωτισμένοι με το smartphone τους, το οποίο στην καλύτερη περίπτωση το βάζουν στο αθόρυβο και το τσεκάρουν ανά τρία λεπτά ακόμη και κατά τη διάρκεια της παράστασης που οι ίδιοι πλήρωσαν για να παρακολουθήσουν; Στη σκηνή θα δουν κοστούμια μιας άλλης εποχής. Στα «Χτυποκάρδια» θα είναι πιο κομψά, αλά sixties, στη «Νεράιδα» θα παραπέμπουν σε πάρτι μασκέ, με τις κρητικές βράκες, τις ψηλές μπότες και τα λοιπά αξεσουάρ που αναδεικνύονται πάνω στον ξέφρενο πεντοζάλη.
Η έμπνευση μπορεί να πέθανε, ή έστω να χαροπαλεύει. Η Βουγιουκλάκη όμως, δεν θα πεθάνει ποτέ. Αυτό μαρτυρά όλος αυτός ο ντόρος που έγινε και γίνεται εφέτος.
Ακόμη κι εκπέμποντας από κάπου αλλού, από μία πιο μακρινή συχνότητα, φαίνεται πως η Αλίκη έχει σήμα καμπάνα. Το όνομά της πλανάται με θεόρατα αόρατα γράμματα, αποδεικνύεται ότι ακόμη και μετά θάνατον, είναι η απόλυτη βασίλισσα της μαρκίζας. Που παντρεύεται, χορεύει, τραγουδάει, κάνει νάζια και γεμίζει κινηματογράφους και θέατρα. Κι ας μην είναι καν εκεί.