Είναι πολλά τα κόμματα, πολλά τα ονόματα και πολλοί οι αρχηγοί. Τόσο πολλοί που αμφιβάλλει κανείς αν οι πολίτες έχουν προλάβει να καταγράψουν όσα συμβαίνουν στο πλέον κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό εδώ και πολλά χρόνια, που θυμίζει το τοπίο του Μεσοπολέμου. Διότι, το ψηφιδωτό είναι διπλό. Υπάρχει από τη μια πλευρά η εικόνα της Βουλής και από την άλλη αυτή των δημοσκοπήσεων όπου προστίθενται νέες μεταβλητές.
Ας δούμε το σκηνικό που διαμορφώνεται μετά την εκλογή του Σωκράτη Φάμελλου στον ΣΥΡΙΖΑ:
—Στη Βουλή, η Νέα Δημοκρατία (με αρχηγό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη) έχει πλέον 155 βουλευτές μετά την διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά, με τον εκτός Κ.Ο. Λευτέρη Αυγενάκη να ψηφίζει τα νομοσχέδια και να θεωρείται εν δυνάμει ο 156ος βουλευτής. Το ΠΑΣΟΚ (με αρχηγό τον Νίκο Ανδρουλάκη) είναι πλέον αξιωματική αντιπολίτευση με 31 βουλευτές. Ο ΣΥΡΙΖΑ με πρόεδρο τον Σωκράτη Φάμελλο έχει 29 βουλευτές και ακολουθούν ΚΚΕ (Δημήτρης Κουτσούμπας — 21 βουλευτές), Ελληνική Λύση (Κυριάκος Βελόπουλος — 11 βουλευτές), Νέα Αριστερά (Αλέξης Χαρίτσης — 11 βουλευτές), Νίκη (Δημήτρης Νατσιός — 10 βουλευτές), Πλεύση Ελευθερίας (Ζωή Κωνσταντοπούλου — 6 βουλευτές).
Επίσης, πέντε βουλευτές έχουν απομείνει στους Σπαρτιάτες (το ένατο κόμμα της Βουλής) που τυπικά διαθέτουν ακόμη Κ.Ο. εφόσον συμμετείχαν στις εκλογές του 2023. Παράλληλα, στη σημερινή Βουλή υπάρχουν 21 ανεξάρτητοι βουλευτές. Αν ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανος Κασσελάκης, καταφέρει να συγκροτήσει Κ.Ο. στη Βουλή (απαιτούνται 10 βουλευτές) τότε το κόμμα του Κίνημα Δημοκρατίας που ιδρύθηκε το Σάββατο (23/11) θα γίνει το δέκατο κόμμα του κοινοβουλίου.
—H εικόνα θρυμματισμού του πολιτικού σκηνικού ενισχύεται από τις δημοσκοπήσεις. Η τελευταία μέτρηση (GPO για τα Παραπολιτικά 90,1 FM, 25/11) επιβεβαιώνει ότι η Φωνή Λογικής της Αφροδίτης Λατινοπούλου παρουσιάζει δυνατότητες εισόδου στην επόμενη Βουλή (ποσοστό 5,3% χωρίς αναγωγή). Υπενθυμίζεται ότι η κυρία Λατινοπούλου χαρακτήρισε «μαύρη σελίδα» τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από τη ΝΔ, ενώ έχει προτείνει τους κ.κ. Καραμανλή και Σαμαρά για την προεδρία της Δημοκρατίας.
Αν αφαιρέσουμε τους Σπαρτιάτες, συνδυαστικά το σκηνικό της Βουλής και των δημοσκοπήσεων εμφανίζει δέκα κόμματα και δέκα πολιτικούς αρχηγούς στο «ραντάρ» των πολιτών, που γίνονται έντεκα αν προστεθεί το ΜέΡΑ25 του Γιάννη Βαρουφάκη που έχει προσεγγίσει το 3% σε κάποιες μετρήσεις του φθινοπώρου (με αναγωγή).
Με άξονα την κεντροδεξιά ΝΔ στα δεξιά της εμφανίζονται τρία ακροδεξιά κόμματα (Βελόπουλος—Νατσιός—Λατινοπούλου) και στα αριστερά της το Κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ συν τέσσερα αριστερά κόμματα: ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει «γεννήσει» από το 2015 και μετά πέντε κόμματα: Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας, ΜέΡΑ25, Κίνημα Δημοκρατίας, και νωρίτερα τη Λαϊκή Ενότητα του Παναγιώτη Λαφαζάνη.
Οι πρώην πρωθυπουργοί
Θα σταματήσει άραγε η ρευστότητα και η κινητικότητα που παρατηρείται εκατέρωθεν της ΝΔ μετά το «ξεκαθάρισμα» στον ΣΥΡΙΖΑ (Φάμελλος—Κασσελάκης) και στο ΠΑΣΟΚ και την προσθήκη της κυρίας Λατινοπούλου στο φάσμα της Ακροδεξιάς; Φαίνεται πως είναι νωρίς για τέτοια συμπεράσματα, εφόσον σύμφωνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη (που την προηγούμενη φορά τήρησε τη δέσμευσή του) οι εκλογές θα γίνουν την άνοιξη του 2027. Επομένως (το Πάσχα του 2027 πέφτει 2 Μαΐου), από σήμερα ως τα τέλη Μαΐου του 2027 απομένουν ακριβώς 2,5 χρόνια: 30 ολόκληροι μήνες.
Πέραν της εκκρεμότητας του αν ο κ. Κασσελάκης θα βρει τους 10 βουλευτές που χρειάζεται για να συγκροτήσει Κοινοβουλευτική Ομάδα, τα δύο μεγαλύτερα ερωτήματα είναι τι θα κάνουν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί της μνημονιακής εποχής, Αλέξης Τσίπρας και Αντώνης Σαμαράς, που δεν δείχνουν διάθεση αποστράτευσης από την πολιτική:
♦ Σε ό,τι αφορά τον κ. Τσίπρα, το επικρατέστερο σενάριο μετά την ίδρυση ινστιτούτου προβλέπει την ανακοίνωση πρωτοβουλίας για την ενοποίηση του χώρου της «προοδευτικής παράταξης», σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιεί συχνά ο πρώην πρωθυπουργός. Σε αυτή την ομπρέλα θα μπορούσε θεωρητικά να ενταχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με αρχηγό τον κ. Φάμελλο, κομίζοντας —παρά τα χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά— το πολύτιμο ΑΦΜ που συνδέεται με την κρατική χρηματοδότηση με βάση το 17,83% των εκλογών του Ιουνίου του 2023.
Υπάρχουν όμως προβλήματα ακόμη και για αυτό το πρώτο βήμα —πάντα με βάση τα σενάρια που έχουν γραφτεί. Διότι ο κ. Πολάκης ξεκαθάρισε την Κυριακή (24/11) ότι εκπροσωπεί τον «μισό ΣΥΡΙΖΑ» και οι σχέσεις του με τον κ. Τσίπρα δεν διανύουν και την καλύτερη τους περίοδο. Επομένως ακόμη και για το σενάριο της μεταβίβασης του ΑΦΜ του ΣΥΡΙΖΑ σε μια πλατφόρμα—ομπρέλα του κ. Τσίπρα με νέο όνομα θα απαιτηθεί κατ’ ελάχιστον διαπραγμάτευση με τον κ. Πολάκη. Δύσκολα είναι τα πράγματα και για την όποια διεύρυνση. Το ΠΑΣΟΚ που είναι πλέον αξιωματική αντιπολίτευση θα έπρεπε να έχει τάσεις αυτοκτονίας για να μπει ως «τάση» σε μια ομπρέλα υπό τον κ. Τσίπρα, ενώ ανάμεσα στη Νέα Αριστερά και τον κ. Τσίπρα το κλίμα έχει δηλητηριαστεί και δύσκολα θα επανέλθει (εκτός αν πετύχει μια προηγούμενη προσπάθεια για γέφυρες από τον κ. Φάμελλο). Σε ό,τι αφορά, τέλος, την κυρία Κωνσταντοπούλου και τον κ. Τσίπρα… τους χωρίζει πλέον άβυσσος.
♦ Σε ό,τι αφορά τον κ. Σαμαρά, εφόσον ο κ. Καραμανλής δεν φαίνεται διατεθειμένος να τινάξει στον αέρα την ΝΔ και την κυβερνητική σταθερότητα, τα σενάρια είναι δύο. Το πρώτο και πιο αδύναμο είναι αυτό της ίδρυσης νέου κόμματος. Αφήνεται ανοιχτό από συνεργάτες του αλλά έχει το μειονέκτημα ότι θα θυμίζει υπερβολικά την ατυχή περιπέτεια της «Πολιτικής Ανοιξης» που συνδέθηκε με την προηγούμενη πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (από τον Αντώνη Σαμαρά το 1993) και τον πολιτικό χειμώνα που ακολούθησε για τον κ. Σαμαρά.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει την ενεργοποίηση του κ. Σαμαρά σε ρόλο πνευματικού «πατέρα» της Ακροδεξιάς, χωρίς την ίδρυση νέου κόμματος, με στόχο την πολιτική εκδίκηση στον κ. Μητσοτάκη στις επόμενες εκλογές. Ο κ. Βελόπουλος πήρε ήδη θέση απέναντι στον κ. Σαμαρά, επομένως απομένουν ο κ. Νατσιός και η κυρία Λατινοπούλου. Βεβαίως, ενίοτε τα «πνευματικά παιδιά», ακόμη κι αν δεχτούν να παίξουν αυτό τον ρόλο, δεν παύουν να είναι και φιλόδοξα…
Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο κομματικός θρυμματισμός που θυμίζει Μεσοπόλεμο θα μας απασχολήσει για καιρό ακόμη. Ενώ καθιστά πιο εύκολη (αν όχι επιβεβλημένη) την αλλαγή του εκλογικού νόμου με την αύξηση του ορίου για την είσοδο στη Βουλή στο 5%.